Scroll Top

Ελληνική πεζογραφία και Πάσχα | της Φανής Κεχαγιά

Υπεύθυνη στήλης | Φανή Κεχαγιά

Ελληνική πεζογραφία και Πάσχα

Της Φανής Κεχαγιά

Το Πάσχα –ή «Λαμπρή» στην ελληνική παράδοση– δεν είναι μόνο η κορύφωση του εκκλησιαστικού έτους· είναι η αναγέννηση του ίδιου του συλλογικού αισθήματος ενός λαού, που αιώνες τώρα ζει και ξαναζεί το πάθος, τη θυσία και την Ανάσταση μέσα από τους ρυθμούς της φύσης και της πίστης. Ανάμεσα στους δύο μεγάλους εορτασμούς της ελληνικής ορθοδοξίας, αν μπορούμε να αποκαλέσουμε τα Χριστούγεννα «αστική γιορτή», το Πάσχα συνδέεται ξεκάθαρα με την επαρχία, με το χωριό. Στην ελληνική επαρχία, όπου οι εποχές αγγίζουν πιο άμεσα τη ζωή του ανθρώπου, το Πάσχα γίνεται ιερό πανηγύρι, μια τελετουργία φωτός και συγκίνησης, μία μυσταγωγία με μυρωδιές από πασχαλινά φαγητά, με τον ήχο της καμπάνας, που ραγίζει το σκοτάδι, και με την άνοιξη, που εκρήγνυται παντού σαν μία άλλου είδους –με την αρχαιοελληνική νοηματοδότηση– ανάσταση.

Αυτός ο βαθύς συμβολισμός του τέλους και της αρχής, του πένθους και της ελπίδας, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη τη λογοτεχνία. Η Λαμπρή στην Ελλάδα δεν είναι απλώς μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή· είναι η καρδιά της άνοιξης, το πανηγύρι της πίστης και της ζωής, η γιορτή όπου ο άνθρωπος συναντά τον Θεό, τη φύση και την κοινότητά του. Το Πάσχα γίνεται μια εμπειρία οικουμενική και βαθύτατα ελληνική, επομένως δεν είναι τυχαίο που αποτέλεσε και αποτελεί αγαπημένη θεματική για την ελληνική διηγηματογραφία. Η πασχαλινή θεματολογία, με τη βαθιά της ρίζα στον κύκλο της ζωής και της γης, υπήρξε γόνιμο πεδίο για πολλούς Έλληνες πεζογράφους που άντλησαν έμπνευση από τον ηθικό και συναισθηματικό παλμό της γιορτής. Από τον Παπαδιαμάντη ως τους νεότερους, οι Έλληνες διηγηματογράφοι είδαν στο Πάσχα έναν καθρέφτη της ψυχής του τόπου: ευλαβικό και ταπεινό, αλλά και γεμάτο πάθος, αντιφάσεις, θαύματα και ανθρώπινη αλήθεια. Έτσι, το ελληνικό Πάσχα έγινε όχι μόνο θέμα, αλλά και τρόπος να αφηγηθείς τον Έλληνα, όχι μόνο ως πιστό, αλλά και ως πλάσμα που ελπίζει, που αντέχει, που ξαναγεννιέται.

Πέρα από τον Παπαδιαμάντη, που κατέγραψε με θρησκευτική ευλάβεια και λογοτεχνική χάρη τις πασχαλινές τελετουργίες και τα εσωτερικά δράματα των ταπεινών ανθρώπων, συναντούμε και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, που με λυρισμό και λεπτή ειρωνεία φώτισε τον οικογενειακό μικρόκοσμο της γιορτής, ή τον Γεώργιο Βιζυηνό ο οποίος, ακόμη κι όταν δεν αναφέρεται ρητά στο Πάσχα, εμποτίζει τα ηθογραφικά του διηγήματα με τη μεταφυσική αίσθηση της μετάβασης, της λύτρωσης. Η Πηνελόπη Δέλτα, με τη δική της παιδική και συγκινητική οπτική, έδωσε πασχαλινές εικόνες γεμάτες τρυφερότητα και αίσθηση του θαύματος, ενώ και οι μεταγενέστεροι, όπως ο Ηλίας Βενέζης ή ο Στρατής Μυριβήλης, μέσα από τη μνήμη της προσφυγιάς ή της υπαίθρου, συνέχισαν να υφαίνουν το νήμα αυτής της πασχαλινής αφήγησης. Στα έργα τους, η Λαμπρή δεν είναι μόνο φόντο· είναι πυρήνας συγκίνησης, κορύφωση της ψυχικής περιπέτειας των ηρώων τους· μια τομή στον χρόνο, όπου το ατομικό συναντά το συλλογικό και το φθαρτό αγγίζει για λίγο το άφθαρτο.

