ΤΟ ΚΑΘΕ ΠΡΑΜΑΤο κάθε πράμα νόημα κι ηλεκτρική προέκταση. Φως αναμμένο, αμέλεια ή, μήπως, παρουσία, περβάζι, παρατήρηση χωρίς συμμετοχή, και η βαλίτσα, γεμάτη κι ανοιχτή, συσκευασμένη υπόσταση. Το κάθε πράμα προβολή: απ’ τις συντεταγμένες του νησιού ως το παπούτσι.
Τα πρώιμα μνήματα, κοντά στους ποταμούς, τα χαραγμένα οικόπεδα των ξένων εισβολέων, το κάθε πράμα ταξινόμηση κατάταξη. Κι απ’ τις διάσπαρτες ταφές, τα βυθισμένα ευρήματα, στις νέες ανασκαφές, τα θηλυκά τους αγαθά που μαρτυρούν εκείνο το κατόπι: στεριώνοντας, ηρέμησαν.
Το κάθε πράμα συνειρμός, συνάφεια και σχέση: εσύ, θρεμμένη στη βροχή, στο κάθε ψηλοτάβανο, ρούχα μαλλιά φορούσες από γοργόνες θάλασσες, από φυλές που μετοικίζουν με ποδήλατα, καρατομούν τις κατοικίδιες κότες τους και χρόνια σμίγουν των αιμάτων και χωμάτων∙ από τον σβέρκο ως τη φτέρνα η παρατήρηση.
Απόβλητα τα θρύμματα, τα εργαλεία, οι σπάγκοι, απ’ την προβιά του βοδινού μέχρι την προσμονή του βυρσοδέψη. Στο ιδανικό τους έδαφος, δωδέκατον αιώνα. Μάλλινο φόρεμα, μια πουκαμίσα από λινάρι, δυο τιράντες, οι πόρπες διακόσμηση, κάποτε περιδέραιο, απ’ όλα πάνω η κάπα, μα εμένα μ’ ενδιαφέρει το ταπεινό κι επίπεδο παπούτσι.
Να το σκεφτώ και να τ’ αγγίξω, πέρ’ απ’ τη λάσπη στρώση, να δω πώς συγκρατείται απ’ το λουράκι και πώς θυμάται ως και το σχήμα του ποδιού. Στο πλάι από το κάθισμα κρεβάτι, την ώρα του έρωτα, αφόρετη υπόνοια εχθρότητας και ρήξης.
Δερμάτινο παπούτσι, από βακέτα, και χίλια χρόνια τέλματα. Το πέλμα που το φόρεσε, η κάθε επιπόλαια πληγή κι ο τύλος φλύκταινα. Το βάρος των δακτύλων, το έδαφος που πάτησε. Τα χέρια που το άγγιξαν ακόμη, το πάτωμα κι η σκόνη, η γλώσσα του θρησκεύματος κι ο νόμος των ανθρώπων.
Ό,τι μετράει, παπούτσι. Και όχι οι κυνοκέφαλοι μες στις μεγάλες βάρκες, στο παγωμένο απόμακρο: αιώνες πρόσμειξης, αιώνες προστριβής. Μέχρι να εξηγήσω και να νανουριστώ στο σκούρο του ασυνήθιστου, εξ επαφής μελέτη, και πάντοτε φορώντας το παπούτσι.
Τα πρώιμα μνήματα, κοντά στους ποταμούς, τα χαραγμένα οικόπεδα των ξένων εισβολέων, το κάθε πράμα ταξινόμηση κατάταξη. Κι απ’ τις διάσπαρτες ταφές, τα βυθισμένα ευρήματα, στις νέες ανασκαφές, τα θηλυκά τους αγαθά που μαρτυρούν εκείνο το κατόπι: στεριώνοντας, ηρέμησαν.
Το κάθε πράμα συνειρμός, συνάφεια και σχέση: εσύ, θρεμμένη στη βροχή, στο κάθε ψηλοτάβανο, ρούχα μαλλιά φορούσες από γοργόνες θάλασσες, από φυλές που μετοικίζουν με ποδήλατα, καρατομούν τις κατοικίδιες κότες τους και χρόνια σμίγουν των αιμάτων και χωμάτων∙ από τον σβέρκο ως τη φτέρνα η παρατήρηση.
