Αγαπώ τους ανθρώπους και τα πάθη τους,/έτσι τους θέλω γυμνούς στον Παράδεισο
Πρόκειται για την έκτη ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Αλεξόπουλου και ο τίτλος αυτής,Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη αφορά τον άνθρωπο, εκείνον που άνω θρώσκει. Οι πτήσεις της ποιητικής του Αλεξόπουλου, αν και εκκινούν από τα επίγεια, αντιγράφουν υπερρεαλιστικά, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, το εσωτερικό ταξίδι ενός πένθους που γειτνιάζει με το πάθος, τον έρωτα, υψώνοντας το βλέμμα του στο μεταφυσικό και σε όσα λάμπουν δια της απουσίας τους. Πρόκειται για μια ποίηση που έχει ρίζες και ουρανό, όπου ο ρεαλισμός συνδιαλέγεται έντεχνα με την υπέρβασή του. Οι τίτλοι των ποιημάτων του αποτελούν μικρές, συχνά ρεαλιστικές αφηγήσεις αρνούμενες να αποσχιστούν από τη θεματική του ποιητικού σώματος που έπεται. Τροφοδοτούν ανατροφοδοτούμενοι χτίζοντας ένα συμπαγές όλον.
Ο Αλεξόπουλος διαχωρίζει τους Ψιθυρισμούς σε δύο ενότητες: εκείνους του Θεού και τους άλλους τους ανθρώπινους. Περιγράφει τον κόσμο των παθών με δυναμικά λειτουργικές μεταφορές και ρήματα κίνησης, χειρίζεται τα σύμβολά του με συνέπεια στην τεχνική, ενώ δομεί τη ποίησή του αρχιτεκτονικά, δημιουργώντας μια φόρμα η οποία τον χαρακτηρίζει. Ο λόγος του πυκνός, μεστός, αφηγείται, αφουγκράζεται τους Ψιθυρισμούς εντός και άνωθεν του αστικού τοπίου, εντός και άνωθεν της ίδιας της ύπαρξης, αναμετριέται με τις σκιές, περιγράφει τις απώλειες, «Λευκό είναι το χρώμα του θανάτου», («Ο ναρκισσισμός είναι που σκοτώνει την avant-garde»).
Το ποιητικό σύμπαν του ποιητή οριοθετείται, σηματοδοτεί και περικλείει τις προθέσεις του μεταξύ Προοιμίου, «Τα ποιήματα που γράφουν οι ζωντανοί/τους τα υπαγορεύουν οι πεθαμένοι» και Εισαγωγής «Έξω από το παράθυρο/βλέπω αστραφτερά μάτια/Ο διάβολος κοιτάζει/κλείνω το παράθυρο/σφραγίζω την πόρτα/Τον κλειδώνω μέσα/Στήνω το σκάκι». Θεός και άνθρωπος αναμετριούνται στο αλώνι του πόνου, του φόβου, της παρουσίας, της βασανιστικής απουσίας που χαρακτηρίζει την απώλεια. Ο χρόνος κατακερματίζεται, υποκινείται από μια γεωμετρία η οποία τείνει να υπερβεί τα επίγεια («Ψάχνοντας τον χαμένο χρόνο»). Η ποιητική του Αλεξόπουλου υπερβαίνει την υπερρεαλιστική χώρα, εκτείνεται σ’ έναν ρεαλισμό ο οποίος διαπερνά τον υμένα της λογικής και των λόγων και εκτείνεται πέραν του πραγματικού. Όσα είναι ορατά με τις αισθήσεις συναντώνται με εικόνες που υποκρύπτονται, δρουν υποσυνείδητα και το πέρασμα μεταξύ του υλικού και του άυλου χώρου συντελείται με θαυμαστή δεξιότητα.
