Εις την πόλιν των ιδεών
Την πόλιν ταύτην επεσκέφθην καγώ, τω χιλιοστώεξηκοστώ τρίτω έτει, προς ανίχνευσιν ενδείξεων περί εμού προγόνου τινός, ονόματι ΣιμωνίδουΚωνστάντιου. Εκεί μείνας καιρόν ικανόν, και σχετισθείς με τους επιφανεστέρους της πόλεως ηρεύνων, βασιζόμενος ουχί μόνον εις τους λόγους των εντοπίων αλλά, το περισσότερον, εις αυτά τα συγγράμματα των προγόνων τούτων και των εκεί περεπιδημησάντων, εξ ων και πολλά έλαβον εις χείρας, μεταξύ δε αυτών τα Μαθηματικά, εις βιβλία οκτώ, του εν λόγω Κωνστάντιου, τα Νεκρικά εις έν, τα Αστεία εις δύω και τα Χαλδαϊκά εις έξ. Τεσσαράκοντα και πέντε ενιαυτούς ζήσας ενθάδε, ως οι δέλτοι της πόλεως δηλούν, έπαυσε του ζην αυτοχειριασθείς∙ είδον πάντως του ανδρός τούτου τα έργα, εκ των όσων ο χρόνος εσεβάσθη, και εξέστην. Ήκουσον δε, ότι ούτος επέδωκεν εις τα αλχημικά και πολλάς ανακαλύψεις έκαμεν.
Ουκ αξιώθην όμως ειδείν την πόλιν ως ήτο πάλαι ποτέ ωκοδομημένη. Ερείπια μόνον είδονμεγαλοπρεπέστατα, και διακοσίους γιγαντιαίους κίονας τέχνης ιωνικής, γέμοντας επιγραφών, δεικνύοντας το μέγεθος και την καλλονήν αυτής, και πολλούς ανδριάντας και παραστάσεις επί μαρμάρου, πεφυλαγμένας εν τω ιδίω τόπω. Η νέα πόλις λαμπροτέρα της παλαιάς λογίζεται σήμερον, αλλ’ η λαμπρότης αυτής κρέμεται εις την οικοδομήν, και εις ουδέν άλλο.
Ποταμηδόν δάκρυα συνάδελφέ μου έρρευσον εκ των οφθαλμών μου, άμα ήλθον και εστάθην έναντι των ερειπίων∙ δύω καίδεκα πύλας παμμεγέθεις ηρίθμησακαι χιλίας θέσεις θυρίδων∙ εις μίαν δε εξ αυτών, εφαντάσθην τον πρόγονόν μου προβάλλοντα, κλαίων και τύπτων το στήθος αυτού, ότι αφανής μέχρι τούδε απέμεινε.
Νυν, δένδρα συκής έβλεπες, ποιούντα την οροφήντης πόλεως ταύτης∙ τέττιγες εθρήνουν και όφειςεσύριζον∙ καγώ από μακράν έβλεπον και ήκουον και να εισέλθω εις την παλαιάν πόλιν δεν ετόλμουν∙ ο συριγμός των δρακόντων με εφόβιζε τόσον ώστε εδειλίασα, και επιστρέψαι ήθελον εις την λύπην μου∙αλλ’ επί τέλους, ενθαρρυνθείς παρά του συνοδοιπόρου μου, εισήλθον εμφόβως μετ’ αυτού, πατών τα στίλβοντα κιονόκρανα, δακρύων.
Μ’ όλις εισήλθον, και οι τέττιγες έπαυσον, και εγώ έτρεμον όλως∙ άνω κάτω έβλεπον, και να προχωρήσω εφοβούμην∙ φοβισμένος δε στρέφω τους οφθαλμούς μου επί μιας συκής γιγαντιαίας. Ηράσθην την καλλονήν αυτής και τους ωραίους καρπούς της∙ και ήπλωσα, ως άλλη Εύα, εις τον πλησιάζοντα κλώνατης, ίνα κόψω και γευθώ τον ροδόχρου καρπόν της. Αλλ’ απλώσας, και κόψας, και τον γλυκόν καρπόναυτής γευθείς, εμεθύσθην της γλυκύτητος, και δευτερώσαι ετόλμησα.
Μόλις γουν ήπλωσα, έχιδνα τρομερά ρίπτεται κατ’ εμού εκ της συκής, και τυλίσσεται του τραχήλου και των χειρών μου, και τύπτειν εζήτει την σάρκαν μου∙ιδρώς θανάτου έρρευσεν εκ των πόρων μου τότε, και φωνάς αγρίας έβαλον, και ουδείς ο πλησίων βοηθών.