Απόβλητα τα θρύμματα, τα εργαλεία, οι σπάγκοι, απ’ την προβιά του βοδινού μέχρι την προσμονή του βυρσοδέψη. Στο ιδανικό τους έδαφος, δωδέκατον αιώνα. Μάλλινο φόρεμα, μια πουκαμίσα από λινάρι, δυο τιράντες, οι πόρπες διακόσμηση, κάποτε περιδέραιο, απ’ όλα πάνω η κάπα, μα εμένα μ’ ενδιαφέρει το ταπεινό κι επίπεδο παπούτσι.
Να το σκεφτώ και να τ’ αγγίξω, πέρ’ απ’ τη λάσπη στρώση, να δω πώς συγκρατείται απ’ το λουράκι και πώς θυμάται ως και το σχήμα του ποδιού. Στο πλάι από το κάθισμα κρεβάτι, την ώρα του έρωτα, αφόρετη υπόνοια εχθρότητας και ρήξης.
Δερμάτινο παπούτσι, από βακέτα, και χίλια χρόνια τέλματα. Το πέλμα που το φόρεσε, η κάθε επιπόλαια πληγή κι ο τύλος φλύκταινα. Το βάρος των δακτύλων, το έδαφος που πάτησε. Τα χέρια που το άγγιξαν ακόμη, το πάτωμα κι η σκόνη, η γλώσσα του θρησκεύματος κι ο νόμος των ανθρώπων.
Ό,τι μετράει, παπούτσι. Και όχι οι κυνοκέφαλοι μες στις μεγάλες βάρκες, στο παγωμένο απόμακρο: αιώνες πρόσμειξης, αιώνες προστριβής. Μέχρι να εξηγήσω και να νανουριστώ στο σκούρο του ασυνήθιστου, εξ επαφής μελέτη, και πάντοτε φορώντας το παπούτσι.
*
ΑΓΡΙΑ ΩΣ ΔΥΣΗ
Φαντάσου έναν μυχό προφυλαγμένο απ’ το σταχτί του ωκεανού κι από το συμπαγές και καστανό της άμμου, φαντάσου να ‘ναι σύνορο ακραίο, λίκνο λιμένας κι οικισμός του ιστιοφόρου αλιέα, του δυνατού και απενθούς και ανέγγιχτου ως την ανακωχή του. Φαντάσου το τέκνο του βαρκάρη, του κτηνοτρόφου τον απόηχο, το σκώμμα του αθλητή, του κωπηλάτη τους ρημαγμένους ώμους, ιθαγενή από έρωτα κι άγρια ως δύση πρόσωπα στη νήσο της μασχάλης.
Καθείς κι ο βράχος του, συλλογικός κυματοθραύστης για την ατλαντική κατάστασή μας, την αλμυρή βροχή συλλέγουμε, με ανάποδες ομπρέλες νεκροθάφτες, και πίνοντας και λέγοντας, μια δαιδαλώδη απλότητα ντυνόμαστε κομψά και υπηρετούμε. Άγρια ως δύση χώματα και τούβλα, εδώ ο τοίχος χτίζεται, εδώ δένεται η στέγη κι ο γέλως ως αντίλαλος.
Άλλο δεν είχε η τέμπερα, ζητούσε, με την υποτροφία της διαλέκτου, εκείνης που θα μάθαινε, να επαναλάβει το τυπικό παράδειγμα. Γυμνός μαθητευόμενος της δεξιοτεχνίας, μια οπτική ταυτότητα ενσαρκώνει, τόνους επίπεδους, στείρα στεγνά υπόβαθρα τοπία κι εύστροφα ωραίους άντρες. Είναι ο ρητορικός καμβάς του υπερήρωα και της υπερβολής του. Και απευθύνει τ’ όχι του στον σύγχρονο και τον ψευδοπροφήτη, μεσαίωνα σωρό, με τις εμφύλιες συγκρούσεις της πιστότητας και τον τοπικισμό του σε κοστούμι. Επίτηδες αθάνατη την κάνει, τη μια ψυχρή, την άλλη ανυπολόγιστη, μέχρι που τον στοιχειώνει ολότελα η αγνότητα της δύναμης.
