Μαρία Δαλαμήτρου και Ελένη Σιγαλού, Φομαλώ, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024
Γράφει η Μαίρη Σιδηρά
«Φομαλώ»: Μια αντήχηση της ξενότητας και της οικειότητας, εμπνευσμένη από χώρο ανοίκειο[1]
Εισαγωγικά περί της συλλογής και του μυθικού πνεύματος
Στο Σύμπαν περιέχεται το κάθε τι, είπε ο Καθηγητής της Κοσμολογίας./ Ο Ήλιος, η Σελήνη και οι ωκεανοί της Γης/ γύρω από τον Ήλιο περιστρέφονται οι πλανήτες/ οι φέροντες τα ονόματα αρχαίων Θεών./ Πιο μακριά εκτείνονται οι αστερισμοί του Αιγόκερω και του Τοξότη./ Το Σύμπαν περιέχει επίσης τους γαλαξίες και τους κομήτες/ ωχρούς αστέρες νετρονίων και τα νεφελώματα/ και ακόμη, Μαρία, περιέχει/ εσένα, εμένα και λέξεις όπως «αγάπη» ή της «απουσίας». […][2] Το ανωτέρω ποιητικό απόσπασμα ανήκει στον Γιώργο Γραμματικάκη, τον Έλληνα φυσικό και πανεπιστημιακό που συνέβαλε καίρια με τα βιβλία και τη χαρίεσσα ευκρινή γλώσσα του στο να πάρουμε, μεταξύ άλλων, χαμπάρι πως όταν οι μύθοι επιμένουν για κοσμογονία, αυτή υπήρξε. Και το προτάξαμε ως ταιριαστή εισαγωγή στην κοινή μα όχι από κοινού ποιητική συλλογή Φομαλώ, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024, των Μαρίας Δαλαμήτρου και Ελένης Σιγαλού, δύο προικισμένων και ιδιότυπων φωνών, που ήδη έχουν διατρέξει διακριτή προσωπική πορεία στο απαιτητικό της ποιήσεως σύμπαν. Μα αρκετά με τις μεταφορές. Πιο συγκεκριμένα, η Μαρία Δαλαμήτρου εξέδωσε από τις εκδόσεις ΑΩ το 2010 την Προτελευταία Εποχή και το 2021 τα Αποθησαυρισμένα, ενώ η Ελένη Σιγαλού, το 2013 Το αλφαβητάρι του βλέμματος, Ποίηση – χαϊκού, από τις εκδόσεις Ηριδανός, το 2016 τη συλλογή Ιουλίου όχλησις και 61 χαϊκού από τις εκδόσεις Κουκούτσι και το 2022 τη συλλογή Εκπνοές νερού από τις εκδόσεις Κουκίδα.
«Φομαλώ», που σημαίνει το «στόμα του ψαριού» στ’ αραβικά, είναι ο α, το πιο λαμπρό αστέρι, του αστερισμού του Νότιου Ιχθύος και, πράγματι, στο στικτό σχεδιάγραμμα του αστερισμού ομοιάζει με την απόληξη του στόματος ενός ιχθύος. Αντλώντας από σημείωμα προκαταρκτικής σελίδας της συλλογής, η ιδέα ήταν να γράψουν η κάθε μία από ένα ποίημα για «20 κύρια ονόματα από το λεξιλόγιο του Σύμπαντος». Τα «περιεχόμενα» που ακολουθούν εμπεριέχουν και βασικές πληροφορίες για τους τίτλους των ποιημάτων, τίτλους που, αν τυχόν κανείς εντρυφήσει σε θέματα αστρονομίας, κοσμολογίας και τα συναφή αυτών, δεν είναι διόλου απίθανο να συναντήσει. Το αρχαιοελληνικό ίχνος έντονο, καθώς προσωκρατικοί και Πτολεμαίοι, μα και μεμονωμένοι γενεαλογικά παθιασμένοι αρχαίοι ερευνητές είχαν δοθεί στη χαρτογράφηση τ’ ουρανού.
