Έστιν ουν τραγωδία
Το νέο, το τρίτο μυθιστόρημα στη σειρά, της Ευσταθίας Ματζαρίδου δεν φείδεται αρετών. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες εισάγει τον αναγνώστη στην καρδιά της αφήγησης, καθιστώντας την ανάγνωση, εγκαίρως, έτσι ενδιαφέρουσα, ώστε ο αναγνώστης να μεταφέρεται διακειμενικά στην εισαγωγή της Μεταμόρφωσης του Φ. Κάφκα. «Ξυπνώ απ’ τις βελόνες που μπήγονται στην κοιλιά, στη μέση μου, στους μηρούς μου, χιλιάδες βελόνες κάθε μεγέθους, άλλες μπαίνουν στο δέρμα κι άλλες πιο βαθιά, ώσπου να πετύχουν κάποιο όργανο ή κόκκαλο, […] δεν είμαι απλώς βρεγμένη, είμαι μουσκεμένη, και το χειρότερο, δεν πρόλαβα να φωνάξω…». Παρασύρει τον αναγνώστη σε συνειρμική θέαση, καθώς οι εικονοποιητικές περιγραφές είναι πλούσιες και φορτισμένες με έντονη δυναμική και άλλη τόση ενσυναίσθηση. Πρόκειται για έναν άκρως ρεαλιστικό μονόλογο, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως θεατρικός.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ματζαρίδου εμφορείται από έναν πυρετώδη, σχεδόν, εσωτερικό ρυθμό σε ένα κείμενο με μακροπερίοδο, ιδιαίτερο μελετημένο λόγο, ο οποίος, ομολογουμένως, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το διακείμενο, με πρωτοπόρο την Οδύσσεια του Τζέιμς Τζόυς. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ματζαρίδου, η ρεαλιστική εικονοποιία μα και η δύναμη του αφηγηματικού της ρυθμού αποτελεί αιχμή για το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Τα όνειρα, οι ψυχαναλυτικές αναλύσεις και οι αξιοθαύμαστες «μεταφορικές» παρομοιώσεις, που χρησιμοποιεί συχνά η συγγραφέας, προσδίδουν στο κείμενο μια αξιοθαύμαστη ιδιαιτερότητα. Μα και κοινωνιολογικά, η μετανάστευση, η κοινωνική αδικία και ο κοινωνικός ρατσισμός – αποκλεισμός καταγγέλλονται από τη συγγραφέα με έναν ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο. Το κείμενό της γεννά συναισθήματα που κορυφώνονται ασφυκτικά, καθώς οδεύει σοφά προς την αριστοτελική λύτρωση.
Το θέμα της συγγραφέως, εξαιρετικά αιχμηρό, καθώς διαπραγματεύεται την συνολική εκ γενετής σωματική αναπηρία μιας γυναίκας, ενώ οι χαρακτήρες της δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από την αρχαία δραματουργία. Η Ματζαρίδου γνωρίζει καλά το θέμα της, μια και αποτελεί και ένα από τα αντικείμενα των σπουδών της. η ανθρώπινη ψυχή, η αναπηρία, η ασθένεια, η κοινωνική απομόνωση, τα κοινωνικά στερεότυπα, η ενδοοικογενειακή βία, οι συμβατικές δυσλειτουργικές σχέσεις, ο εγωισμός, τα κοινωνικά στερεότυπα, ο κατά τ’ άλλα απόλυτα φυσιολογικός πόθος του κάθε επίδοξου γονέα ν’ αποκτήσει το τέλειο παιδί, η ματαίωση, η άρνηση.