Ήταν δικό του το χωράφι, αναγνωρίσιμο, κι έθρεψε την ανάσταση με τρόπο που ο ξέχειλος κουβάς, ο πηγαδίσιος, κι η κούπα το νερό ήταν το μόνο αγλάισμα. Κι η κάθε μετατόπιση, μια θλίψη. Τι καβγατζής, να ψάχνει τα σχολεία του και τις πενήντα λίρες! Μα η μόνη του κατάταξη θα ήταν στα νησάκια, να βλέπει πάλι τ’ άκρα του κι έπειτα, ένα προς ένα, τα δόντια του να ξεριζώνει, να βλαστημά και να βουτά τη γλώσσα του στην πιο καλή κοπριά.
Μες στην κλειστή κοινότητα, τους είπε: άγρια ως δύση χρώματα σημαίνει μάλλινα παντελόνια και γιλέκα, πολύχρωμα ζουνάρια. Που πάει να πει, λοιπόν, θα μπω κι εγώ – κι ίσως κι εγώ θα φαίνομαι από μέσα. Είχε έναν αδερφό, αλλά τον είδε με την πλάτη γυρισμένη μια φορά και άλλη μια με την κατατομή του. Με σκοτεινά γνωρίσματα κι οι δυο, τυφεκιοφόρος κι άοπλος, ντυμένος τη σημαία.
Τα επακριβή της τρίχρωμης δηλώνουν πως είχε αρχίσει πριν από το Πάσχα, ζωγράφιζε κρατώντας την ανάσα του και δυο χρόνια αργότερα ανέπνευσε ξανά, απ’ την καρφίτσα του στον τοίχο κρεμασμένος. Η έκθεση ήταν δήλωση πυριτιδαποθήκη κι όλοι μια ενέδρα ετοίμαζαν, στο πρίσμα της επερχόμενής τους τακτικής.
Αλλά και ποιος να το ‘λεγε, πως είχε πολεμήσει σ’ άλλες χώρες, πως περιποιούνταν αγελάδες και πως γνώριζε ανάγκες βιαιότητες στις εχθρικές αρχές. Ό,τι τοιχοκολλούσε, το ξυρίζανε, μήπως και ξεχαστεί. Μα μήπως κι έγινε ποτέ φιλανθρωπία που να μην είχε τίμημα και τραύμα; Το πρώτο, ας πούμε: επέστρεφε σ’ αυτό που απεχθανόταν, την ηρωική αιγιαλίτιδα και την παράκτια αλήθεια φανταζόταν, και να ‘ναι προλετάρια. Μα όταν προσέγγισε την εθνική συνείδηση, της είπε: ξύπνα που θα σε κάνω ακαδημία και κολλέγιο.
Άγρια ως δύση μάτια μου και τόπος: η νύχτα σιωπηλή, αρρώστια εργάτρια, ξημέρωμα που δεν αρκεί να γράψει μια γαλήνη. Άγρια ως δύση πρόσωπα των φίλων. Οι άντρες, του ομολόγησα, δεν ετοιμάζονταν για κάτι, μονάχα φανερώθηκαν και γούρλωσαν τα μάτια. Και μου ‘πε: ο αδερφός μου είναι αυτός κι εγώ στ’ αριστερά, εμείς οι δυο ποζάραμε. Άγρια ως δύση και τραχιά κι ανένδοτη. Κι η μεθοριακή αυτή σκηνή, διαρκής αβεβαιότητα.
Γιάννης Δούκας
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Έχει σπουδάσει φιλολογία και ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες. Τα ώς τώρα βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (σύντομα πεζογραφήματα, Κέδρος, 2001), Στα μέσα σύνορα (ποιήματα, Πόλις, 2011, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή του Περιοδικού «Διαβάζω»), Το σύνδρομο Σταντάλ (ποιήματα, Πόλις, 2013, Βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών) και η θήβα μέμφις (ποιήματα, Πόλις, 2020) Ποιήματά του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε εφτά γλώσσες. Δυο τραγούδια σε στίχους του («Στην ίδια πόλη υπό βροχήν» και «Μπιλιάρδο») έχουν συμπεριληφθεί Στην ομίχλη των καιρών, δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου (2017). Μεταφράζει από τα αγγλικά και δημοσιεύει κείμενά του σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.