20, λοιπόν, επί δύο, 40 τα ποιήματα του Φομαλώ, της όμορφης, αναπνέουσας, ψηλόλιγνης έκδοσης, ενταγμένης στην καλαίσθητη σειρά του Μανδραγόρα. Στο εξώφυλλο το ρευστό νυχτερινό τοπίο του Τζέιμς ΜακΝίλ Γουίστλερ να στάζει σπασμωδικά χρυσάφια σε μαυρομπλέ φόντο, τοπίο νυχτερινό, σποραδικά διαπερατό από αστρόσκονη. Πάντα, εξάλλου, η μαγεία ήταν σχετική με τα ουράνια και τις αποδόσεις τους…
Η θεματική δεσπόζει στο Φομαλώ, χωρίς να υποσκελίζει ή να διαγκωνίζεται την τεχνική ιδιοπροσωπία κάθε ποιήτριας. Προπατορικά ο λόγος περί άστρων και άλλων ουράνιων δαιμονίων –για να παραλλάξουμε τον τίτλο της μελέτης της Τζίνας Πολίτη Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων– υποβάλλει μιαν ακολουθία του είδους και, βέβαια, επισύρει απροκάλυπτα τη ρομαντική εμμονή περί πρώιμης, προ υπερρεαλισμού, θραύσης των ορίων, την αντιληπτική και σωματική μίξη του είδους μας με το σύμπαν, την υπέρβαση των δεσμών της βαρύτητας και της περιορισμένης αισθητηριακής και νοητικής μας ακτίνας. Και καθώς μήτρα ανάλογης φαντασίας είναι οι αρχαίες μυθολογίες, ιδίως δε η αρχαιοελληνική, είναι σύννομο και αναμενόμενο το ποιητικό μας δίδυμο, πολλά να χρωστά στην ερμηνευτική ανάπλαση που επιχειρεί στην παραδομένη μυθολογική γραμμή. Συνήθως, εμπνέονται αμφότερες όχι από την κεντρική πλοκή αλλά από μια λεπτομέρεια του αρχαίου μύθου, μια καβαφική, λες, ιδιοτροπία της τραγικής τύχης των ηρώων του. Τραγικής, καθώς τι το λογοτεχνικά αξιομνημόνευτο διαθέτει μιαν άχολη ή ά-πονη ζωή, όντας, μάλιστα, ικανό να μνημονεύεται και να οράται πανταχόθεν και πάντα από τον άνθρωπο, τον, αν και λειψό, μόνον, απ’ όσο γνωρίζουμε, θεατή του σύμπαντος;
Ο Nietzsche στο έργο του Γέννηση της τραγωδίας σημειώνει πως «[…] ο άνθρωπος, στερημένος από μύθους και αιώνια πεινασμένος, ανασκαλεύει όλες τις περασμένες εποχές για να βρει ρίζες, να φτάσει σκάβοντας μέχρι την πιο απομακρυσμένη αρχαιότητα».[3] Και, βέβαια, η απήχηση των μυθικών θεμάτων συντηρείται άθικτη χάρη στη σκελετική – δομική και εσαεί μεταμορφωτική τους ευχέρεια, άλλο ένα δώρο της γονιμότητας του τραγικού στοιχείου σε σύγκριση με την τοποχρονική ταυτότητα του κωμικού στην πλειονότητα τουλάχιστον των εμφανίσεών του. Τούτο σημαίνει πως η φαντασία δεν πνέει χωρίς οίακα, καθώς το υλικό της έχει ήδη οργανωθεί μέσα από δομικά καταγωγικά σχήματα και αρχετυπικές μορφοποιήσεις. Tόσο ο Freud και οι επίγονοί του όσο και οι μοντερνιστές (ας μη λησμονούμε, μεταξύ πάμπολλων, το Minotaur, το περιοδικό των Σουρεαλιστών που εικονογραφούσε ο Πικάσο, τον ίδιο τον Πικάσο, τον De Chirico, τον Γεράσιμο Στέρη αλλά και ποικίλους φορμαλιστές, θεωρητικούς της λογοτεχνίας και λογοτέχνες, το πλήθος εν τέλει των καλλιτεχνών και θεωρητικών περί την τέχνη που δοκίμασαν –ιδίως κατά τον 20ό αι.- και δοκιμάζουν τη μεταμορφωτική αντοχή του μύθου σε εποχές λύπης, σκότους, συμβιβασμού μα και επανάστασης, αντίστασης, διαφωτισμού.
Μια σύντομη συγκριτική ανάγνωση
Και οι δύο ποιήτριες «ιστορούν» τα πάθη των ίδιων συμπαντικών ηρωίδων και ηρώων που πριν αναχθούν στο στερέωμα δυστύχησαν στην ανθρώπινη μυθική βιωτή τους. Το έργο τους αναβλύζει φωνές, μια πολυφωνία πλήρης αρμονίας, που δένει το σύμπαν, τα άστρα και τα νεφελώματα με τους πρώην θνητούς που αξιώθηκαν την ποιητική επιβίωσή τους για το δυσβάσταχτο του πόνου τους, το ειδεχθές της παράφορης ή το ευπαθές της μαρτυρικής φύσης τους. Στην πλειονότητά τους τα ποιήματα συγκροτούν έναν πολυπληθή θίασο, παράδοξο, πληγωμένο ή ένδοξο, που το υπέρ ή το παρά της ζώσας ύπαρξης των ηθοποιών του πλεόναζε είτε σε πόνο είτε σε παραφορά. Θεατρικός αέρας φυσά στη συλλογή, καθώς πολλά ποιήματα απαρτίζουν μονολόγους, συνήθως πρωτοπρόσωπους. Η Σιγαλού διηθεί κάποτε τους άστρινους ήρωές της στην ετερότητα μιας φωνής που έκδηλα έχει μετρήσει λυρικά τον κόσμο, δικαιώνοντας μες τη γλώσσα το δίκιο και το κρίμα του ανθρώπου. Η Δαλαμήτρου σε μια σχεδόν ροκ αποτύπωση γυμνώνει τον πόνο σε τέτοιο σημείο που κατεβάζει μια κοσμογονία ή έναν δυνατό φωτισμό σε μια έντεχνα μελετημένη και στα πιο απρόβλεπτα μέρη συντελεσμένη «μελέτη πόνου», στο Ρέικιαβικ για παράδειγμα, χωρίς να αφυδατώνεται το πρωτογενές ενδιαφέρον μας για την αυτονομία των προσώπων της.
