Δημήτρης Παπανδρέου, Σημειώματα για τη Μέση Ανατολή, εκδόσεις Παπαζήσης, 2005, 407 σελίδες.
Γράφει ο Παντελής Κυπριανός, Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών
Μέση Ανατολή. Η δύσκολη χειραφέτηση και ενότητα
Ο Δημήτρης Παπανδρέου είναι διπλωμάτης καριέρας. Το βιβλίο του για τη Μέση Ανατολή είναι πρώτα απ’ όλα η ματιά ενός διπλωμάτη που εργάστηκε στη Συρία, που κλήθηκε συνεπώς να απαντήσει σε σχετικά ερωτήματα in vivo ή να εκθέσει άποψη για τα όσο έγιναν ή γίνονται στην περιοχή αυτή. Ο τίτλος σεμνός. «Σημειώματα για τη Μέση Ανατολή». Δημοσιεύτηκε το 2005 λίγο μετά από μια σειρά από δραματικά γεγονότα στην περιοχή: τη δολοφονία του Λιβανέζου πρωθυπουργού Χαρίρι, τις συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων, τη δεύτερη εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ…
Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τη δημοσίευση του βιβλίου. Ενός εκτενούς πονήματος 407 σελίδων με καλή βιβλιογραφία, πλαισιωμένου με χάρτες που βοηθούν στην ανάγνωση και την κατανόηση του κειμένου. Μετά την ανάγνωσή του κοιτάζοντας σήμερα προς τη Μέση Ανατολή έχουμε την αίσθηση ότι ξαναζούμε πολλά από αυτά που περιγράφει ο συγγραφέας. Ασφαλώς δεν πρόκειται για τα ίδια, για μια απλή επανάληψη. Οι πρωταγωνιστές είναι εν μέρει ίδιοι, τα διακυβεύματα χωρίς να είναι άλλα από αυτά είναι εν μέρει αλλιώτικα. Η ανάγνωση του εμβριθούς βιβλίου του Δ. Παπανδρέου μας επιτρέπει να τα δούμε με άλλο βλέμμα, να κατανοήσουμε πτυχές που σε πρώτη ανάγνωση είτε δεν μας φαίνονται απόλυτα κατανοητές είτε περνάνε απαρατήρητες.
Ο συγγραφέας προχωρά μεθοδικά στην ανάλυση μιας μεγάλης περιοχής, κοντινής μας, που μας συνδέουν πολλά, καλά και κακά. Τι είναι αυτό που επιτρέπει στο συγγραφέα να πραγματευτεί μία ολόκληρη περιοχή ως ένα όλον; Η «Μέση Ανατολή», σημειώνει, δεν είναι μόνο και απλά μία γεωγραφική περιοχή. Είναι ένα όλο με πολλά κοινά. Ενότητα γεωπολιτική και πολιτισμική. Μοιράζεται τη γλώσσα, με πολλές αποχρώσεις σαφώς, και το μεγαλύτερο συντριπτικά μέρος της την ίδια θρησκεία, το Ισλάμ, και εδώ βέβαια με ακόμη μεγαλύτερες αποχρώσεις.
«Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Μέση Ανατολή ως έννοια των διεθνών σχέσεων εισήχθηκε από τον Αμερικανό αξιωματικό του Ναυτικού και ιστορικό Alfred Thayer Mahan (1840-1914). O Mahan ήταν από τους πρώτους στρατηγικούς αναλυτές στην Αμερική που κατέγραψε με τρόπο συστηματικό τη σημασία της θαλάσσιας ισχύος ως του κατ’ εξοχήν αποτελεσματικότερου μέσου για τη διεκδίκηση από ένα έθνος της πολιτικής και οικονομικής πρωτοκαθεδρίας σε παγκόσμιο επίπεδο». Ο όρος Μέση Ανατολή τελικά καθιερώθηκε το 1902.
