Γράφει η Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα
Ηardboiled (B΄ μέρος: Ευρωπαϊκό hardboiled)
Βασικός εκπρόσωπος του ιταλικού hardboiled θεωρήθηκε ο Giorgio Scerbanenco, ιταλοουκρανικής καταγωγής, ο οποίος συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό για τον προκλητικό τρόπο με τον οποίο παρουσίαζε την έντονη βία ενάντια στο γυναικείο φύλο, ενώ τα μυθιστορήματά του έμοιαζαν με θρίλερ. Θεωρείται ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς του αστυνομικού μυθιστορήματος στη μεταπολεμική περίοδο (περί το ’30), την εποχή που γεννήθηκε και γνώρισε επιτυχία στην Αμερική το hardboiled. Ο συγγραφέας τιμήθηκε ιδιαίτερα για τη συγγραφική δράση του και του απονεμήθηκε το βραβείο Scerbanenco. Τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν με επιτυχία και στη μεγάλη οθόνη, αλλά προβλημάτισαν ιδιαίτερα για τον ωμό τρόπο με τον οποίο ερμήνευσε και παρουσίασε το έγκλημα. Η ρομαντική προσέγγιση στο είδος του hardboiled, του σκληρού αμερικάνικου αστυνομικού μυθιστορήματος, απουσίαζε εξ ολοκλήρου, παρότι ανήκει στο είδος του noir.
Ωστόσο, το hardboiled ως λογοτεχνικό είδος που θύμιζε crime fiction, παρά την τεράστια απήχησή του στο αναγνωστικό κοινό εξαιτίας του ρεαλιστικού τρόπου με τον οποίο οι μυθιστοριογράφοι αναπαριστούσαν την εικόνα της διεφθαρμένης αμερικάνικης κοινωνίας και την έντονη βία απέναντι στο γυναικείο φύλο, γνώρισε και την έντονη αποδοκιμασία κυρίως από τους εκπροσώπους του μεσογειακού είδους που ήταν υπέρμαχοι των αξιών και του ρομαντισμού.
Ο πρώτος που εναντιώθηκε στη λογική αυτή, της μετατροπής δηλαδή του detective από θύμα βίας σε ηθικό αυτουργό που κυριευόταν από τα πάθη του και δολοφονούσε τους εγκληματίες εν ψυχρώ αλλά και τις γυναίκες, ήταν ο Leonardo Sciascia, καθώς δεν συνέδεε ποτέ τη γυναίκα με την εγκληματική οργάνωση.
Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκε και ο διάδοχός του, εκπρόσωπος του μεσογειακού μυθιστορήματος στην ιταλική σκηνή Andrea Camilleri, που αποστρεφόταν τον εξαιρετικά βίαιο τρόπο με τον οποίο περιγραφόταν το έγκλημα με θύμα τη γυναίκα. Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο από τo έργο του Gli arrancini di Montalban (Τα πορτοκάλια του Montalbano), όπου υποθετικά παρουσιάζεται ο Montalbano να συνομιλεί στο τηλέφωνο με τον δημιουργό του και σεναριογράφο και να δηλώνει σθεναρά την άρνησή του να συμμετάσχει σε μια υπόθεση τόσο βάρβαρη, που προκαλεί αποτροπιασμό και αηδία στον αναγνώστη. Παρά το γεγονός ότι μια τέτοιου είδους περιγραφή αίματος και ωμής βίας θα προκαλούσε τεράστια έκπληξη και θα κατέτασσε το έργο του συγγραφέα σε μια άλλη κατηγορία, αυτή του σκληρού αστυνομικού, ενός είδους hardboiled, ο συγγραφέας προτίμησε να κατηγορείται για την ευαισθησία που τον διακρίνει και τον ρομαντισμό του παρά να αντιταχθεί στις ιδεολογίες του και τα ιδανικά του.
Ο Camilleri σε αυτό το επεισόδιο, εκπροσωπώντας τους πατριάρχες του μεσογειακού νουάρ, αρνείται να προσαρμόσει το είδος του στη λογική της βίας και εκφράζει τον θαυμασμό του για το είδος που εκπροσωπεί. Ειρωνεύεται, διακωμωδεί και σαρκάζεται τις σκηνές βίας που παρουσιάζονται σε άλλα μυθιστορήματα και ταυτόχρονα δείχνει την αποστροφή και τη συνειδητή επιλογή του να απέχει από τέτοιου είδους εκδηλώσεις βίας, που προκαλούν δέος και αποτροπιασμό με την ωμότητα και τη σκληρότητά τους, που δεν έχουν καμία θέση στη θεωρία του μεσογειακού αστυνομικού είδους. Κι αυτό είναι και το παράδοξο, γιατί σε αυτό το είδος το συναίσθημα έχει πάντοτε πρωταγωνιστικό ρόλο και πιθανόν αυτό να είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους του. Επομένως, μια αποτρόπαια περιγραφή, στην οποία αποδίδεται ρεαλιστικά η μανία του δολοφόνου, ξεπερνά τα όρια της λογικής τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη, που δεν μπορούν να φανταστούν ότι υπάρχει ψυχικά υγιής άνθρωπος που να φερθεί τόσο απάνθρωπα.