Γενικά, η Σιγαλού δείχνει να έχει –και έχει- θητεία στην παράδοση (σονέτα, haiku, προσωπική λυρική σφραγίδα) ενώ η Δαλαμήτρου πιο σύγχρονη, με πολυσήμαντους ειρωνικούς παφλασμούς και υπαρξιακές καταβυθίσεις, ζει την κοσμογονία μεταφορικά, μέσα από αποτρόπαιες διασπάσεις της γυναικείας συνήθως ύπαρξης, με ένα βλέμμα ευφάνταστου «γλωσσικού τρομοκράτη». Από την άλλη, η Σιγαλού ενώ συχνά χωρά τη δραματική της ένταση σε μια προσαρμοσμένη στο ποιητικό της ιδίωμα ανακατάταξη στιχουργίας που φλερτάρει με την παράδοση, δυναμιτίζει τη στάση της, με «εύφλεκτα» πεζόμορφα ποιήματα, περίκλειστα, ωσάν σφραγισμένα, που επιτρέπουν πολλαπλές και διφορούμενες αναγνώσεις μες στην άκρα απλότητά τους και στα οποία η ένταση της μικρόσωμης φράσης, η επισημότητα της τελείας σαν ανάγνωση καταδίκης, η περιδιάβαση από τη στωική αναμονή στην απέναντι όχθη καθιστούν την ποιητική της αρραγή και πολλαπλώς ομιλούσα.
Μεταφυσική φιλοσοφία – ρεαλιστικός υπαρξισμός
Είναι καιρός όμως για τον «Καιρό», το α΄ ποίημα της συλλογής που οριοθετεί και τη μορφολογία του δισέλιδου με την Ελένη Σιγαλού στην αριστερή και τη Μαρία Δαλαμήτρου στη δεξιά σελίδα. Με λυρική δύναμη και μυστικούς ασπασμούς στον Διονύσιο Σολωμό, φιλοσοφεί μυστικοπαθώς η Σιγαλού, χαϊδεύοντας την ακροβασία στην «κόψη» της ευκαιρίας, κατά την αρχαιοελληνική σήμανση της λέξης «καιρός». Οι παρηχήσεις μελετημένες και απροσδόκητες ανήκουν γενικότερα στην ποιητική της στάση, τα ανεπαίσθητα light motives που συνηθίζει. Μυστικοπάθεια και μεταφυσική με όρους ρομαντικής φιλοσοφίας σε μια απόπειρα κατάδειξης αρχέγονων προσπαθειών του είδους μας: […] Ο χρόνος αχαλίνωτος/ μα ο Καιρός ξυράφι/ κόβει τη ρίζα της βουής. Σωπαίνω να προφτάσω// να κρατηθώ στην κόψη του/ να χαραχτώ στην Τύχη/ και να ριχτώ στο αόρατο/ να σμίξω την καρδιά του.[4]
Στο ομότιτλο ποίημα, η Δαλαμήτρου εξαίρει το πανταχού παρόν «τίποτα» και καταδεικνύει ως «σπόντα» τον όποιο «Καιρό», την όποια κάθοδο της εύνοιας στα ανθρώπινα, ειρωνευόμενη ζωή και τέχνη. Το ποίημα, σφιχτοδεμένο, με διττή δομή και ανάλογες επιτρεπτές ξέχωρες αναγνώσεις, ευνοεί και την ενιαία κλασική ανάγνωση. Οι δύο αναγνώσεις –που επισημαίνονται από ορθή και πλάγια γραφή- διαθέτουν κοινό τελικό στίχο που χωνεύει στη μία και μοναδική λέξη «λευκό» την άγρια, καγχαστική, προφητική φωνή με την ορθή γραφή και την αιτιακή, επεξηγηματική, παντογνώστρια φωνή με την πλάγια: Στη γλώσσα μου/ ισορροπεί μια στέκα του μπιλιάρδου.//Επειδή σε όσα γράφονται//Κρατιέμαι/ να μη χτυπήσω το λευκό, γι’ αυτό//σε όσα γράφτηκαν ή θα γραφτούν/σε όσα σωρηδόν τυπώνονται μέρα τη μέρα//δεν πίνω γάλα./ […][5]
Με μια δυναμική προσωποποίηση του ωραίου πτηνού, κύκνου, μα και του ομώνυμου πανταχόθεν ορατού αστερισμού του Βόρειου ημισφαιρίου, σε α΄ πρόσωπο, και μέσω μιας αρχαιότροπης εικαστικής περιδίνησης, η Σιγαλού σημαδεύει τον «Κύκνο» της. Στίχος κοντόσωμος, εύφορος για φιλοσοφικές και συνειδησιακές περιελίξεις. Εν γένει μια κομψή αρχαιοελληνική μανιέρα συνενώνει αθόρυβα τις μεγάλες αγωνίες, ενισχυμένες από την τραγικότητα της επανάληψής τους: […] Πού φθίνω εαυτός;/ με ράμφος ουρανό/ αμφιφανής θα αίρομαι. Το αίσθημα το τραγικού ανασύρεται ισχυρό, καθώς μια ματαιότητα, ωσάν των Τρώων του Καβάφη, νέες προσπάθειες, αδιάλειπτα, επιτάσσει.