Βέβαια, όπως ειπώθηκε και πριν, η πασχαλινή αφήγηση στην ελληνική πεζογραφία δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε θρησκευτικά μοτίβα, αλλά διακλαδίζεται σε ποικίλους συμβολισμούς, αφού συχνά γίνεται ο καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας, του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων, της μετάβασης από τη στέρηση στην ελπίδα, από τη μοναξιά στην αγάπη, από το σκοτάδι στο φως. Για παράδειγμα, στα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως στο «Παιδική Πασχαλιά», στο «Χωρίς στεφάνι» ή στο «Εξοχική Λαμπρή», ο αναστάσιμος λόγος διαπλέκεται με τον ανθρώπινο πόνο, την κοινωνική αδικία αλλά και την τρυφερότητα της μνήμης. Οι ήρωες του, όπως πάντα, ταπεινοί, αγράμματοι, ευσεβείς, φτωχοί, μεταμορφώνονται από την ιερότητα της στιγμής, με αποτέλεσμα ο εμβληματικός συγγραφέας μας να μετατρέπει τη γιορτή του Πάσχα σε λυρική προσευχή της ελληνικής επαρχίας.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, με το «Πάσχα στα πέλαγα», όπου η Ανάσταση εορτάζεται εν πλω από ένα πλήρωμα ναυτικών. Η θαλασσινή του εικόνα, φωτισμένη από πυροτεχνήματα και κεριά, γεμάτη συγκίνηση και νοσταλγία, αποκτά έναν μεταφορικό χαρακτήρα: μια Ανάσταση σε ξένο τόπο, αλλά με καρδιά που πάλλεται για την πατρίδα. Από την άλλη, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στις «Αθηναϊκές Επιστολές» του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων αναπολεί το «Πρώτο του Πάσχα», μια αφήγηση που ξεχειλίζει από την παιδική αθωότητα και την ανακάλυψη του θείου μέσα από την εμπειρία.

Η ελληνική ηθογραφία, από την εποχή του Παπαδιαμάντη μέχρι τον Χρήστο Χρηστοβασίλη, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και πολλούς άλλους, αντλεί από το Πάσχα έναν δραματουργικό πυρήνα. Η «Πασχαλιά της Λευτεριάς», ο «Θάνατος του παλληκαριού», η «Κεροδοσιά της Λαμπρής», αλλά και η παιδική «Τελευταία Βαπτιστική» δημιουργούν έναν λογοτεχνικό καμβά, όπου το θείο και το ανθρώπινο πλέκονται αξεδιάλυτα. Παράλληλα, πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν το πασχαλινό φως για να φωτίσουν τη σκιά της ιστορίας: το Πάσχα της Εξόδου από το Μεσολόγγι, το τραγικό Πάσχα της επανάστασης του ’27, η Ανάσταση ως προσδοκία της εθνικής λευτεριάς – όλα συντείνουν σε μια αφήγηση που ξεπερνά το προσωπικό και γίνεται συλλογική μνήμη. Ακόμα και σε σύγχρονες ιστορίες, όπως στην «Πασχαλινή Ιστορία» του Παντελή Καλιότσου, η εσωτερική Ανάσταση ενός ανθρώπου αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο, με φόντο ένα αρνί που αρνείται να γίνει θυσία. Στο «Πάσχα στο νησί των γιασεμιών» της Ελένης Χωρεάνθη, ένα παιδί βιώνει το Πάσχα στη Χίο, ενώ «η θάλασσα γαλήνια κι αινιγματική, ανάμεσα στο νησί μας και στην Ιωνία, να δείχνει πάντα το δρόμο προς την Ανατολή του ελληνικού φωτός, προς τις αλλοτινές πατρίδες, να κρατάει στη μνήμη ακοίμητο κι απέθαντο τον παράδεισο της αντικρινής στεριάς, που κάποτε εκεί ζούσε τα Πάθη του και την Ανάστασή του ο Ελληνισμός».

Το διήγημα «Πάσχα τ’ Απρίλη» του Σωτήρη Δημητρίου, από τη συλλογή Η φλέβα του λαιμού (1998), συνδέει το Πάσχα όχι τόσο με το θρησκευτικό του περιεχόμενο, αλλά με τις παιδικές αναμνήσεις του αφηγητή από το χωριό του, κοντά στην αλβανική μεθόριο. Η αφήγηση εστιάζει στις οικογενειακές σχέσεις, την επαφή με τη φύση και την τοπική κοινωνία, αναδεικνύοντας την έντονη νοσταλγία για την παιδική ηλικία και την απλότητα της ζωής στο χωριό. Το Πάσχα παρουσιάζεται ως περίοδος επιστροφής στις ρίζες και επανασύνδεσης με την παράδοση, μέσα από τις περιγραφές του ταξιδιού, των εθίμων και των οικογενειακών στιγμών. Η εναλλαγή των εικόνων από το παρελθόν και το παρόν, με την εγκατάλειψη του χωριού και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, προσδίδει στο κείμενο μια μελαγχολική διάσταση, υπογραμμίζοντας την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου από την παράδοση και την κοινότητα. Παράλληλα, το διήγημα θίγει κοινωνικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση, η απομάκρυνση των νέων από την ύπαιθρο και η εθνική ταυτότητα, μέσα από τις αναφορές στη Βόρειο Ήπειρο και τις σχέσεις με την Αλβανία. Η παρουσία των στρατιωτών και των Αλβανών αιχμαλώτων στο τέλος του κειμένου αντικατοπτρίζει τις πολιτικές εντάσεις και τις αλλαγές στην περιοχή, προσθέτοντας μια κοινωνικοπολιτική διάσταση στην προσωπική αφήγηση. Συνολικά, το διήγημα συνδυάζει την προσωπική νοσταλγία με την κοινωνική παρατήρηση, προσφέροντας μια πολυδιάστατη εικόνα του Πάσχα στην ελληνική ύπαιθρο και των μεταβολών που επήλθαν με το πέρασμα του χρόνου.

Τέλος, στο μυθιστόρημα του Αντώνη Σουρούνη Πάσχα στο χωριό, τρεις φίλοι –δυο άντρες και μια γυναίκα– διασχίζουν μ’ ένα μεθυσμένο ντεσεβό τη μισή Ελλάδα για να κάνουν «Πάσχα στο χωριό», τέτοιο που βλέπανε στις ζωγραφιές των βιβλίων όταν ήταν παιδιά, τίποτα όμως απ’ αυτά δεν υπάρχει. Ούτε οικογένειες να τρώνε ευτυχισμένες στο γρασίδι, ούτε αρνάκια να τρώνε το γρασίδι, ούτε τσολιάδες να χοροπηδάνε γύρω τους. Υπάρχει όμως μια ανάσταση που δεν φαίνεται, δεν ακούγεται, αφού πρόκειται για ένα πεζογράφημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, με αυτοσαρκασμό, με χιούμορ και υπαρξιακά διλήμματα, όπου το ζητούμενο των τριών φίλων είναι η εσωτερική ανάσταση.

Πολλοί είναι, λοιπόν, οι Έλληνες συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από το Πάσχα και κατέγραψαν στα έργα τους τη θρησκευτική κατάνυξη, τη λαϊκή παράδοση, την εσωτερική μεταμόρφωση και τη δύναμη της ελπίδας που συνοδεύει αυτή τη μεγάλη γιορτή. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα έργα «Εξοχική Λαμπρή», «Παιδική Πασχαλιά» και «Χωρίς στεφάνι», αποτυπώνει με ευαισθησία το πνεύμα του Πάσχα μέσα από λαϊκές μορφές και εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, με τα διηγήματα «Πάσχα στα Πέλαγα» και «Πειράματα», παρουσιάζει τη ζωή των ναυτικών και την πασχαλινή ατμόσφαιρα στη θάλασσα. Ο Ιάκωβος Πολυλάς έγραψε το «Ένα μικρό λάθος», ενώ ο Χρήστος Χρηστοβασίλης το «Η Πασχαλιά της Λευτεριάς», όπου συνδυάζει την πασχαλινή εορτή με τον αγώνα για την ελευθερία. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, στο «Αμάρτησε;» διερευνά ηθικά διλήμματα με φόντο το Πάσχα, και η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, με το «Το Πάσχα της Σημαδεμένης», εστιάζει σε κοινωνικά ζητήματα. Ο Στέφανος Δάφνης έγραψε το «Πήγε να βρει το γιο της», η Αιμιλία Δάφνη το «Μαριάμ», ενώ ο Στρατής Μυριβήλης συνέθεσε την «Κεροδοσιά της Λαμπρής», αποτυπώνοντας τη λαϊκή παράδοση. Ο Κώστας Καιροφύλας με το «Τραγικό Πάσχα» και ο Λουκής Ακρίτας με το «Το φορτίο του ανθρώπου» προσθέτουν στη λογοτεχνική παράδοση διηγήματα που συνδέουν το Πάσχα με ανθρώπινες δοκιμασίες και κοινωνικές συνθήκες.

Ειδικότερα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κατεξοχήν λυρικός υμνητής της Λαμπρής, αποκαλεί την εορτή «Γλυκεία Πασχαλιά! Η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις» (Παιδική Πασχαλιά), ενώ αλλού σημειώνει πως «οἱ πτωχοὶ χωρικοί… ηξιώθησαν κι αυτοί ν᾽ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον, καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό» («Εξοχική Λαμπρή»). Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, συγκινεί όταν στο «Πάσχα στα πέλαγα» περιγράφει τη νοσταλγία της Ανάστασης εν πλω: «Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε!», είπε το πλήρωμα, ενώ «ένα μαργαριτάρι φάνηκε στην άκρη των ματιών του πλοιάρχου…». Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, με νοσταλγία και φιλοσοφική διάθεση, γράφει πως «Για να μου δώσει τόση χαρά η Ανάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος… Έτσι και στη ζωή: την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ’ από αγωνία και λύπη» («Το Πρώτο μου Πάσχα»). Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος μάς θυμίζει τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα με τα λόγια: «Ναι, είχα μεγαλώσει μέσα σε μια νύχτα. Κι ήταν η νύχτα της Λαμπρής» («Μακρινή Ανάσταση»), ενώ ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης αναπολεί: «Τι εύμορφον Πάσχα! Όλα εγελούσαν ως μικρά παιδία…» («Άρατε πύλας»).

[Εδώ περιγράφεται με το γνωστό χιουμοριστικό πνεύμα του Μωραϊτίδη το πάθημα του μπαρμπα-Κώστα μετά την περιφορά του Επιταφίου αργά το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Κατά την επιστροφή του Επιταφίου, γίνεται η αναπαράσταση της καθόδου του Σωτήρος Χριστού στον Άδη, μια «συνήθεια αρχαιοτάτη». Η λιτανεία σταματά έξω από την είσοδο του ναού, την οποία κρατά κλειστή αυτός που αναπαριστά τον Άδη. Οι ιερείς βαστώντας στους ώμους το Σώμα του Χριστού, σηκώνοντας από το κουβούκλιο τον Επιτάφιο, πλησιάζουν στην κλειστή θύρα. Ακολουθεί ο διάλογος μεταξύ του θριαμβευτή Σωτήρος Χριστού και του Άδη: «Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!» Αυτός που βρίσκεται μέσα στον ναό και υποκρίνεται τον Άδη, ρωτάει τρεις φορές: «Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;» Την τρίτη φορὰ ο ιερέας σπρώχνοντας με το πόδι και τα χέρια του τις πύλες αναφωνεί: «Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!»Και έτσι ανοίγουν οι πύλες και μπαίνει μέσα ο Επιτάφιος. Ο μπαρμπα-Κώστας που υποκρίνονταν τον Άδη ξέχασε να παραμερίσει και τα φύλλα της πόρτας τον έριξαν κάτω με αποτέλεσμα να χάσει τα δόντια του.]

