Scroll Top

Σφηνάκια Ποίησης Οκτωβρίου | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης | Αγγελική Πεχλιβάνη

 

Βίκυ Κατσαρού, Χαρακίδες. (Ενύπνιο, 2023)

Είναι γεγονός πως την τελευταία 20ετία  – ίσως και παραπάνω – πολλές γυναίκες ποιήτριες έχουν κάνει δυναμική εισβολή στον ποιητικό χώρο, και μάλιστα με ποιήματα που φέρουν ανάγλυφα ένα πρόσημο έμφυλο και ως εκ τούτου κοινωνικοπολιτικό – εύχομαι όχι προγραμματικά και συντεταγμένα, αλλά ως ανάγκη έκφρασης ύπαρξης και δικαιακής ισότητας. Οι Χαρακίδες (σημαδεμένες Λευκαδίτισσες κόρες επί ενετικής κατοχής) της νεαρής και ευέλπιδος Βίκυς Κατσαρού είναι ένα δυνατό βιβλίο, είτε αξιολογηθεί με βάση το περιεχόμενο και τα κοινωνικά προτάγματα της εποχής μας, είτε με αμιγώς γλωσσικά – και άρα λογοτεχνικά κριτήρια. Η πατριαρχία, η έμφυλη βία, η καταπιεσμένη γυναικεία ανθρωπολογία, τίθενται άμεσα, όχι όμως διακηρυγματικά και με ακτιβιστική επιθετικότητα, αλλά με μια στοργική διεκδικητικότητα. Η γυναίκα, αρχέτυπο ζωής, μοίρα, θέα, Μούσα, δημιουργός, είναι το πιο καταπιεσμένο ον του πλανήτη·  είναι κομμάτια και θρύψαλα, ένα τραύμα χαίνον, χείμαρρος από κραυγές, κοινωνικά στιγματισμένη (σημάδι γενετήσιο). Αυτός ο καταγγελτικός λόγος, όμως, δεν είναι αποδομιστικός·  είναι ταυτόχρονα καταγγελία και ικεσία στον άντρα, (τον άντρα-πατέρα, εραστή, θεό), για αγάπη. Το ιερό δόσιμο της γυναίκας που συσσωματώνει όλα τα στοιχεία της ζωής και του θανάτου, αν μείνει αμετάβατο, τότε θα καταστρέψει. Η κοιλιά της γυναίκας –μοτίβο που επανέρχεται– είναι ο φορέας της σωτηρίας και καταστροφής, της γέννησης και του θανάτου. Και όλα αυτά με μια πρωτότυπη κι εκρηκτική εικονοποιία, μια γλώσσα οξύαιχμη, μια ποίηση σωματική, υλική και ρηγματώδη. Σύνθεση επικολυρική, αφηγηματική και με όραμα που φέρει έναν ρομαντικό μεγαλοϊδεατισμό.

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου, Στιγμιότυπα  αφύπνισης (Ιωλκός. 2024)

Πολλοί σημαντικοί ποιητές μας, προεξάρχοντος του Σεφέρη, έχουν ασκηθεί στο χάϊκου, αυτή την αυστηρή γιαπωνέζικη στιχουρχική μορφή των 17 συλλαβών (τρεις στίχοι  των 5, 7 και 5 συλλαβών) που διαδόθηκε στη Δύση κατά τον 20ο αιώνα από τον Λευκάδιο Χερν. Το χάϊκου προκαλεί τους ποιητές με τον φορμαλιστικό μινιμαλισμό του· απαιτεί καθαρή και –ενίοτε εκρηκτική–  αποσταγματική ουσία, με επίγευση διαρκείας. Ο  Βασίλης Παπαβασιλείου, γερός και έμπειρος τεχνίτης του λόγου, σ’αυτό το  κομψό βιβλίο, φιλοτεχνημένο από τις εκδόσεις Ιωλκός, μας προσφέρει χάϊκου σε τρεις ενότητες.  Στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνονται ποιήματα ανθρωποκεντρικά που, μέσω της διαλεκτικής των αντιθέσεων αλλά και των οξύμωρων σχημάτων, αναφέρονται στον πόλεμο, στη δυστυχία της προσφυγιάς και συνακόλουθα με τρυφερότητα αυτή τη φορά –,  στην απώλεια της παιδικότητας των νεαρών θυμάτων. H δεύτερη ενότητα, που είναι και η εμφατικά μεγαλύτερη, είναι φυσιοκρατική σύμφωνα και με τα προτάγματα της ιαπωνικής θεματικής των χάϊκου. Όμορφες εικόνες της φύσης εκδιπλώνονται με κομψή αφαιρετικότητα και φιλοσοφημένη «απαλοσύνη»·η σιωπή, η λύπη, η μοναξιά, ο χρόνος, όλα ενσταλάζονται σιγανά, γίνονται τρυφερή, ήρεμη σοφία με μεταβάσεις βελούδινες, όπως οι –πάλαι ποτέ– εποχές του χρόνου. Κυριαρχούν τόσο  η στοργική αγάπη για τα αδύναμα πλάσματα και τα “ζωντανά” αυτού του κόσμου, όσο και η στωική αποδοχή της εναλλαγής και της αντίθεσης ζωής και θανάτου. Στην τρίτη, μικρή και στοχαστική, ενότητα μια θλίψη –  ιδιοσυγκρασιακή θα την χαρακτήριζα δεδομένου ότι το χάϊκου είναι μια στιχουργική μορφή πολύ προσωπικήδιαχέεται. Θα έλεγα πως τα χάϊκου του καλού ποιητή μπορεί να μην είναι εκρηκτικά ή να μην διαθέτουν το στοιχείο της ανατροπής, αλλά χαϊδεύουν αφυπνίζοντας τον αναγνώστη με αγαπητική  επιμονή.