Στο ίδιο θέμα, η Δαλαμήτρου διατηρεί ψευδώς την απόσταση του ζώου απ’ τον άνθρωπο, προκειμένου να την ανατινάξει, απατώντας διαρκώς το ζωώδες προς μεγέθυνση του πανανθρώπινου. Εν γένει και εδώ με ένα φλέγμα γήινο, ποιητή που εξεικονίζει την ενδοχώρα του και θέλγεται από τον αιώνα του, την κουλτούρα και τα πάθη του, με μια φιλοσοφία μέλαινα που αγκαλιάζει ως άφευκτη τη νόσο, ψυχική και σωματική, και με σύνδρομο μιας ευφυούς γραμματικής ανασύνταξης εγγεγραμμένης στη μανιέρα της, ποιητικοποιώντας αδίστακτα κι αυτήν ακόμη τη γραμματική ορολογία, η Δαλαμήτρου καταλήγει στο απόλυτο του ανθρώπινου πόνου εγγράφοντάς τον στην αιωνιότητα: (Δεν έπρεπε να μάθω τη δυνητική, έκτοτε μάκρυνε ο λαιμός μου.)// Θα κράταγα αβγά μες στο στόμα για μέρες/ να σπάσουν να γίνουν πτηνά να πετάξουν/ πιο μέσα, σε έναν εγκέφαλο σκόρπιο/ σε χίλια κομμάτια με θέμα το πράγμα/ που φταίει που εγώ στα υπόγεια αλλάζω/ την όψη, κι ακούγομαι ένθεν ως θρήνοι/ ανθρώπου που με έκλαψε σε ρώσικη λίμνη.[6]
Συγγενική η πνευματική τοπιογραφία για το ποίημα «Μάτι της γάτας», εμπνεόμενο από το αντίστοιχο αστρικό νεφέλωμα. Επικλητική αυτού, η Σιγαλού, με ένα ιδιότροπο τέχνασμα βασισμένο στο ρυθμικό αντίβαρο της ομοιοκαταληξίας και, όντας, ως ποιητικό υποκείμενο εντός του χάους, επιχειρεί ν’ ανοίξει τα μεγάλα μυστήρια, τις αιτίες των οδυνών, το απροσδιόριστο και ως εκ τούτου α-σημασιολόγητο, βλέποντας συγχρόνως έσω (πόσα σπαράγματα/ περιστροφές για το/ κενό//νεφέλωμα του νου μου σκοτεινό) και έξω (πόση βαρύτητα σιωπή/ ο ουρανός// για να τυφλώνει με το φως.)[7] Το ποιητικό υποκείμενο σε μια νεορομαντική πνευματική ακροβασία, διάγει ένα οδυνηρό όλον: άνθρωπος, νεφέλωμα, συνείδηση, ενόραση, επίγνωση τέλους. Με το τελευταίο τρίστιχο, η ποιήτρια περιδένει αξεδιάλυτα τη μεταφυσική, την ποιητική, τη θρησκευτική και την ποιητική λειτουργία: «σπλάχνο του άστρου μου/ πληγή μάτι του τέλους/ αστραπή». Στο ρυθμικό υπέδαφος τι από την ποιητική των εγκωμίων σαλεύει (γλυκύτατό μου σπλάχνο…)
Παίζει εμπαίζοντας την παραδοσιακή φόρμα η Δαλαμήτρου, θρυμματίζοντας την προδιάθεση αυστηρότητας για την οποία η παλιά μορφή μάς προδιαθέτει, καθώς την εντέλεια μέτρου, ομοιοκαταληξίας και λοιπών δεσμών καταλύει τόσο η νοηματική ακτίνα των διακειμένων (από αρχαία τραγωδία έως παραμύθι παραδοσιακό αλλά και γεννημένο σε σύγχρονο διαμέρισμα), όσο και η ανατίναξη κάποτε του λεκτικού. Ωσάν γάτα, το θηλυκό ποιητικό της υποκείμενο, κατοικών στον αόριστο τόπο, στο «μάτι της γάτας», συσπείρεται, γεννά λέξεις, διαστέλλεται και κατηχεί πνευματικά, εκφέροντας τα σκοτεινά και δυσοίωνα προμηνύματά του. Συγχρόνως αναμοχλεύει τη χύτρα της γλώσσας, παράγοντας νέο λεκτικό: «[…] Μαϊστράλει ο νους σαν τη μικρή Κυκλάδα/ Του κάκου υμνώ να αλλάξουν οι δρόμοι/ Στα φρύγανα έναστρη μέρα αποφράδα/ Μη με χαιρετήσεις θα συσπειρώ μόνη// Του κάκου υμνώ να αλλάξουν οι δρόμοι/ Πενήντα τα χρόνια που υπάρχω ξυστά/ Μη με χαιρετήσεις, θα συσπειρώ μόνη/ Μαντεύω καπνούς και τριπλά τα δεινά. […]».[8]/
