Γράφει η Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα
Το κακό μέσα από το έργο του Davide Enia (Μέρος Γ’)
Ανατομία μιας κοινωνίας σε τέλμα.
Εντύπωση προκαλούν στο έργο του Davide Enia δύο επεισόδια με θύμα το γυναικείο φύλο. Παρότι πρόκειται εκ πρώτης όψεως για δύο περιστατικά ασυνάρτητα, καθώς ανήκουν σε δύο διαφορετικές εποχές αλλά και χώρους, το πρώτο είναι η σκηνή όπου περιγράφεται η βάναυση επίθεση στο πρόσωπο μιας νεαρής ιερόδουλης, που λαμβάνει χώρα στην υποτιθέμενη και θεωρητικώς μη προσεγγίσιμη Αφρική του ’40, ενώ το δεύτερο διαδραματίζεται σε ένα άλλο χωροχρονικό πλαίσιο και σε μια πιο σύγχρονη εποχή, όπου θα περίμενε κανείς να υπάρχει και μια διάσταση αντιλήψεων· είναι η εποχή του ’90, κατά την οποία, σύμφωνα με το κείμενο, η νεαρή πρωταγωνίστρια Nina γίνεται στόχος μιας συμμορίας ανηλίκων, ενώ μια ακόμη αντίληψη, που είναι διάχυτη σε όλο το έργο, είναι η βαναυσότητα την οποία αναγκάζονται να υποφέρουν οι ιερόδουλες στους οίκους ανοχής του Palermo. Άρα, τα περιστατικά επαναλαμβάνονται και ανάλογα με την εποχή και τις αντιλήψεις αποκτούν μια πιο επικίνδυνη μορφή.
Ανεξάρτητα από το περίγραμμα στο οποίο σκιαγραφείται το κύριο μέρος της μυθιστορίας, τα περιγραφόμενα αιματηρά περιστατικά εισάγουν τον αναγνώστη αριστοτεχνικά στο βασικό θέμα του μυθιστορήματος, την άκρατη λογική της βίας η οποία, όπως φαίνεται, είχε ως σημείο αναφοράς τις έντονες εκδηλώσεις βιαιοπραγιών τόσο στη μικρογραφία της σικελικής κοινωνίας, την οικογένεια, όσο και στην ευρύτερη κοινωνία της Σικελίας, σε κάθε κοινωνικό κύκλο.
Επομένως, η έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στα περιστατικά βίας με θύμα το γυναικείο φύλο αποσκοπεί στο να γίνει η αντιπαραβολή της καθαυτό βίας με τη βίαιη εισβολή της μαφίας στη σικελική πραγματικότητα, η οποία εισχωρούσε υποδόρια στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, εκμεταλλευόμενη σε έναν μεγάλο βαθμό την ημιμάθεια και την υποκουλτούρα που επικρατούσε στις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες και κατά κύριο λόγο, με αυτή τη μέθοδο, παρέσυρε στον κόσμο της διαφθοράς τους ανηλίκους. Ο έμμεσος παραλληλισμός της εγκληματικής πράξης με θύμα τη νεαρή ιερόδουλη, δεδομένων των συνθηκών που φέρουν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ειδεχθή αυτή ενέργεια σε βάρος του θύματος, υποκινείται από τη γιγαντιαία και κατ’ εξακολούθηση αίσθηση της ενοχής που στοιχειώνει τη συνείδηση των πρωταγωνιστών, οφειλόμενη κατά μείζονα λόγο στην τρομακτική νευρωτική νοοτροπία, που οι συνθήκες επιβάλλουν στους κεντρικούς ήρωες να υιοθετήσουν ως τακτική επιβίωσης.