Χρήστος Κολτσίδας, Νεροφόροι. (Θράκα, 2021)

Οι Νεροφόροι του Χρήστου Κολτσίδα (τρίτη ποιητική συλλογή του νεαρού ποιητή) αρδεύονται από τα γονιμοποιά νερά του βιώματος της επαρχιακής ενδοχώρας της Καρδίτσας – που είναι ο τόπος καταγωγής του – και υποστασιοποιούνται  από την ποιητική παράδοση σπουδαίων ποιητών: του παραγνωρισμένου σήμερα Τάκη  Σινόπουλου, του προώρως χαμένου Χρήστου Μπράβου και του Μιχάλη Γκανά. Η Καρδίτσα  αποτελεί για τον Κολτσίδα έναν από τους κεντρικούς θεματικούς άξονες της ποίησής του, ένα είδος καταλύτη που επιταχύνει και ολοκληρώνει την ποιητική διαδικασία. Η γεωγραφία της πατρίδας του είναι ευκρινής και δεν υπονοείται αόριστα, αλλά δηλώνεται με τη φύση, το κλίμα αλλά και συγκεκριμένα τοπωνύμια. Παραφράζοντας μια ρήση του Δ. Ν. Μαρωνίτη ότι «ο Σινόπουλος είναι ένας άνθρωπος που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο», ο Κολτσίδας είναι ένας άνθρωπος που έρχεται διαρκώς απ’ την Καρδίτσα· ένας ολόκληρος επαρχιακός κόσμος, λεκτικός και φυσικός, εξαργυρώνεται στην ποίησή του· η σχέση του με τον τόπο του είναι σωματική και έλξης-απώθησης. Ο θάνατος είναι η δεσπόζουσα τονικότητα και η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητή. Είναι μια μαύρη κουβαρίστρα (Μ. Γκανάς)που η κλωστή της ξετυλίγεται παντού και συνέχει τα πάντα. Το μοτίβο των νεκρών και του κάτω κόσμου δεν εντάσσεται στη λαογραφική γραφικότητα αλλά είναι μια παλλόμενη πραγματικότητα που αναδύεται από τον γενέθλιο τόπο και ριζώνει στην παιδική ηλικία του ποιητή. Το υγρό στοιχείο είναι άρρηκτα δεμένο με τους νεκρούς (εξού και Νεροφόροι), σύμβολο της αχερουσίας φύσης τους γιατί όπως λέει και ο πρόγονός του …είναι ο θάνατος μια βρύση που τρέχει κι όχι/ το μαύρο βόλι που λένε. Όχι το μαύρο βόλι που λένε./ Καλπασμός στα νερά. (Μ. Γκανάς, Μαύρα Λιθάρια).

Ανάμεσα στο πολυφωνικό μινύρισμα των νεκρών –που είναι και η πεμπτουσία της ποίησης– θα ξεχωρίσει η φωνή του Χρήστου Κολτσίδα που τους αγαπά και τους δροσίζει.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη