Τέσυ Μπάιλα
O Αλέξης Ζορμπάς και το σαντούρι του
Είκοσι χρονών ήμουν σαν έφτασα στη Σαλονίκη. Χωρίς παράδες, χωρίς έγνοιες, χωρίς τίποτα. Μοναχά μια αλλαξιά ρούχα είχα κι ένα σώβρακο τρύπιο στον μπόγο μου. Μα τον κρατούσα σφιχτά στο στήθος μου, λες κι εκεί μέσα είχα όλο μου το βιός. Και το’χα. Γιατί, κείνο, το σαντούρι, μάνα μου, που κουβαλούσα, ολάκερη η ζωή μου ήτονε. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που πρωτάκουσα σαντούρι! Έχασα τα μυαλά μου, σου λέω, έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα να τ’ αγοράσω. Παραδάκια που τα μάζευα καιρό από τη δούλεψή μου, για να παντρευτώ, λέει, να κάμω οικογένεια. Μα άξαφνα σαν άκουσα πρώτη φορά σαντούρι μού κόπηκε η ανάσα. Τι είναι τούτο, μάνα μου; Σκέφτηκα κι ας φώναζε ο πατέρας μου, ο Θεός να του συγχωρέσει την ψυχή του, πως με τα μυαλά που κουβαλώ ερίφης θα γινόμουν. Δεν άκουγα τίποτα.
Αξημέρωτα μια μέρα πήρα τον μπόγο παραμάσχαλα κι έφυγα μαζί του για τη Σαλονίκη. Εκεί κάποιος θα ξέρει, σκέφτηκα, και θα με μάθει. Δίκιο είχα γιατί σαν έφτασα και ρώτησα μου είπαν αμέσως για έναν Τούρκο οργανοπαίχτη, δάσκαλο, μερακλή όσο κανένας. Ο Ρετζέπ-εφέντης με τ’ όνομα. Επήγα και τον βρήκα. Σε ένα χαμαιτυπείο τουρκικό με ναργιλέδες και θεριακλήδες. Η μυρωδιά από χασίς όρμηξε και με άρπαξε από τον λαιμό σαν μου άνοιξε την πόρτα ο τεκετζής. Πάνω στους νοτισμένους τοίχους που ξερνούσαν την ποτισμένη στους πόρους τους μυρωδιά ήταν κρεμασμένα δυο μπαγλαμαδάκια κι ένας τζουράς. Μάγκες, κουτσαβάκια, λιμενεργάτες, πρόσφυγες μαζεύονταν εκεί μέσα και φούμαραν κάθε βράδυ ναργιλέ, έπιναν χασίς ή το κρασί τους, έως ότου το ξημέρωμα τους έβρισκε λιώμα, πότε να τραγουδούν κάποιο ρεμπέτικο και πότε να θρηνούν την τύχη τους τη βαριόμοιρη ή τον σεβντά τους με έναν τούρκικο αμανέ που άμα τον άκουγες λίγωνε η ψυχή σου.
Σάββατο βράδυ ήταν όταν έφτασα. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα. Ήρθε και μου άνοιξε ο τεκετζής, δυο μέτρα παλικαράς. Είχε γερτό στον ώμο ένα βρώμικο σακάκι, μπαλωμένο και παρίστανε τον καμπόσο. Τον ρώτησα αν είναι μέσα ο Ρετζέπ-εφέντης.
«Κι εσύ, τι τον θες;», μου ‘κανε και με κοίταξε από πάνω ως κάτω, στρίβοντας το λιγδιασμένο κορακίσιο μουστάκι του.
«Ήφερα το σαντούρι μου. Να με μάθει να παίζω θέλω».
Με κοίταξε καλά καλά κι ύστερα διστακτικά άνοιξε την πόρτα και με άφησε να περάσω.
«Το καλό που σου θέλω, μην είπες ψέματα γιατί θα ‘χουμε ντράβαλα», είπε και έκανε στην άκρη.
Μπήκα σαν τον κατουρημένο από τον φόβο μου. Παιδί ήμουνα, όσο να πεις, τι ήξερα τότε από αυτά; Εκεί ήταν μαζεμένοι ένα σωρό μαντραχαλαίοι, μαστουρωμένοι από το χασίς ή το κρασί που έρεε σαν το νεράκι το τρεχούμενο. Κάθονταν σκυφτοί γύρω από ένα μικρό τραπέζι με μια τσίγκινη καράφα γιομάτη κρασί και μερικά κρασοπότηρα επάνω. Δίπλα ένα πιάτο με μεζέ. Δυο ελιές δηλαδή, μια ντομάτα κομμένη με το χέρι και μερικά παξιμαδάκια. Φορούσαν ένα καπέλο που το είχαν κατεβασμένο μπροστά στα μάτια, για να κρύβουν το θολωμένο βλέμμα τους και κάθε τόσο έσκυβαν κι έπιναν από μια τζούρα από έναν τεράστιο ναργιλέ δίπλα τους.
«Πορπάτα», άκουσα τη φωνή του τεκετζή. «Εκεί στο βάθος είναι ο Ρετζέπ-εφέντης.
Τον είδα στο βάθος του δωματίου. Καθισμένος ανακούρκουδα είχε μπροστά του το οργανάκι του κι έπαιζε με τα μάτια κλειστά, λες και εκείνη τη στιγμή τίποτα άλλο δεν ημπορούσε να σκεφτεί παρά μονάχα το σαντούρι του. Τον ένιωσα ως τα κατάβαθα της ψυχής μου. Αν υπάρχει ένας παράδεισος, σκέφτηκα, τούτος ο άνθρωπος εδώ μπροστά μου έχει ανοίξει τις πύλες του. Ήξερα τι σκεφτόταν. Για ποιον σεβντά φτερούγιζε η καρδιά του. Μου τα ‘χε πει κείνος ο αφιλότιμος ο παπάς στον καφενέ δίπλα στη θάλασσα σαν έφτασα στη Σαλονίκη και ρώτησα αν ξέρει κάποιον να πάω να βρω να με μάθει το σαντούρι.
Δεν ήταν είκοσι χρονών ο Ρετζέπ-εφέντης σαν γίνηκε το φονικό. Αμούστακος ακόμα. Για μια μαργιόλα, λέει, μα έτσι είναι δαύτες, όλες τους. Μια οβραία ήτανε που του ‘κανε τα μάτια τα γλυκά και τον ξελόγιασε. Έλιωνε για τα μάτια της, φλογάτα και έμορφα. Περνούσε για να πάει στο διπλανό χωριό για το πανηγύρι. Θα έπαιζε το σαντούρι του—παιδί ήταν κι ο πατέρας του του είχε πει «συ, δεν είσαι για τα γράμματα, θα σε μάθω εγώ να παίζεις, να βγάνεις το ψωμί σου, να βοηθάς τη μάνα και τ’ αδέλφια σου»– όπως κάθε χρόνο στη μεγάλη την πλατεία. Και εκεί, στο πανηγύρι θα της ζητούσε να γίνει ταίρι του. Ήξερε πώς τον ήθελε. Γυάλιζαν τα μάτια της σαν τον έβλεπε να περνά. Δικιά του θα γινόταν.
Για χάρη της γίνηκε, λέει, το φονικό. Για να γλιτώσει εκείνη έβγαλε το μαχαίρι, χωρίς δεύτερη σκέψη, και κάρφωσε κείνον τον αχαΐρευτο. Μια στον λαιμό∙ μια στην κοιλιά∙ τον αποτέλειωσε χωρίς καλά καλά να καταλάβει. Κι ύστερα πέταξε το μαχαίρι και κάθισε δίπλα στη σαντέζα του, που σπάραζε στο κλάμα. Εκεί. Στα ριζά ενός δέντρου. Και δεν μιλούσε. Τα χέρια του έτρεμαν. Έτρεμε περισσότερο η ψυχή του. Τι θα απογινόταν τώρα πια η μάνα του; Τα αδέλφια του; Μονάχα αυτό σκεφτόταν. Κοίταξε τα δάχτυλά του. Αίμα είχε κολλήσει πάνω τους. Αίμα κυλούσε από τα μάτια του. Αίμα κι απ’ την καρδιά του.
«Φεύγα», του φώναξε για μια στιγμή η σαντέζα. «Τρέξε να σωθείς. Φεύγα, σου λέω, τρέχα».
Μα κείνος δεν σάλεψε.
«Μην πεις πως το ‘κανες εσύ», ούρλιαξε η γυναίκα. «Σήκω, μ’ ακούς; Μονάχη μου το ‘καμα. Κείνος θα πω πως φταίει. Από το σπίτι μου σαν βγήκα με πήρε το κατόπι. Κι άλλοι τον είδαν μα δεν έκαναν να με γλιτώσουν. Δεν το ‘βανε ο νους τους τι πάει να κάνει. Μα εγώ είδα τα μάτια του και σκιάχτηκα. Σαν έφτασα στο μονοπάτι βάλθηκε να λέει πως γυναίκα του με το έτσι θέλω θα με κάνει. ‘Παράτα με’ του φώναξα. ‘Χάσου’. ‘Αφού το ξέρω πως με θες’, μου είπε. ‘Βάνω όποιον θέλω στο κρεβάτι μου μονάχα εγώ’, του φώναξα και συνέχισα να περπατώ μα ο ίδρως έτρεχε στην πλάτη μου. Άλλη λέξη δεν πρόλαβα να πω. Απ’ τα φουστάνια με άρπαξε, με πέταξε στη γη. Σκίστηκε το χέρι μου δίπλα στην πέτρα. Να, δες, ακόμα αίμα στάζει. Σκίστηκε το κορμί μου. Ούρλιαζα και ζητούσα να βρεθεί κάποιος να με σώσει. Κλώτσαγα όπου έβρισκα. Με νύχια και με δόντια πάλευα να σωθώ. Μα εκείνος δεν σταμάταγε. Δεν άκουγε τον τρόμο μου. Με τραβούσε από τα πόδια και με έσερνε στη ρεματιά. Εκεί να με πάει ήθελε, να με βατέψει. Να, δες, σκισμένο είναι το ρούχο μου».
Σταμάτησε για μια στιγμή η σαντέζα. Κόμπιασε ο λαιμός της. Στα μάτια της έσταζε ακόμα ο τρόμος. Μα ο Ρετζέπ-εφέντης τα είχε δει όλα. Σαν αγριεμένος λύκος είχε πέσει επάνω της. Πρόλαβε και τον είδε να δαγκώνει τα στήθη της, να τα ματώνει. Έσκισε το φόρεμά της. Κι όσο του φώναζε να σταματήσει τόσο εκείνος πίεζε το κορμί του πάνω στο δικό της κι αλυχτούσε. Και τότε σταμάτησε να φωνάζει κι άρχισε να τον παρακαλά. Έκλαιγε∙ του φώναζε να σταματήσει. Με νύχια και με δόντια πάλευε να σωθεί μα εκείνος έλεος δεν είχε στην ψυχή του. Την άρπαξε από τον λαιμό και βρίζοντας πολέμαε να την πνίξει. Και με τα δυο του χέρια. Δυνατά. Μια μέγγενη είχαν γίνει κι ολοένα την έσφιγγαν όλο και πιο πολύ. Και μόνο σαν κατάλαβε πως πια αναπνοή άλλη δεν είχε την άφησε κι έπιασε την πέτρα τη βαριά να τη χτυπήσει στο κεφάλι. Να λιώσει τα μάτια εκείνα που τον κοιτούσαν τώρα παρακαλώντας να τη λυπηθεί, τα μάτια εκείνα που τόσο καιρό τον κοιτούσαν κι έσταζαν υποσχέσεις.