 Στην «Πασχαλιά της Λευτεριάς», ο Χρήστος Χρηστοβασίλης ενώνει την Ανάσταση του Χριστού με την εθνική ελπίδα: «Χριστός ανέστη, χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τ’ αδέλφια μας που πολεμάνε…» Στο συγκλονιστικό «Η Κεροδοσιά της Λαμπρής», ο Στρατής Μυριβήλης μεταφέρει την τελετουργία της Ανάστασης στα χαρακώματα του πολέμου με τη φράση: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου φωτός…» Τέλος, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης στο διήγημα «Αμάρτησε;» αποτυπώνει τη δύναμη της συγχώρεσης: «Και μ’ αγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει, ατάραχος, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα…»

Από τις πεζογραφικές αναφορές δεν γίνεται να εξαιρέσουμε και τα κατά καιρούς αφιερώματα στις πασχαλινές αφηγήσεις, όπως το αφιέρωμα «Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα» του Culture Book για το Πάσχα του 2025, που ανθολογεί ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς και επιμελείται η Μίνα Π. Πετροπούλου. Με αφορμή το φετινό Πάσχα, Έλληνες συγγραφείς καταθέτουν πασχαλινά διηγήματά τους, «ιστορίες που μιλούν για το πέρασμα, την αναγέννηση, την προσμονή αλλά και το αναπόφευκτο άγγιγμα του πόνου, του θανάτου και του πένθους». Στο αφιέρωμα ανθολογούνται ως τώρα εννέα διηγήματα: «Σκιές την Κυριακή των Βαΐων» της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου, «Οι στιγμές» της Σοφία Σιδηροπούλου, «Η έκθεση» του Γρηγόρη Αυδίκου, «Ανάσταση στη Νιάλα, τότε… (Τον Απρίλη του 1947)» της Φωτεινής Μυλωνά-Ραΐδη, «Το Ακίνητο Σώμα» της Μαρίας Διδάχου, «Το κλεμμένο άροτρο» του Βαγγέλη Τασιόπουλου, «Έως θανάτου περίλυπος» του Ευάγγελου Αυδίκου, «Γιορτή Χαράς» της Χριστίνας Λαμπούση και «Συγκλονείται φόβω…» της Μαίρης Σιδηρά.

Απ’ όλες αυτές τις αναφορές, μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η ελληνική πασχαλινή διηγηματογραφία αποτελεί, εν μέρει, μια μέθεξη στη μυσταγωγία της γιορτής, μία πνευματική γέφυρα ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Όπως λέει ο Ξενόπουλος, «για να σου δώσει τόση χαρά η Ανάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος». Ίσως για αυτό κάθε ανάγνωση αυτών των διηγημάτων και κάθε αναγνωστική μας επαναφορά σε αυτές τις αναστάσιμες στιγμές και σκηνές γίνεται ένα μικρό «Χριστός Ανέστη» σε μια Ελλάδα που διαρκώς πασχίζει να αναστηθεί.

ΠΗΓΕΣ

Τα 14 ωραιότερα διηγήματα για το Πάσχα – Ζούμε Καλύτερα

19 λογοτεχνικά διηγήματα για το Πάσχα για μικρά και μεγάλα παιδιά

Το Πάσχα στην ελληνική λογοτεχνία – Love Teaching

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β΄ Γυμνασίου): Ηλεκτρονικό Βιβλίο

Πασχαλινά Διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη | Δωρεάν βιβλία – Free ebooks

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ / ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

Η Λαμπρή των Ελλήνων • Fractal

Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα Archives – Culturebook

Βιογραφικό Φανή Κεχαγιά