Αι αλλεπάλληλοι φωναί μου αντήχησαν, και τον προχωρήσαντα συνάδελφόν μου ετάραξαν και προς το βοηθείσαι με έσπευσε. Ενεός έμεινε και εκείνος άμα με επλησίασε, και είδε τον δράκοντα τυλισσόμενον, και σφίγκοντα τας σάρκας μου. Αλλ’ απεδειλίασεν ευθύς∙ έσχισε διά του αιχμηρού καλάμου του τον αρτοφόρον σάκκον του, ετύλιξεντην αριστεράν του χείρα, και του δράκοντος την κεφαλήν έσφιγξεν, ετοίμη ούσα να στραφεί και κατ’ αυτού, και διά του καλάμου επί της δεξιάς, δίκην ξιφιδίου, εχώρισεν αυτήν από το σώμα, και έρριψενμετά θυμού.
Είτα, κερματίσας και το εισέτι ζων σώμα του, το συσφίγγοντα και τύπτοντα το εμόν, ηλευθέρωσέ με από τας χείρας του θανάτου. Εις τον ώμον του έθεσέμε, και εφύγαμεν.
Απομακρυνθέντες μικρόν, άφησέ με υπό σκιάνδένδρου, όπερ έκειτο επί λοφίσκου τινός, μαραμένονκατάτε την όψιν και το σώμα, και απήλθεν ζητών βότανα εις τον πλησίον ρύακα∙ μόνος τότε μένων, και την παλαιά πόλιν θεωρών, με οφθαλμούς δακρυρροούντας, εταλάνιζον τον εαυτόν μου.
Αναίσθητος ήμην εις τας πληγάς του σώματός μου, και οι πόνοι έπαυον, άμα τους οφθαλμούς μου προσήλωνα επί των ερειπίων. Οι ακρωτηριασμένοι ανδριάντες και τα υπερμεγέθη μάρμαρα της οροφής και οι δεκαπενταπήχεις κίονες και τ’ άλλα πολυποίκιλα αυτής κοσμήματα, τα εν τω πεδίω διεσπαρμένα τήδε κακείσε, αντανακλώμενα υπό των ακτίνων του ηλίου εθάμβωσαν τους βουρκώδειςοφθαλμούς μου, και εσκέπασα αυτούς διά της χειρός μου, και έτριβον με το τριβόνιόν μου. Ο βόμβος των μελισσών, η θρηνωδία των τεττίγων, ο συρριγμόςτων δρακόντων, εθορύβησαν την ακοήν μου, ετάραξαν τον εγκέφαλόν μου και έμεινα ηλίθιος.
Τότε, αισθάνομαι τον εαυτόν μου τρέμοντα, και τους πόνους μου δριμείς∙ σηκώνομαι, και πάλιν πίπτω, και ιδού σαύραι, και ακρίδες επάνω μου πετούν, και φλογίζομαι υπό του ηλίου. Ύδωρ ζητώ∙ ο ασκός μου πλησίον, και δύναμιν ουκ έχω λαβείν αυτόν∙δοκιμάζω, λαμβάνω αυτόν, με αγώνα ουχί μικρόν, και μόλις βρέχω τα χείλη μου, πίπτει, ο ασκός, συνάμα με εμέ, και ποτίζει αντ’ εμού την φλεγομένηνγην.
Εν τω μεταξύ, ιδού και έρχεται ο σωτήρ μου με τα βότανα εις χείρας, με πλησιάζει, με λαλεί∙ αλλ’ η άναρθρος φωνή μου εκίνησεν εις δάκρυα αυτόν, και άφησε τα βότανα∙ με γυμνώνει τότε, και με τα βότανα με τρίβει ισχυρώς, ως ώραν μίαν∙ και αι μελαναί σάρκες μου ήρχισαν να λαμβάνουν το φυσικόν τους χρώμα, και οι πόνοι να παύσωσινοπωσούν. Επαναλαμβάνει την πράξιν, αφ’ ου το σώμα μου εχάραξεν εις πολλά μέρη, διά της αιχμηράςγραφίδος, και μελανόν έτρεξεν εκ των χαραγμάτων ουκ ολίγον∙ βρέχει τα χαράγματα με χυμόν άλλου βοτάνου, και πάλιν ήρχισε να τρίβη. Τότε ησθάνθηνπόνους δριμυτάτους, και τον θάνατον επικαλούμην∙αυτός δε τρίβων με, με ισχύν μεγάλην, έτρεχεν ο ιδρώς του ποταμηδόν, και έλεγε: μη φοβού, ιάθηςπλέον∙ και έπαυσε του τρίβειν, αφ’ ου το αίμα μου είδε να έλθη εις την φυσικήν αυτού θέσιν.