Η εγκληματική ενέργεια σε βάρος της νεαρής ιερόδουλης είναι εφικτό να ερμηνευθεί με την έννοια του ότι οι πρωταγωνιστές του έργου ήταν αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε κάποιες επιλογές· άρα ή θα έπρεπε να αναπτύξουν και να εξελίξουν με ποικίλους τρόπους αυτή τη μη ομαλή συμπεριφορά, έτσι ώστε να θεραπεύσουν τις οντότητές τους από κάθε απειλή διάβρωσης που τους άφησαν τα ανεξίτηλα ψυχογενή τραύματά τους, ή θα ήταν αναγκασμένοι να υποκύψουν στις φρικαλεότητες, όπως και πράγματι συμβαίνει στο στρατόπεδο της αιχμαλωσίας αλλά και της ασυδοσίας. Καθώς φαίνεται, η τελευταία είναι μια λέξη που προσδιορίζει όχι μόνο την κατάσταση αλλά και τα αίτια, γιατί η χρήση αυτού του όρου υποδηλώνει τις αντίξοες συνθήκες, κατά τις οποίες τα πιο άγρια ένστικτα απελευθερώνονται, εφόσον ο κάθε χαρακτήρας έρχεται σε σύγκρουση με την εσωτερική του επιθυμία και ως εκ τούτου καλείται να ορίσει τη δική του γραμμή πλεύσης που είτε τον καταβαραθρώνει ως προσωπικότητα είτε τον οδηγεί στη λύτρωση με την έννοια της καθάρσεως.
Το Palermo τόσο στο έργο του Davide Enia Così in terra όσο και στο έργο της Σώτης Τριανταφύλλου Σικελικό ειδύλλιο, αποτελεί το επίκεντρο της σφοδρότητας, τον τόπο όπου ωριμάζει η ωμή έκφραση του άναρχου συναισθήματος, η οποία κυριαρχούσε στις ομάδες των στρατιωτών που χρησιμοποιούσαν τις γυναίκες και ειδικότερα τις ιερόδουλες σαν ένα μέσο εκτόνωσης και επιβεβαίωσης του ανδρισμού τους. Ωστόσο, πέραν του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και της έλλειψης παιδείας, ο εγκλεισμός στο σιδερένιο κουτί, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, θόλωνε την κρίση των στρατιωτών, με αποτέλεσμα να χάνουν την αίσθηση του ελέγχου και του μέτρου και να απελευθερώνουν την οργή τους στις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες, όπως στις ιερόδουλες που ήταν ανυπεράσπιστες.
Σε αντίθεση με το έργο της Ferrante, όπου κυριαρχεί το γυναικείο στοιχείο όχι μόνο στην αφήγηση αλλά και στη γενικότερη πλοκή της υπόθεσης, καθώς το έργο έχει ως θεματικό άξονα τη γυναίκα, τον κοινωνικό της ρόλο, τη σύγκρουσή της με την πατριαρχική κοινωνία και τη σχέση της με το Οργανωμένο Έγκλημα, στο μυθιστόρημα του Enia διακρίνεται μια αντίφαση, αφού ένας άνδρας προσεγγίζει το ευαίσθητο θέμα της βίας με θύμα το γυναικείο φύλο. Όμως, παρά την αναμενόμενη προσωποποίηση του ανδρικού στοιχείου και συναισθήματος είτε από τον πρωταγωνιστή συγγραφέα είτε από τον πρωταγωνιστή παππού, εκπρόσωπο μιας άλλης γενιάς, είτε από τον σκληρό Francesco d’ Arpa, εκείνο που ξεχωρίζει είναι η γυναικεία φωνή, καθώς ο ρόλος των ανδρών και η πολυφωνία της ανδρικής υπόστασης υπερκαλύπτονται από τη γυναικεία παρουσία και κατά συνέπεια από τη μητριαρχική κοινωνία λόγω του ρόλου της στην κοινωνία.
Άρα, ο συγγραφέας δίνει τον απαραίτητο χώρο στη γυναικεία υπόσταση, επειδή επιδιώκει να αναλύσει το ζήτημα της βίας μέσα από διαφορετικές οπτικές αλληλοσυμπληρούμενες και την ίδια στιγμή αντίθετες, με την έννοια ότι η γυναικεία οπτική συγκρούεται με αυτή της ανδροκρατούμενης. Η συνδετική σχέση μεταξύ της πατρικής και της γυναικείας φιγούρας αποτελεί τη γέφυρα που ενώνει την ανδρική με τη γυναικεία οπτική. Επομένως, εάν μια από τις δύο φιγούρες εξέλειπε, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο· αν δηλαδή η γιαγιά απουσίαζε από το μυθιστόρημα, δεν θα ήταν επιτυχής η σύνδεση της πλοκής αλλά ελλειμματική.