Ευάγγελος Φιλόπουλος
ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Απόσπασμα
Γρήγορο τράβηγμα του πιστολιού, μπαμ, μία και κάτω. Επαγγελματική εκτέλεση. Ο άνθρωπος ήξερε από όπλα και ήταν ανάλγητος. Επαγγελματίας, μαφιόζος, άνθρωπος από τον σκοτεινό κόσμο της νύχτας (κέντρα διασκέδασης, λέσχες, ναρκωτικά); Θα πρέπει να ήταν άνθρωπος χρόνια μπασμένος στην παρανομία, υψηλά στην ιεραρχία, γιατί πέραν της γρήγορης εκτέλεσης και της πρόνοιας να την πετάξει στη θάλασσα, το αμάξι που οδηγούσε φαινόταν πολύ ακριβό. Ποιος «μικρός» μπράβος ή δευτερο-τριτοκλασάτος παράνομος διαθέτει τέτοιο αμάξι; Πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να το είχε κάποιος νομοταγής εργαζόμενος.
Και η γκόμενα; Μάκη, ντροπή, μην το ξαναπείς αυτό, ιδίως όχι μπροστά σε κρατικούς υπαλλήλους. Πρέπει από τώρα να συνηθίσεις να το αποφεύγεις. Σεβασμός, μιλάμε για γυναίκα που είναι νεκρή, θύμισα στον εαυτό μου. Παρ’ όλο το σκοτάδι, ήταν μια γυναίκα που φαινόταν καλοντυμένη, με στιλάτη κορμοστασιά και αέρα αυτοπεποίθησης, άρα ίσως να ήταν από εκείνες τις ωραίες που έλκονται από και συνοδεύουν τους μεγαλοκακοποιούς.
Ο δολοφόνος ήταν αυτός που έπρεπε να με φοβίζει περισσότερο. Άφησα κάποια απόσταση από τις προηγούμενες σειρές σκίτσων και μέσα σ’ έναν παχύ κύκλο έγραψα ένα κεφαλαίο «Κ» (για το «killer», τον δολοφόνο). Δεν κινδύνευα από κανέναν άλλο, παρά από τον δολοφόνο. Ήταν ξεκάθαρο.
Αλλά από την άλλη, αν δεν μιλήσουμε, αν δεν εμφανιστούμε στην αστυνομία, γιατί αυτός να μας ψάξει, να μας κυνηγήσει για να μας κλείσει τα στόματα; Ακόμα και να μας είδε, που είναι το πιθανότερο, θα μας θεωρήσει αμελητέα, ανύπαρκτα γι’ αυτόν, συνηθισμένα ανθρωπάκια, που βυθισμένα στον μικρόκοσμο της ιδιωτικής ζωής τους, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειονότητα όλων όσοι κυκλοφορούν σ’ αυτήν την πόλη, θα παρέμεναν εξαφανισμένα για πάντα. Αν ήμαστε διαφορετικοί, θα είχαμε ήδη πάει στην αστυνομία. Μεγαλοκακοποιός δεν γίνεσαι, σκέφτηκα, αν δεν έχεις και λίγο μυαλό. Αυτός θα έχει μετρήσει την ασημαντότητά μας και θα έχει εκτιμήσει ότι δεν αξίζει ν’ ασχοληθεί μαζί μας, και έτσι θα τη γλιτώσουμε από τυχόν απόπειρα να μας εξαφανίσει: οι ασήμαντοι παραμένουν πάντα από επιλογή διαφανείς, ανύπαρκτοι και ακίνδυνοι. Όσο πιο μικροί, φοβισμένοι και άκακοι παραμείνουμε, τόσο καλύτερα. Ναι. Έτσι είναι. Να τη χέσω την αλληλεγγύη στον πάσχοντα, το καθήκον για την αλήθεια, όταν στριμωχτείς και κινδυνεύει η δική σου ύπαρξη. Ό,τι έγινε, έγινε. Τι φταίμε εμείς; Εγώ τη δουλειά μου καλά την κάνω, δεν χώνομαι σε ξένες υποθέσεις, ζω μια συνηθισμένη ζωή μικροαστού, ενισχύω την εκκλησία του χωριού και την Αντικαρκινική και βοηθώ στις χαζοχαρούμενες εταιρικές εκδηλώσεις. Πού ξέρω εγώ πού ήταν αυτοί μπλεγμένοι και γιατί καβγάδιζαν! Σίγουρα ήταν παράσιτα της κοινωνίας. Και γιατί θα πρέπει ηθικά και νομικά να εμπλακώ μαζί τους, να αναλάβω να τους αντιμετωπίσω; Ποιος είμαι εγώ; Ένας απλός Έλληνας είμαι, και όχι ένας Δον Κιχώτης, και μάλιστα από την Αγία Παρασκευή, που στο κάτω κάτω της γραφής τετράγωνες μονότονες πολυκατοικίες στη σειρά έχει και όχι στρογγυλούς άσπρους ανεμόμυλους.