Μία εκ γενετής δύσμορφα σωματικά ανάπηρη γυναίκα, οι γονείς της και μία μετανάστρια οικιακή βοηθός ενώνουν τις δυστυχίες τους σε ένα σπίτι. Η καθημερινότητα ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες, καθηλωμένου, ουσιαστικά ανίκανου να αυτοεξυπηρετηθεί. Η Ματζαρίδου με την ιδιαίτερη αφηγηματική της τεχνική στηλιτεύει τον κοινωνικό αποκλεισμό, τόσο του κεντρικού χαρακτήρα της όσο και της οικογένειά της, καθώς και την άρνηση των γονιών, δύο τραγικών μορφών, ουσιαστικά ξένων μεταξύ τους, να αποδεχθούν την τραγική αναπηρία της μονάκριβης κόρης τους. Μίας κόρης η οποία προέκυψε από την ένωση δύο ετερόκλητων αναγκών που κλήθηκαν να υπηρετούν δύσμορφες κοινωνικές στρεβλώσεις. Εκείνος της φτώχειας κι εκείνη της ασχήμιας. Καθένας αγοράζει αυτό που κατά το κοινωνικό υπερκείμενο πιστεύει ότι του αναλογεί. […] «Ένα παραμορφωμένο πλάσμα ήταν το αποτέλεσμα ενός γάμου από δοσοληψία. Άχρηστο μουνί, λέει ο ένας, σακατεμένο σπέρμα, λέει ο άλλος, ο καυγάς είναι πάντα ο ίδιος και γίνεται πάντα στο τραπέζι, κυρίως τις μέρες των εορτών, κι όταν πέφτει αυτή η προσβολή στο γιορτινό τραπέζι , ο πατέρας χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και αναποδογυρίζει τα πιάτα και γεμίζει η μάνα μου λάδια κι ο γάτος χαϊδεύεται στα πόδια μας…»
Η ψυχική και σωματική Οδύσσεια ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας που δεν υστερεί νοητικά και συναισθηματικά, να κατανοήσει τον κόσμο αλλά και να επιβιώσει ντυμένη τον χιτώνα ενός δύσμορφου δυσλειτουργικού σώματος. Περνά τα στάδια της συναισθηματικής ανάπτυξης ακινητοποιημένη, φυλακισμένη, ενώ ακόμα κι εκείνες οι ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν σ’ ένα θηλυκό σώμα περιγράφονται με ρεαλιστική γλαφυρότητα, αποδίδοντας την τραγικότητα της φυλακισμένης ύπαρξης σε ένα σώμα ξένο, ανήμπορο και ασθενές. […] «γιατί το παρουσιαστικό μου απέκλειε τον ανταγωνισμό…, […] «είχα καλλιεργήσει μία ανοχή για όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες…, […] ένα ανθρώπινο ον χωρίς φύλο, πίσω από το παραμορφωμένο σώμα κανένας δεν υποψιαζόταν ότι υπήρχε ένα γυναικείο σώμα και μια γυναικεία ψυχή, […] μια παραμορφωμένη μπάλα, δεν ξεχώριζες στήθος, ούτε που υποψιαζόταν κανείς ότι υπήρχε αιδοίο και μήτρα και ωοθήκες…».
Τρεις γυναίκες, από τις οποίες η μία μόνο έχει όνομα, η οικιακή βοηθός – μετανάστρια Στάνκα, βρίσκονται αντιμέτωπες με το πατριαρχικό πρότυπο, με το αρχικό Δ., παγιδευμένες στη δήθεν ασφαλή όχθη της πατριαρχίας. Το «Άλλο», κατέχει περίοπτη θέση στην αφήγηση της Ματζαρίδου, καθώς και το κοινωνικό στερεότυπο που ορίζει τη θέση της γυναίκας – στολίδι. Ετούτη η νύφη δεν περιγράφεται ως το ιδανικό θηλυκό, ως περιζήτητης νύφη. Η μητέρα της ηρωίδας, οικονομικά ανεξάρτητη, οδηγείται σε ένα γάμο από δικό της «συμφέρον». Αγοράζει τον άντρα που κατά τα κοινωνικά πρότυπα δεν της αξίζει. Η Στάνκα, η οικιακή βοηθός –παρηγορήτρια της οικογένειας – απλώνει τον πονεμένο της ψυχισμό για να προστατεύσει ένα παιδί που της θυμίζει τον δικό της, ένα παιδί που ζει στον Καιάδα της ψυχικής απόστασης των φυσικών της γονιών. Ωστόσο, η αγάπη που της περισσεύει γεννιέται από τον πόνο της κοινωνικής αποστέρησης, την οποία έχει βιώσει η ίδια από παιδί.
Οι ένοικοι του διαμερίσματος «ερωτεύονται» τον δυνάστη τους. Συνθήκες που παραπαίουν μεταξύ ακραίου θυμού – αναγκαστικής αποδοχής και ανάγκης. Ο εγκλεισμός είναι ασφυκτικός και αποτελεί το κύριο στοιχείο της αφήγησης και η Ματζαρίδου χειρίζεται εξαιρετικά τις αλληλοεξαρτώμενες ανάγκες, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τις ατελείς ζωές των κατοίκων του «διαμερίσματος -κολαστηρίου». Τα «σύνδρομα», φυσικά και ψυχικά, περιγράφονται με ρεαλιστική ακρίβεια, εμποτισμένα εντέχνως με υπερρεαλιστικές ψηφίδες. Δεν λείπουν και οι τριτοπρόσωπες πλάγιες αφηγήσεις, έτσι που ένας ολόκληρος κόσμος ξετυλίγεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, όπου θίγονται ακόμα και οι κοινωνικοί αυτοματισμοί που διέπουν κάθε τι που αποτελεί κοινωνική μειονότητα ή και αδικία.