Θόλωσε ο Ρετζέπ-εφέντης κι έτρεξε κοντά της. Κι ούτε κατάλαβε πώς έγινε και βρέθηκε εκείνο το μαχαίρι στα χέρια του.
«Μ’ ακούς; Για δε μιλάς; Φεύγα να σωθείς, μα εσύ δεν έφταιξες. Ανάθεμά τον, τον καταραμένο. Ένα θεριό ήταν. Και μην γυρίσεις ποτέ πια πίσω. Φεύγα και ξέχασέ με».
Μα ο Ρετζέπ-εφέντης έμεινε εκεί. Ασάλευτος. Χαμένος. Κι ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στη φυλακή, πώς έδεσαν τα χέρια του και τον πήραν. Πώς έζησε εκεί τόσους χρόνους πολλούς.
Τώρα στεκόμουν ομπρός του και τον κοιτούσα που έπαιζε το οργανάκι του. Γέρικα και ξερακιανά τα χέρια του, άδεια από ζωή, έλεγες πως θα σπάσουν. Μα έτρεχαν, θαρρείς, σαν αετόπουλα πάνω στο σαντούρι κι έπαιρναν στα φτερά τους όλες τις θύμησές του. Δεν έβγανα μιλιά. Τον κοιτούσα κι άκουγα τον σεβντά και τον πόνο του να βγαίνει από τα χέρια του, ν’ αγγίζει την ψυχή μου.
Μονάχα σαν σταμάτησε άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Ύστερα, γιόμισε από έναν μαρσαπά κρασί το ποτήρι του, το κατέβασε μονομιάς και μου είπε:
«Τι θες, ωρέ ρωμιόπουλο;»
Έπεσα στα πόδια του, γονατιστός μα δεν απάντησα. Δεν έβγαινε η φωνή μου.
«Λέγε, μωρέ, τι θες;»
Άξαφνα σκέφτηκα, εδώ που βρέθηκες Ζορμπά, πίσω μην κάμεις. «Εγώ, θέλω να μάθω σαντούρι!»
«Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου;»
«Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω».
«Μεράκι έχεις;»
Δεν απάντησα.
«Για το σαντούρι λέω, μεράκι έχεις;»
«Έχω», θάρρεψα αυτή τη φορά.
«Ε, κάτσε κι εγώ πλερωμή δεν θέλω», μου απάντησε. «Το σαντούρι θέλει καρδιά, μωρέ, έχεις κι από δαύτη;»
«Έχω», είπα ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά.
«Καλά το λέεις μα ‘γω θα κρίνω».
Κι έμεινα δίπλα του έναν ολόκληρο χρόνο. Παιδί του με είχε. Κι εγώ πατέρα μου τον έκαμα στην ψυχή μου. Μου ‘μαθε τα μυστικά, έπιανε τα χέρια μου με τις χερούκλες του και τα οδηγούσε πάνω στις κόρδες, σαν τη μάνα που μαθαίνει στο παιδί να γράφει κι άναβε και κόρωνε σαν δεν καταλάβαινα.
«Το σαντούρι», μου έλεγε «είναι σαν τη γυναίκα. Θέλει το χάδι του ν’ ανάψει». Έμαθα κοντά του τι θα πει έρωτας της ομορφιάς και πόθος κι όνειρο. Έμαθα να το χαϊδεύω, άλλοτε απαλά, άλλοτε πάλι δυνατά μα με αγάπη. Κι αλάφρυνε η καρδιά μου σαν άκουγα τα τσαλιμάκια του. Έπιασα και δουλειά στον τεκέ. Για να μπορώ να μένω εκεί, μαζί με τον Ρετζέπ-εφέντη. Και κάθε πρωί, σαν άδειαζε ο τεκές κι όλοι γυρνούσαν σπίτι τους, τύφλα στο μεθύσι και με χορτάτο το κορμί και τις αισθήσεις τους από τις παστρικιές που χόρευαν μαζί τους και τους κουνούσαν τα καπούλια τους όλο το βράδυ πιάναμε το σαντούρι κι οι δυο μαζί και το λαλούσαμε, μάνα μου!