Όμως, αν παρ’ όλη αυτήν τη στέρεα λογική, αποφασίσει ο εγκληματίας να ξεμπλέξει μαζί μας και να μας δολοφονήσει, πότε θα επέλεγε να το κάνει; Είναι η σημερινή νύχτα η πιο επικίνδυνη για να εξαφανίσει εμένα και την Ξανθή; Άρχισα πάλι να αισθάνομαι εσωτερικά ένα τρέμουλο που δεν είχε εξωτερικευθεί ακόμα. Ναι, τώρα φοβάμαι, ομολόγησα μέσα μου. Πρέπει να ειδοποιήσω την Ξανθή, αλλά δεν μπορώ. Είναι σπίτι της, μια άψογη νοικοκυρά σε μια χαλασμένη οικογένεια. Αλλά δύο φόνοι σε δύο διαφορετικά μέρη είναι δύσκολο να εκτελεστούν την ίδια νύχτα. Άρα, λογικά, πρέπει να ηρεμήσω. Το τρέμουλο δεν πέρασε στους μυς μου και υποχώρησε και στα μέσα μου. Το ίδιο και η θερμοκρασία του κορμιού μου, που μου φάνηκε πως είχε ανέβει, και οι παλμοί μου, που όντως είχαν χάσει εδώ και μερικά λεπτά τον ρυθμό τους.
ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ – ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τριακοστό πέμπτο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Σουνίου. Η άφιξη ενός πολυτελούς αυτοκινήτου διακόπτει την ερωτική έξαψη του παράνομου ζευγαριού. Μια γυναίκα βγαίνει από το όχημα και ένας άνδρας την ακολουθεί. Μια λάμψη και ο ξηρός κρότος του πυροβολισμού. Το κεφάλι της γυναίκας τινάζεται προς τα πίσω και πέφτει κάτω… σαν σακί.
Έχει ολοκληρώσει το έργο του ο δολοφόνος ή έχει αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς;
Κινδυνεύουν οι αυτόπτες μάρτυρες ή θα τους αγνοήσει θεωρώντας τους αμελητέα απειλή για τον ίδιο;
Σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας που στήνεται ποιος θέτει τους κανόνες;
Η προσωπική ηθική, οι θεσμοί, ο Νόμος και η Δικαιοσύνη, ή ανεξέλεγκτες δυνάμεις που δρουν στο σκοτάδι και το παρασκήνιο;
«Το βιβλίο του Ευάγγελου Φιλόπουλου πρέπει κι αξίζει να διαβαστεί, γιατί μέσα στον ορυμαγδό των αστυνομικών μυθιστορημάτων με αιμοσταγείς δολοφόνους, ψυχασθενείς και πολιτικούς ιντριγκαδόρους, δείχνει εικόνες μιας σχεδόν καθημερινής εκ-τροπής συνηθισμένων ανθρώπων που παρασύρονται από την alma mater [μητέρα τροφός] του εγκλήματος, δηλαδή από την εξουσία και το συμφέρον».