Εκκεντρικές μεταφορές – θεατρικότητα/κινηματογράφηση και εκλεκτικές συγγένειες
Με μέτρο και σοφία αιώνων, μεταφέρει τις αντηχήσεις του Δράκοντα η Σιγαλού και, αφού ορίσει τελεσίδικα το πεπρωμένο του ονόματος μέσα από την τοπιογραφία της μεταφοράς: […] Αγκάθι/ ο φόβος. Τι κι αν/ φυλάει τριαντάφυλλα; […], θα εξακτινωθεί σε έτερες τοπιογραφικές αναπτύξεις των συνδεομένων με τον Δράκοντα έμμονων νοσημάτων: Ένας δράκος η λύπη/ απλώνει/ κηλίδα στη θάλασσα./ Πυρπολεί της μέρας το χάδι./ Το χνώτο του/ νύχτα αχνίζει.[9] Η παρήχηση του χ διεγείρει σαν ήχος υπόκωφος, διαστημικός το έναστρο νυχτερινό τοπίο. Φόβος και ζόφος στο παρόν της ζωής, αγρυπνία και νυχτέρι. Επιπλέον, δανείζεται την ειδική γλώσσα της γραμματικής ποιητικοποιώντας, σε μια ειρωνική απασφάλιση, τις δρακόντειες ιδιότητες: […] Ρήμα το ρήμα/ προικίζει/ τη γλώσσα γκρεμούς. Προστακτικές/ τα δόντια του σπέρνει. Άκλιτη πτώση.[10]
Με έκδηλη εκλεκτική συγγένεια η Δαλαμήτρου, μέσα από το ιδιό-τροπο σύγχρονο και διαχρονικά θηλυκό σκηνικό της, διαλαλεί το πέρασμα, την εγκατάσταση, και τον πολλαπλασιασμό του δράκου, διωκτικού για παν ζώο και φυτό, που, από οικείο μα σαρωτικό της ζωής πρόσωπο, μεταστοιχειώνεται πλέον σε κοπάδι που πρέπει το ποιητικό υποκείμενο να «φυλάει». Η παιδικότητα και η μονολογική απεύθυνση εντείνουν τη θεατρικότητα και φωταγωγούν τα άγρια υπόγεια του ασυνείδητου και του ίδιου του ποιήματος: Δεν θέλω να μιλάμε πια// Στις πέργκολες ξεμύτισαν κάτι ξενόφερτα πουλιά/ και την ίδια μέρα με σένα/ έφυγαν οι γάτες, τα καναρίνια και οι λεβάντες που είχαμε βάλει.// Τώρα/ αν ποτέ παίξω Όνομα Ζώα Φυτά/ δεν θα έχω τι να γράψω από κάτω.// Κερδίζω μόνο/ στην κατηγορία Επάγγελμα:/ αυτός που δεν κατέχει τα ήμερα/ που απόμεινε να φυλάει εκών άκων/ ένα κοπάδι δράκων.[11]
Ξανά μια αλλότροπη ανάμεσα στις ποιήτριες εκλεκτική συγγένεια, αυτή τη φορά σχετική με τη νοηματική αναζήτηση, τα υπαρξιακά υπόγεια που και οι δύο σκάβουν. Η «κρυμμένη θάλασσα» του σονέτου της Σιγαλού, έμμονα, ρυθμικά και σαγηνευτικά, αναδίδει και ενεργοποιεί την ταραγμένη μας ταυτότητα, μέσω της αναλογίας του α-διάκριτου χαρακτήρα της σεληνιακής στεγνής θάλασσας και της ψυχής μας. Τι, τα παντοειδή επεισόδια του μυαλού, το ενοχικά πετρωμένο φιλί, τα γκρεμισμένα ιδεολογήματα, καταρριχήσεις αξιών, πανικοί σπασμένων νοημάτων, συνθέτουν, εκ λυρικής αντανακλάσεως και δραματικής μεταφορικής ισχύος, μία «κρυμμένη θάλασσα» συγγενή με αυτήν του δορυφόρου μας: […] Χάνετ’ ο ήχος στου κενού την αγκαλιά/ και αν με κοιτάς το ξέρω δεν με βλέπεις/ στου κόσμου την αθέατη πλευρά/ πόση κρυμμένη θάλασσα αντέχεις;[12]