Η ποιητική του Αλεξόπουλου αποβάλλει τα κοσμητικά επίθετα, («Πώς πνίγηκαν τα κοσμητικά επίθετα»), συνθέτει, ωστόσο, εικόνες που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τη τεχνική του Edward Hopper, του Γκόγια και αντιγράφουν τα σκοτάδια του Ρόθκο, «Στα παράθυρα, κεφάλια σκύλων/που αγωνίζονται ν’ αναπνεύσουν καθώς τα πνίγει/Η μοναξιά: (η ερωμένη του καλλιτέχνη)/Τα φώτα σβήνουν και μένεις να κοιτάς/τα σκοτάδια του Ρόθκο», («Η εικόνα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας»). Συχνά το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται, περιγράφει, περιλαμβάνεται βιωματικά, καθώς ο ποιητής γίνεται δρόμος, σκοπός. Η εσωτερική αγωνία να περιγραφούν το πένθος, η φλόγα του έρωτα που συνορεύει με το θάνατο, η θνησιγένεια του ερωτικού πάθους κατακαίει την ύπαρξή του. Είναι η αγωνία να συνδεθεί η εξωλεκτική εικόνα με έναν κόσμο που φλέγεται πέραν των αισθήσεων. Το θείο, εξώκοσμα, περιέχεται στην ύλη, καθώς εικόνες εναλλάσσονται διαρκώς, για να δηλώσουν το τετελεσμένο.
Το σκοτάδι στην ποίηση του Αλεξόπουλου δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες, («Είναι η “μαύρη χήρα” ποιήτρια;»). Μα και η ποίηση θεωρείται άρρηκτα συνδεδεμένη με το πένθος που γεννούν τα ανθρώπινα πάθη. Συνομιλεί αδιάκοπα με το ανεξερεύνητο, εξανθρωπίζει ουράνια σώματα, καθώς ίπταται και αναζητά απαντήσεις, μα δεν αυταπατάται. Πρόκειται για μια ποιητική έκφραση, υποδόριακινούμενη, η οποία «χαϊδεύει», πυκνά μα ευχάριστα και ενίοτε αυστηρά το υποσυνείδητο του αναγνώστη. «Μακάριοι οι κατέχοντες/έλεγαν οι Ρωμαίοι/Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι/είπε ο Χριστός/Αμφότεροι δικαιώθηκαν/σε αυτούς ανήκει ο από τη Γη/ορατός ουρανός/Με το metro μετακινούνται οι μελλοθάνατοι/Με τις Ferrari οι νεκροί», («Όλοι περιμένουν μια εντολή που όμως κανείς δεν δίνει»).
Ο ψίθυροι των ανθρώπων θρηνούν την απώλεια με το κεφάλι ψηλά, «Στο τραπέζι ένα μεσήλικο ζευγάρι/καπνίζει τη ζωή του/ο άντρας βήχει/η γυναίκα διαβάζει τ’ άστρα/που κρέμονται πάνω από το κεφάλι της/…Τα όνειρα δεν βγάζουν κιχ όταν σκοτώνονται», (Βράδυ Ιουλίου του 1956. Φυσάει. Μεσήλικο ζευγάρι πίνει το τσιγάρο του σε κάποια αυλή των Κυκλάδων»), ενώ γη και ουρανός συνθέτουν και πάλι ένα «ατμοσφαιρικό» σύμπαν, όπου ενίοτε η Γεωγραφία του έσω κόσμου εγκιβωτίζεται σε τέσσερις τοίχους και το Πάσχα των θνητών σωμάτων ταυτίζεται με έναν προσωπικό θρήνο, με την αναπαράσταση της προσωπικής Σταύρωσης («Πάσχα στην πόλη»). το Οι Ψίθυροι προσωποποιούνται τη νύχτα, στο μπαλκόνι, στο βάθος του κήπου.-άλλωστε, «Ο παράδεισος είναι ένας κήπος/και σ’ αυτόν κυκλοφορούν όλοι». Είναι η γεωγραφική κατανομή του ασυνειδήτου που εισβάλει στην ποίηση του Αλεξόπουλου ψυχαναλυτικά, μεταφυσικά, γήινα και αλλάζει μορφές. Πότε διάβολος, άλλοτε Αρχάγγελος με στολή αστροναύτη γδέρνει τον φλοιό της ύπαρξης και αναζητά δικαίωση, επιβάλλει τη λύτρωση, («Ένας αστροναύτης ξαφνικά προσγειώθηκε στην αυλή μου»), Μου άφησε ένα κουτί/Δεν ζήτησε χρήματα/-«πληρωμένο, λέει, από/Τον αποστολέα»-/Μέσα/Βρήκα/Το κομμένο μου/Αυτί