Μετά μικράν ανάπαυσιν, αλείφομαι πάλιν παρ’ αυτού, με τρίτον βότανον∙ ενδύομαι ύστερον με τον εμού χιτώνα, και περιζώνιον, και ητοιμαζόμεθα να βαδίσωμεν προς την νέα πόλιν, αλλ’ εζνάφιονξυλοκόπων, ου μακράν ημών ξυλεύον, και την πόλιν τροφοδοτούντες με του χειμώνος την ύλην, μας ελευθέρωσε της πολυπόνου οδού∙ ακούσαντες τας κραυγάς ημών, επλησίασαν, και αλτάροντες δύο εξ αυτών εις την γην έδραμον προς βοήθειαν, και ανεβίβασον ημάς επί των ημιόνων αυτών ευχαρίστως, θέτοντες στρωμνήν παχειάν επί του κάτωθεν εμού ημιόνου, και δέσαντές με καλώς, ώστε μην περιπέσω.
Εγώ δε, κλίνας επί της στρωμνής, και της αλγηδώνοςαφεθείς, έσυραν την προσοχήν μου ο ρυθμικός ήχος των πετάλλων των ημιόνων επί της πετρώδους γης, και ο δροσόεις άνεμος∙ εκάμμυσα τους οφθαλμούς μου και εδόθην εις ύπνον, και ηγέρθην μόλις τον θόρυβον της πόλεως ήκουσα. Εγερθείς δε, έλαβόν με οι δύο άνδρες, και επί των ώμων αυτών έθεσάν με, και εις την οικίαν του συνοδοιπόρου μου έφεράν με. Δύω μήνας έμενον κληνήρης, και μετά ταύτα υγιής κατέστην, θεραπευόμενος, και φιλοξενούμενος υπό του συνοδοιπόρου μου, Ψελλού Μιχαήλ.
Η φιλοξενία της πόλεως ταύτης σπανιωτάτη εστί∙καθ’ όσον καιρόν διήτριψα ενθάδε, τα πάντα είχονδωρεάν∙ πολλάκις ετόλμησα ανταμείψω τα δώρα, και εστάθη αδύνατον∙ προσβολήν θεωρούσιν οι κάτοικοι την πληρωμήν του ξένου, επί οιουδήποτε πράγματος. Όστις ξένος και αν άντεχε υπάγει εις την πόλιν, πρώτον ήθελε φιλοξενισθή υπό ενός των προυχόντων μήνας έξ, και είτα υπό των λοιπών. Είναι δε και φιλόμουσοι, και εις το άκρον εύθυμοι και φιλεόρτιοι, και αμελείς, και φιλοτάραχοι ουκ ολίγον.
Η φιλοτιμία των κατοίκων, ως προς το φιλοξενείν και υποχρεώνειν, είναι ασύγκριτος κατά πάντα, ιδία δε των ολιγότερον επιφανεστέρων, εχόντων έργον μικρού λόγου αξίας, λαμβάνοντες εκ της φιλοξενίας επαισθητήν ευχαρίστησιν, ότι ελπίζουσιν εις μνείαντου ονόματός των εις χώρας μεμακρυσμένας και γλώσσας αλλοτρίους. Ευκόλως διακρίνονται τούτοι, ότι αργυροκεχρυσωμένοι μέχρι πώγωνος, φέροντες καθ’ ημέραν στεφάνους και διαδήματα άλλα, αμφιβόλων βραβεύσεων και διακρίσεων, ωδωλογούντες επί μακρόν την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Ζώντες εις τον τρόμον της αφανείας, ήτοι την μοίραν του εμού προγόνου −μέχρι τούδε−, νομίζουσιν ότι ούτως ποιούν αλεξίβροχον τι, αδιάβροχον υπό της βροντώδους καταιγίδος του πανδαμάτορος χρόνου, και αδιαπέραστον υπό των πυρικαύστων ακτίνων της λήθης, ήτις φρύγει και κονιορτοποιεί και αφανίζει τα εφήμερα έργα.
Από το ανέκδοτο βιβλίο, Η Προμηθέα∙ πολυφωνική μεταμυθοπλασία