Την ίδια αλλόκοτη ποιητική σύμπνοια συναντάμε και στο «Μέγας κύων», τον αμφιφανή αστερισμό του Νότιου Ημισφαιρίου. Πρόκειται και για το πρώτο πεζό ποίημα της Σιγαλού, ενώ η Δαλαμήτρου μετέρχεται και εδώ τον ελεύθερο στίχο. Αρχίζοντας αυτή τη φορά από την τελευταία, η οποία κατορθώνει επίτευγμα πύκνωσης, μέσω από λιγοστές μα καθηλωτικές μνείες μνήμης και μια τεχνική traveling, κινηματογραφικής τεχνικής μεταφορά στο παρελθόν και στο παιδί που τρέχει πίσω από τον σκύλο του, μέσα σε ένα θρίαμβο μετωνυμικής χρήσης του λόγου: […] Και βλέπεις/ τον σκύλο σου να τρέχει./ Είναι καλοκαίρι/ κι εσύ παιδί/ ανάσα μισή/ πίσω από την ουρά. […] Γεμάτη αισθητηριακά ερεθίσματα και ηχοποιημένες λέξεις, μας μυεί η ποιήτρια στο περίκλειστο σύμπαν ενός ποιήματος φτιαγμένου με τα απλά υλικά της ανθρώπινης αθανασίας: […] Το γέλιο, το γάβγισμα, το τρίξιμο του χορταριού/ σαν κύματα ακόμη ταξιδεύουν στο σύμπαν.// Σε τόπο ειρηνικό/ κάτω απ’ τα μάτια είναι σωσμένη η σκηνή./ Το κλικ που έκανε τότε το καρέ/ το κλικ που κάνει τώρα όποιος σου βγάζει τον ορό./ Κι ήτανε Αύγουστος του 1988.[13]
Μεταφυσικό υπαρξισμό και τεχνική θρίλερ σε μια ειρωνική γραμμή μετέρχεται η Σιγαλού στο «Φόβος», καθώς ο μέγας φόβος στο ομώνυμο ποίημα για τον δορυφόρο του Άρη απορρέει από τα έγκατα της ύπαρξης και τον γεννά η σαρκοφάγος επανάληψη. Στο ίδιο ποίημα -σονέτο αγγλικού τύπου (3 τετράστιχα + 1 δίστιχο), υποστοιχειώνει καυστικά τον Φόβο ως δορυφόρο της χαράς, κάνοντας χρήση σκληρού λεκτικού και εικονογραφίας μεσαιωνικού τρόμου: […] με πόδια έξω κι εκατό/ και μνήμη εξωσκελετό […]. Η ίδια θα ακολουθήσει με ένα κλασικό ιταλικό σονέτο (2 τετράστιχα + 2 τρίστιχα) για την Τρόπιδα, μέρος του αστερισμού της Αργούς, στο οποίο ανασαίνουμε καββαδιακό αέρα και αισθανόμαστε έντονο το ανάγλυφο και κρουστό «κάρφωμα» των λέξεων που συνηθίζει η Σιγαλού, ενώ στο ομότιτλο ποίημά της «Τρόπις» η Δαλαμήτρου αιφνιδιάζει ειδολογικά, καθώς μέσω μιας άκρας υφολογικής απλότητας παίζει με το παράδοξο, τινάσσοντας την αναγνωστική προσδοκία. Ένας νέος λόγος ιεροφάντη, Σίβυλλας, μια εντελώς σύγχρονη ένδυση του σκότους.
Είναι ήδη σαφές πως και οι δύο ποιήτριες μπόρεσαν και πέρασαν ιστορία και ατομικότητα στην αρρώστια των άστρων, τα συνεχή μαρτύρια των μεταμορφώσεών τους, τον ειρωνικό τους θάνατο.
Ειδολογικές περιπλανήσεις, τάνυσμα των ποιητικών ιδιωμάτων, εκλεκτικές συγγένειες και πάλι
Κοινής θεατρικής καταγωγής και για τις δύο ποιήτριες το Corona Borealis, τμήμα αστερισμού και κατοικία της Κρητικοπούλας Αριάδνης, υπό τον τίτλο του οποίου παρήχθη ένας πεζός μονόλογος για τη Σιγαλού και ένα ποίημα σε ελεύθερο στίχο για τη Δαλαμήτρου και τα δύο με απεύθυνση σε έρωτα απόντα και τα δύο στοιχειωμένα από τους αλλόκοτους κωδικούς της μινωικής μυθολογίας: Πασιφάη, Αριάδνη, Θησέας, Λαβύρινθος.