Το βιβλίο εκτυλίσσεται σε τέσσερα επίπεδα. Ένα πρώτο ιστορικό για τις σχέσεις των ανθρώπων της περιοχής, των Αράβων κατά πρώτον, σε σχέση με τους γύρω λαούς και τις γύρω αυτοκρατορίες (κυρίως Βυζαντινή και Οθωμανική) έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα άλλα τρία στα οποία θα εστιάσουμε στο σημείωμά μας αφορούν τρία άλλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη δράση των αποικιακών δυτικών δυνάμεων στην περιοχή όσο αυτή αποτελούσε τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ένα δεύτερο που αφορά την πολιτική πάλι των δυτικών δυνάμεων στο πεδίο αυτό στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και ένα τρίτο, εξαιρετικά επίκαιρο και ενδιαφέρον που αφορά τις πορείες των χωρών που συναποτελούν τη Μέση Ανατολή μετά την ανεξαρτησία τους και τη συγκρότησή τους σε κυρίαρχα «εθνικά» κράτη.
Η Μέση Ανατολή μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και όμως από τα μέσα-τέλη του 19ου αιώνα η κατοχή ήταν περισσότερο τυπική. Οι δυτικές δυνάμεις κρατούν με τεχνητή αναπνοή την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον «μεγάλο ασθενή» από το φόβο κυρίως των Ρώσων αλλά κάνουν στο εσωτερικό της αυτό που θέλουν ανάλογα με τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Επιπλέον, εκδηλώνονται κεντρόφυγες δυνάμεις με κυριότερη την εξέγερση του Μωχάμετ Άλη, πατέρα του γνωστού μας Ιμπραήμ πασά, στην Αίγυπτο ενάντια στον Σουλτάνο. Η κατάσταση αυτή διαρκεί ως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος σηματοδοτεί το τέλος των αυτοκρατοριών και την αποσύνθεσή τους σε εθνικά κράτη, μεταξύ αυτών και την κεμαλική Τουρκία.
Παράλληλα, μετά τον επταετή πόλεμο (1756-1763) στην Ευρώπη, η Αγγλία αποκτά την ναυτική πρωτοκαθεδρία και ως αντίβαρο στην ανεξαρτησία των ΗΠΑ, αποικιοποιεί τις Ινδίες. Για να μην έχει εμπόδια στον έλεγχο της περιοχής, αποβλέπει στον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου κατά πρώτον. Η αντίδραση της Γαλλίας δεν αργεί. Εκδηλώνεται με την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, το 1798, η οποία μετά από κάποιες επιτυχίες απέληξε την ίδια χρονιά στην ήττα στη ναυμαχία του Αμπουκίρ. Ο γαλλο-αγγλικός ανταγωνισμός στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, θα κρατήσει για καιρό με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ το 1859 με τη συνδρομή των Γάλλων. Σε κάθε περίπτωση η Αγγλία διατηρεί την κυριαρχία της στη περιοχή μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι Γάλλοι περιορίζονται σε κάποιες περιοχές όπως η Αλγερία και τμήματα της Συρίας και του Λιβάνου.
Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος, «περίοδος της μετάβασης», στην ιστορία της Μέσης Ανατολής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύεται, οι χώρες της περιοχής κερδίζουν την ανεξαρτησία τους αλλά μένουν υπό την κηδεμονία των δυτικών. «Την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και όταν ο σκεπτικισμός για τη νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή διαδέχθηκε τον ενθουσιασμό που προκάλεσε ο τερματισμός της Οθωμανικής κυριαρχίας, οι Άραβες διαπίστωσαν πώς η απελευθερωθείσα μεσανατολική περιφέρεια, από τις ακτές της Μεσογείου ως τον Περσικό, επρόκειτο να αποτελέσει το πεδίο του ανταγωνισμού δύο Δυνάμεων, της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι οποίες προσπαθούσαν ήδη να ορθοποδήσουν μετά την πύρρεια νίκη που κατάφεραν επί των αντιπάλων τους έπειτα από τέσσερα έτη μιας πρωτοφανούς για τα μέχρι τότε δεδομένα πανευρωπαϊκής σύγκρουσης». Στο Μεσοπόλεμο θα ρυθμιστεί, σύμφωνα κατά βάση με τη βούληση των δυτικών δυνάμεων, η τύχη των περισσότερων χωρών της περιοχής: Ιράκ, Συρίας, Λιβάνου, Παλαιστίνης.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος περιέπλεξε περαιτέρω την κατάσταση στη Μέση Ανατολή με την εκ νέου εμπλοκή της Γερμανίας. Μετά την ήττα της κυριαρχούν δύο νέα δεδομένα. Η απόσυρση, άλλοτε επώδυνη και άλλοτε πιο ανώδυνη, τη Γαλλίας και κυρίως της Αγγλίας και η αντικατάσταση της τελευταίας από τις ΗΠΑ. Και η ανάδυση των αραβικών εθνικισμών στις διάφορες μορφές τους, με κυριότερες τις περιπτώσεις του Νάσσερ στην Αίγυπτο και του Μπααθισμού (Αναγγέννηση στα Αραβικά) στη Συρία και το Ιράκ. Αργότερα δύο νέες «επαναστάσεις» θα σημαδέψουν την περιοχή. Το κίνημα του Συνταγματάρχη Καντάφι, το 1969, στη Λιβύη και, κυρίως, η «ισλαμική επανάσταση» στον Ιράν το 1979.
Ο Παπανδρέου μας δίνει εικόνα της εξέλιξης των κινημάτων αυτών, των αρχών τους και την κατάληξή τους. «Η μεγάλη επανάσταση που εκδηλώθηκε στο Ιράν, το 1979» γράφει, «ήλθε να αποδείξει ότι δεν ισχύει πάντα η θεωρία που θέλει τα κράτη μιας γεωγραφικής ζώνης να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο ρεύμα πολιτικής συμπεριφοράς, π.χ. το εκσυγχρονιστικό στην περίπτωση των μεσανατολικών κρατών. Αν και είχαν προηγηθεί τέσσερεις συνολικά πολιτειακές μεταβολές σε κράτη της μεσανατολικής περιφέρειας (Αίγυπτος, Λιβύη, Συρία και Ιράκ) που ανέτρεψαν συντηρητικά και φιλοδυτικά κατά κανόνα καθεστώτα, στην περίπτωση του Ιράν η επανάσταση ακολούθησε συντηρητική πορεία εγκαθιδρύοντας Ισλαμική Δημοκρατία ανεξάρητα από το γεγονός ότι κα εδώ είχαμε έκπτωση ενός δυτικόφιλου καθεστώτος».
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για το ερώτημα που το διαπερνά από την αρχή ως το τέλος: γιατί η περίφημη ενοποίηση των χωρών της περιοχής, στόχος διαχρονικός των περισσότερων κινημάτων που είδαν το φως στο εσωτερικό της, δεν ευδοκίμησε; Ο συγγραφέας συνοψίζει τα βασικά χαρακτηριστικά των ενοποιητικών εγχειρημάτων σε πέντε. Πέρα από τα εξωτερικά εμπόδια ο συγγραφέας σημειώνει τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Μία από αυτές, ίσως η σημαντικότερη, έγκειται στις εσωτερικές αντιθέσεις των χωρών αυτών, εθνοτικές και θρησκευτικές, αλλά και στη σύντομη ιστορία τους ως ανεξάρτητα κράτη. «Οι δυτικές χώρες, στέρησαν (…) την μετεξέλιξη της αραβικής επανάστασης σε εθνικά κράτη το 1919, με αποτέλεσμα ο ανεξάρτητος βίος των μεσανατολικών κρατών να μην ξεπερνά κατά μέσο όρο τα 50-60 χρόνια. Από αυτή την άποψη, αποτελεί επίτευγμα το ότι νεαρά κράτη υποστηρίζουν με ενθουσιασμό την ενοποίηση, όταν τα «γηραιότερα» κράτη της Ευρώπης χρειάστηκαν πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να εξετάσουν σοβαρά την προοπτική της δικής τους ενότητας».
Φωτογραφία: Ο μικρος Δημητρης Παπανδρέου, μαθητής Δημοτικού το 1977