Η συγγραφέας δεν παραλείπει και τη συνέργεια του διαδικτύου ως αναγκαστική εξάρτηση και ως αποτέλεσμα ενός φύση και παρά φύση εγκλεισμού. […] «Περνάω ώρες στον υπολογιστή, μπαίνω και ψάχνω …[…] βλέπω προγράμματα που θα μπορούσα να συμμετάσχω, δραστηριότητες μιας κανονικής ζωής μη κανονικών ανθρώπων.» Ενός εγκλεισμού που καταλήγει επιλογή και η άλλοτε διακαώς ποθούμενη ελευθερία, καταλήγει να είναι πλάνη, ουτοπική ονείρωξη, η οποία φτάνει να αμφισβητείται ακόμα και από την ίδια την ηρωίδα. Μόνη διέξοδος το διαδίκτυο την ωθεί στη «θεωρητική ανακάλυψη» του έξω κόσμου μέσα από την εικονική πραγματικότητα του διαδικτύου. «Μια θεωρητικός της ζωής…», θα χαρακτηριστεί από τον πατέρα της, ο οποίος αρνείται την αναπηρία της, αλλά και την πιθανή μερική υποκατάστασή της, φοβούμενος μια ενδεχόμενη αποτυχία της.
Από μηχανής θεός η ασθένεια του πατέρα, εξισώνει τα δύο άκρα. Το πατριαρχικό πρότυπο ανακαλύπτει τη φθαρτότητα και έρχεται αντιμέτωπο με το συναίσθημα που γεννά η έλλειψη αυτοδιαχείρισης, το οποίο με τη σειρά του γεννά την ανάγκη της επαφής όλων με το θείο. […] «Και μου τα λέει όλα αυτά και αμέσως σφίγγομαι και σκέφτομαι, εγώ τώρα προλαβαίνω; Προλαβαίνω να φανώ τόσο πιστή και να οικειοποιηθώ τον δικό της Άγιο, ώστε να σώσω τον πατέρα μου…». Μία σειρά από χειριστικές συμπεριφορές του αδύναμου πια πατριάρχη οδηγούν την ανώνυμη κόρη στην ωριμότητα, […] είμαι πάντα δίπλα του, μου ανατέθηκε αυτός ο ύψιστος και τιμητικός ρόλος, χρίστηκα φύλακάς του…» στην «κατανόηση» του παντοδύναμου «Άλλου» και τέλος στην αποδοχή της αναπηρίας, καθώς τα όνειρα για την πολυπόθητη ελευθερία καταπίπτουν. […] «Εμένα αυτός ο αφανισμός των παλιών λέξεων με πονάει καιν με τρομάζει πιο πολύ από το ενδεχόμενο του θανάτου του, αυτή η εικόνα του φοβισμένου πατέρα μου μού σαρώνει κάθε ίχνος χαράς κι ελπίδας.» Το στερεότυπο της γυναικείας εγκαρτέρησης δικαιώνει την παραμονή της μητέρας σε έναν κακοποιητικό, από κάθε άποψη, γάμο, συντηρώντας έτσι διακειμενικά την κρατούσα αντίληψη για τη θέση της γυναίκας- σύμβολο υπομονής κι εξάρτησης.
Την ύστατη ώρα, το «Άλλο» φτάνει στην αποδοχή με μια συμβολική κίνηση υπόκλισης, καθώς εκπνέει, τσακισμένο πια από τις ατελείωτες διαμάχες με το εγώ, φτάνει παραδομένο στο τέλος της παντοδυναμίας του. […] «Η Στάνκα, πάντως, επιστρέφοντας από τα ψώνια, μας βρήκε, λέει, δίπλα δίπλα, … […] κι εγώ κοιτούσα απαθής κι αυτός είχε κάνει μια βαθιά υπόκλιση στο ανύπαρκτο κοινό που τον χειροκροτούσε ασταμάτητα.» Η λύση της τραγωδίας αποδίδεται δραματουργικά με ένα βουβό συγγνώμη.
Το κείμενο της Ματζαρίδου υπηρετεί τις αριστοτελικές αρχές του ορισμού της τραγωδίας: εισάγει τον έλεο και τον φόβο, ωστόσο η λύτρωση εδώ εγκιβωτίζει έναν ακόμα Γολγοθά.
[…] «Είμαστε μόνες πια στο τεράστιο σπίτι, δυό υπάρξεις σε γάγγραινα από τα πολλαπλά χτυπήματα, αν δεν ακρωτηριαστούμε εγκαίρως και δεν μάθουμε να λειτουργούμε ούσες ακρωτηριασμένες, θα πρέπει να υπολογίζουμε στον αφανισμό μας, λέω στη μάνα μου, και τότε θα πρέπει να βρεθεί ανάδοχη οικογένεια για τον γάτο.».
* Ευσταθία Ματζαρίδου, Φτερά στο τσιμέντο, εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2021