Το ομώνυμο της συλλογής ποίημα για τη Σιγαλού συντίθεται ως prose poem. Ομοιάζει με ομιλία του ασυνείδητου, περιγραφικά ρεαλιστικό κι ωστόσο στα όρια του ιερού, ενώ η χρήση της γλώσσας κινείται με μια μυστηριακής ακρίβειας λειτουργικότητα: […] Το ψάρι έμοιαζε πετρωμένο. Ωστόσο, όσο το σκέφτομαι, έμοιαζε μάλλον πεπρωμένο. Άλλωστε η κίνηση είναι πάντα σχετική. Χωρίς σημείο αναφοράς πώς να αγγίξεις βεβαιότητες; Όλα γυρίζουν και τρεκλίζουν και είναι και δεν είναι κι εύκολα χάνεσαι στου δισταγμού τη δίνη. […][14] Η Δαλαμήτρου, μέσα από μετωνυμικούς γκρεμούς στο πλαίσιο μιας μεγάλης μεταφοράς, μετέρχεται και πάλι λόγο απευθυντικό, έντονης προφορικότητας, σχεδιάζοντας θεατρικά το ποίημά της. Ποίημα βαθιάς δραματικότητα και στο σχεδιασμό και στη χρήση του απροσδόκητου και στη μεταχείριση του αλλότριου προς ανάδειξη του οικείου: […] Μικρή, όταν ήμουν μονοκύτταρη,/ έβγαινα ραντεβού με λάθος θάλασσες./ Φώναζε η μάνα μου να μαζευτώ, αλλά εγώ/ έψαχνα, έλεγα, την ολοκλήρωση,/ στο πιο μεγάλο στόμα που θα μ’ έτρωγε.// Έκτοτε/ είτε κατάποση,/ είτε πνιγμός, εγώ τελειώνω.[15]
Στο «Θηρίον», τον αστερισμό του Λύκου, η βαθιά εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στις ποιήτριες αποβαίνει συμμετρική, καθώς ένα «ουρλιαχτό» διαπερνά εξόδια τα ποιήματά τους: […] πληγή μ’ αθάνατο νερό/ η αγάπη μου// κι η δίψα ουρλιαχτό,[16] τελειώνει το ποίημά της η Σιγαλού ενώ η Δαλαμήτρου, αντίστοιχα, τελειώνει το ποίημά της ως εξής: […] Και δεν του λείπει τίποτα ανάμεσα στα πόδια./ Αντίθετα, του περισσεύει ένα ουρλιαχτό.[17] Αρσενικό το «θηρίον» της Σιγαλού και θηλυκό της Δαλαμήτρου, προσωποποιημένα αμφότερα εντέχνως, πιο μυθικολυρική η Σιγαλού, που φέρει αφομοιωμένα καταγωγικά ποιητικά αποτυπώματα, πιο πεζολογική, «ηρέμα αγρία», θα λέγαμε, η Δαλαμήτρου.
Στη «Στύγα», η Σιγαλού, με ποιητική ευφυΐα, κρεμά το λυρικό της σύμπαν στην απουσία, σε ένα πρωταρχικό «δεν είναι», που καταρρίπτει διαρκώς τη μαγεία, ενώ στο τέλος με μια τρίλεξη, τρίστιχη και ευφυώς τονισμένη στροφική ενότητα καταδεικνύει το τέρας εντός μας: […] Στυγνός/ νυχτώνει/ ο εαυτός.[18] Από την άλλη, η πεζόμορφη «Στύγα» της Δαλαμήτρου ποιητικοποιεί τα ίδια τα σχήματα λόγου που φέρει, αποδίδοντάς τα στον λόγο της ηρωίδας της. Το εν λόγω ποίημα, δύναται να διαβαστεί και ως παράλληλο κείμενο, προκειμένου για τον ρόλο του άλλου στο σχηματισμό ταυτότητας και ως έξοχο δείγμα της ποιητικής αμφισημίας: […] Χρωστάω την καλή μου ανάπτυξη σ’ αυτά τα μπλουζ, τα καλοκαίρια τα περνάγαμε στη Στύγα και εκεί οι άνθρωποι παρομοίαζαν το ταξίδι με θάνατο. Σχήματα λόγου πολλά δεν μπορώ να κουβαλήσω σ’ αυτήν την ηλικία, παίρνω από τους νεότερους βοήθεια για να περάσω απέναντι αγάλι μόνο με τη συνεκδοχή, οι άνθρωποι, ως είδος, ρέπουν προς /ό,τι τους θυμίζει ακρογιάλι.[19]
Ακολουθούν η Πασιφάη, η Μερόπη, η Πορίμμα, το Κήτος, η Κάμινος και η συλλογή περατώνεται με τη Βόρεια Αμερική, όλα συντεθειμένα με την ιδιοτυπία και τη συγγένεια των δύο ποιητικών φωνών, μέσω χαρακτηριστικών που ήδη έχουν αποτυπωθεί σε πρότερα ποιήματα.