Ποτέ δεν μου είπε για ‘κείνη τη σαντέζα. Ούτε πως είχε κάμει φυλακή. Μια μέρα που κάτι τον ερώτησα, «παίζε το όργανο και μη ρωτάς», μου απάντησε. Μα τον είδα πως σκοτείνιασε. Βαριαναστέναξε η καρδιά του. Και δεν τον ξαναρώτησα.
Μια μέρα ήρθε και με βρήκε εκεί όπου κοιμόμουνα. «Σήκω», με πρόσταξε, «μάζεψε τα πράγματά σου, φεύγεις από ‘δω». Τα ‘χασα. «Γιατί;», έκαμα να ρωτήσω μα δεν πρόλαβα. «Να κάμεις τα κουμάντα σου πια και τη ζωή σου. Ό,τι ήταν να μάθεις, το ‘μαθες. Άλλο δεν έχει. Τράβα μακριά απ’ τον τεκέ και δρόμο».
Την ίδια μέρα έφυγα. Δεν κάθισα καθόλου. Έβαλα στον μπόγο πάλι το σαντούρι μου και πήγα να τον αποχαιρετίσω. Έπαιζε ‘κείνος κι είχε κλειστά τα μάτια.
«Φεύγω», του φώναξα, μα δεν μπήκε στον κόπο να μου μιλήσει. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα από τον τεκέ. Εκείνος έπαιζε όλο και πιο δυνατά. Απομακρυνόμουν κι αντί να σβήνει ο ήχος, θαρρούσα, και με πλησίαζε. Και τότε κατάλαβα. Όσο τούτα τα δυο μου χέρια μπορούν και παίζουν το σαντούρι ο Ρετζέπ-εφέντης μαζί μου είναι. Εδώ, στα σπλάχνα μου, στο μυαλό μου, στο κεφάλι μου μέσα. Γι’ αυτό δεν είπαμε ‘αντίο’.
Δεν έπαιξα ποτέ σαντούρι ούτε στα πανηγύρια, ούτε σε γάμους και χαρές. Και πληρωμή ποτέ δεν θέλησα να πάρω για να παίξω. Κι ούτε ποτέ έπαιξα σαν μου το ζητούσαν. Το σαντούρι έγινε η παρηγοριά μου. Μόνο για μένα έπαιζα.
Ύστερα από χρόνους πήρα μια μέρα ένα δέμα. Σαν είδα το σακούλι αμέσως το αναγνώρισα. Μαζί κι ένα γράμμα. Από τον τεκετζή. «Ο Ρετζέπ-εφέντης απόθανε πριν από έναν χρόνο. Είπε μου να σου το στείλω σαν πάθει κάτι», έγραφε.
Τα χέρια μου έτρεμαν. Χέρια δουλεμένα τώρα, που μάθαν να δουλεύουν τον κασμά στα λατομεία, γιομάτα ρόζους, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή, σαν να έγδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν κείνο το παλιό, μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες και φιλντισένια στολίδια και μια φούντα κόκκινη, μεταξωτή στην άκρη. Τα χέρια μου, το χάιδεψαν ανάλαφρα κι όσο τα μάτια μου έσταζαν άρχισα να παίζω. Όπως μου είχε μάθει εκείνος. Μου φάνηκε πως κάπου εκεί ήταν και με άκουγε. Χαμογέλασα. Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχιζα να παίζω, να παίζω, ώσπου τον είδα ομπρός μου, εκεί, γονατιστό. Κι όρκο παίρνω πως τον άκουσα να μου λέει: Είχες μεράκι τελικά είχες και καρδιά, Ρωμιόπουλο».
(Το παρόν είναι μια μικρή φανταστική ιστορία, εμπνευσμένη από το σημαντικό βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)