Ο χρόνος για τον ποιητή είναι το αντίτιμο των λέξεων. Άλλωστε, «Πώς να περιορίσεις/την απελπισία με λέξεις;» (Αγοραπωλησίες τοις μετρητοίς»). Ωστόσο, θέλει να ελπίζει πως το σκοτάδι γεννά αγωνιστές, γραφιάδες που ξεπηδούν απ’ τις σκιές, τον Σαχτούρη που περιπαίζει την ανθρώπινη ματαιοδοξία, «Στο υπόγειο καθισμένος στο δάπεδο οκλαδόν/τραντάζεται απ’ τα γέλια κάθε φορά/που κερδίζει τον θάνατο» γιατί οι λέξεις διεκδικούν την αιωνιότητα, γιατί οι ποιητές αγρυπνούν («Βασικά εργαλεία»). Ο ποιητής αγαπά τις ρίζες, ό,τι τον συνδέει με τα γήινα, τα πάθη, τις λέξεις, τα αληθινά επιτεύγματα τους, την τέχνη και τους άξιους εκπροσώπους της, αγαπά και ερωτεύεται «την εμμονή εκείνων/Που προσκυνούν και λατρεύουν/Τα άκρα» («Τα πέλματα»). Είναι ο ίδιος που περπατά ξυπόλυτος στο μπαλκόνι ατενίζοντας τον ορίζοντα, αντλώντας δύναμη από το παρελθόν κι από όσα είναι ο άνθρωπος. Είναι ο ίδιος που κέρδισε την αθανασία, τη θέση του Ιούδα ποιητή, που ως άλλος Σίσυφος ορίστηκε να καταγράφει την υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων, τη δική του. Μα είναι το ποίημα η λύτρωση; «Συνεχίζει να κλωτσάει/την μπάλα από σίδερο/που του ‘χουν δέσει /στο πόδι/Πιστεύει μάλιστα πως/Θα σημειώσει και τέρμα» (« 5η ημέρα χωρίς βοήθεια»).
Ο Επίλογος και το Επίμετρο υπογράφουν την αρχιτεκτονική δομή της συλλογής του Αλεξόπουλου επισφραγίζοντας το χαμηλόφωνο ψιθυρισμό των στίχων του με την ίδια δύναμη στις λέξεις. Η αφήγηση πάντα αρωγός στην ποιητική του, προσεδαφίζεται συμπαρασύροντας στους στίχους του και τον αναγνώστη. Όσο για τον ποιητή, τελειώνει το ταξίδι του αποδεχόμενος την αναγκαιότητα μα και την ματαιότητα της γήινης ομορφιάς, [«Το τοπίο πάντα επιθυμεί να είναι όμορφο/(Είναι στη φύση του)»]. Η ομορφιά που σκοτώνει, γεννά πάθη, διεκδικήσεις, πόνο και θάνατο, «Πολύχρωμες πεταλούδες/διακοσμούν λευκές βεντάλιες/που κουνούν χέρια,/χωρίς δάχτυλα/αφού κάθε μέρα/απασφαλίζουν χειροβομβίδες». Οι τελευταίοι στίχοι της συλλογής εκφράζουν την ανάγκη της λύτρωσης από την απατηλή ομορφιά του γήινου τοπίου και απ’ ότι τη συνδέει με τ’ αθέατα, τα υπερβατικά που υπόσχονται επίγειους παραδείσους. Επιλέγει τη διαφυγή, την επιστροφή στην ανυπαρξία. Εκεί όπου η ιστορία διαγράφεται εκεί όπου αγέννητος πια θα επιστρέψει στην υγρή ασφάλεια του σύμπαντος. «Θέλω να κρυφτώ/ σε μια μήτρα αρχέγονη/ υγρή/ ζεστή/ σκοτεινή/ φιλόξενη».
* Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη, Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Εκδόσεις Οδός Πανός