Δυο λόγια για το τέλος
Ένα κοινό δραματικό πνευματικό υπέδαφος κινητοποίησε μορφότυπους και μύθους, δίδοντας τη διάσταση του αιώνιου μαρτυρίου σε όντα εξωλογικά. Η τραγική μανιέρα στην περίπτωση της Σιγαλού αναμετράται, σ’ αυτήν τουλάχιστον τη συλλογή, με το λογοτεχνικό χρονικό της ελληνικής ποιητικής ακολουθίας, έχοντας, βέβαια, προσωπική θητεία και στάση στην σύγχρονη απόδοση της λυρικής μούσας, τις πεζολογικές της αναπτύξεις, τη μελαγχολία του τόνου, τις υπερρεαλιστικές της πτήσεις, στην αλλόγλωσσα του έρωτα και του θανάτου. Με καταβολές επίσης αιώνων, διυλισμένων ήδη στην προσωπική της μανιέρα, έρχεται στο Φομαλώ η Δαλαμήτρου. Προσαρτεί το αλλόκοτο, είναι ευγενής με το τερατώδες. Πιο κοντά στον κουβεντιαστό τόνο, κατεργάζεται συστηματικά την εξοικείωση με το τερατώδες, ενώ συνάμα η απλότητα της γλωσσικής κατεργασίας φέρει εξαντλητική μα αφανή προσπάθεια. Ένας σύγχρονος υπαρξισμός, μαζί με τον «περί γυναίκας» λόγο –όχι τη γυναικεία γραφή, καθώς δεν πιστεύω στον όρο. Η γλώσσα και στις δύο ποιήτριες διαθέτει τριγμούς, σεισμικές αλλόκοτες στιγμές, γινόμενη από μόνη της ελκτικό όργανο για την προσέγγιση και την απόλαυση της συλλογής. Η έμμονη στάση της Δαλαμήτρου να «διηγείται» ιστορίες φρίκης με τον πλέον ειρωνικά ανώδυνο τρόπο, συμβάλλει σε μια διάθεση κατάδυσης στα καθημερινά μας σκοτάδια, ενώ συγχρόνως αποσυμπιέζει το σύνδρομο του τέρατος, ηρωοποιώντας το. Από την άλλη, καταυγάζει το ασυνείδητο τερατώδες, ουδόλως το κριματισμένο εγώ, μα τα πνιγμένα, τα μη αναπτυγμένα, τα προσφιλή της λήθης υπόγειά μας. Όνειρα, συμπλέγματα και ήττες αποκτούν λογοτεχνικό ρόλο και μιλούν από τα αβυσσαλέα βάθη της θάλασσας και τα αχανή ύψη του σύμπαντος. Πιο αιχμηρή η Σιγαλού, μας χαρίζει εικονομαχίες αξέχαστες πάνω στον καμβά του έναστρου ουρανού και της εικαστικής της όρασης. Τα υποθέματα των ποιητριών μας, ανεξάντλητα, τα ανανεώνουν δε συνεχώς. Και στα καθ’ ημάς, νέες μάχες, νέες ήττες, νέες φόρμες για την απώλεια και τη φρίκη.
[1] Πρώτη παρουσίαση της κριτικής μου προσέγγισης για την ποιητική συλλογή «Φομαλώ» των Ελένης Σιγαλού και Μαρίας Δαλαμήτρου, στο θέατρο Λιθογραφείον, Πάτρα 8.3.25.
[2] Γιώργος Γραμματικάκης, Η Κόμη της Βερενίκης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 13η1997, σ. 121.
[3] P. Brunel, Claude Pichois, A.-M. Rousseau, Τι είναι η συγκριτική γραμματολογία; Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις Δημήτρης Αγγελάτος, Αθήνα, Πατάκης 32003, σ. 199.
[4]Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Καιρός» από την ποιητική συλλογή Φομαλώ, των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ. 12.
[5]Απόσπασμα από το ποίημα της Μαρίας Δαλαμήτρου «Καιρός», από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.13.
[6] Το ποίημα «Κύκνος» της Μαρίας Δαλαμήτρου από την ποιητική συλλογή Φομαλώ, των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ. 15.
[7] Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Μάτι της γάτας» από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.16.
[8] Απόσπασμα από το ποίημα της Μαρίας Δαλαμήτρου «Μάτι της γάτας» από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.17.
[9]Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Δράκων» από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.18.
[10]Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Δράκων» από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.18.
[11]Μαρίας Δαλαμήτρου «Δράκων», από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.18.
[12] Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Θάλασσα των βράχων» από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.20.
[13] Μαρίας Δαλαμήτρου «Μέγας Κύων», από την ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Φομαλώ, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.23.
[14] Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Φομαλώ» από την ομώνυμη ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.32.
[15] Απόσπασμα από το ποίημα της Μαρίας Δαλαμήτρου «Φομαλώ» από την ομώνυμη ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.33.
[16] Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Θηρίον» από την ομώνυμη ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.34.
[17] Απόσπασμα από το ποίημα της Μαρίας Δαλαμήτρου «Θηρίον» από την ομώνυμη ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.35.
[18] [19] Απόσπασμα από το ποίημα της Ελένης Σιγαλού «Στύγα» από την ομώνυμη ποιητική συλλογή των Μαρίας Δαλαμήτρου – Ελένης Σιγαλού, Αθήνα, Μανδραγόρας 2024, σ.36.