Αγγελική Πεχλιβάνη, 40 εμπύρετα όνειρα, εκδόσεις Κίχλη, 2024
«Η ποίηση δεν είναι θέμα μορφής, είναι θέμα έντασης.»* αναφέρει ο Ν. Βαγενάς και πράγματι, τα 40 ποιητικά κείμενα σε μορφή πρόζας, της Αγγελικής Πεχλιβάνη αποδεικνύουν πως η ποίηση μπορεί υπερβεί τα όρια των μορφών, όπως άλλωστε και η πεζογραφία. Το βάθος και η ένταση, λοιπόν, είναι, το ζήτημα που αφορά την ποιητική της παρούσας συλλογής της Πεχλιβάνη, η οποία μένοντας πιστή στα υφολογικά της στοιχεία μας παραδίδει μια ακόμα συλλογή με την ίδια λογοτεχνική αξία, όπως και οι τρεις ποιητικές συλλογές που προηγήθηκαν. Η ημερολογιακή γραφή – μορφή που εμφανίζεται και στις «Γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί», (Κίχλη, 2021), μετουσιώνεται εδώ σε μια μαιανδρική αλληλουχία καλειδοσκοπικών ονείρων, όπως αναφέρεται στην σελίδα του εκδοτικού οίκου, όπου το ποιητικό Εγώ βυθίζεται σε ένα ενύπνιο υπαρξιακό ταξίδι από το οποίο δεν λείπουν οι πλείστες διακειμενικές συνομιλίες που ξεπηδούν από τις αναγνώσεις της ποιήτριας. Παρόλη την ονειρική ατμόσφαιρα, δεν λείπει ο ρεαλισμός από τις ζωντανές περιγραφές, οι οποίες φέρουν ψηφίδες μαγικές, αφού το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί συχνά με την άλλη μεριά, ενώ δεν αποσυνδέεται ολότελα από την πραγματικότητα. Ωστόσο, τα υπερρεαλιστικά στοιχεία υπερέχουν, εντάσσοντας την ποιήτρια σε μια νεοτερικότητα η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Ένα πουλί διασχίζει τον ύπνο σου. Ακούς τον ήχο φτερουγίσματος σαν να παφλάζει θάλασσα σκοτεινή. Ανάβεις το φως, ένα κοράκι σε κοιτάζει με τρυφερότητα.» (όνειρο τρίτο, -θλίψη-, Νοέμβριος 2019, σελ. 11)
Η γραφή, εναλλάσσεται μεταξύ α΄ και β΄ προσώπου, μιας απεύθυνσης δηλαδή σε ένα πρόσωπο κάθε φορά, το οποίο μπορεί να είναι και τρισυπόστατο: το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται άλλοτε στην έσω ύπαρξη, ιδιαίτερα στο αντικείμενο του ερωτικού του πόθου, ενώ οι αγαπημένοι μεταστάντες – η μητέρα, κυρίως – μοιάζουν να αιωρούνται, συχνά μετουσιωμένοι σε ρόλους ενδιάμεσους, μα πάντα ευδιάκριτοι ως παρουσίες. «Είναι Χριστούγεννα και η θάλασσα από ψηλά αφρός. Αέρας δυνατός και χιόνι. Τα χέρια μου είναι παγωμένα αλλά δεν με νοιάζει, βλέπεις δεν σ’ αγγίζω πια, εσύ ασφαλής ζεσταίνεσαι στο χώμα ενώ η ανάσα σου ατμίζει τρενάκι παιδικό στην κρύα μέρα.» (όνειρο έβδομο –σκιαθίτικο-, σελ. 15)
Σαράντα όνειρα, με ημερολογιακή σειρά, αρχής γενομένης, από τον Οκτώβριο του 2019. Σε δύο ενότητες καταγράφεται με υπερρεαλιστική ακρίβεια ένα εμπύρετο υπαρξιακό ταξίδι. Το φως που περιγράφει τις εικόνες της ενύπνιας εξομολόγησης φέρει την ένταση του ερωτικού πόθου. Φως και σκοτάδι εναλλάσσονται ανάλογα με την εσωτερική οπτική γωνία και φωτίζουν το αντικείμενο του πόθου, δημιουργώντας εικόνες ζωντανές, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν τη ζωηρότητα και την παραληρηματική υπερβολή του γκροτέσκο που διακρίνει τα όνειρα. «Μεσημέρι καλοκαιριού. Εσείς με νυχτικό λεπτότατο, Gossypium barbadense, αχνίζετε απ’ τη ζέστη. Εγώ κοιμάμαι σε μια κλωστή μεταξωτή που μόλις περνάει η βελόνα. Ενώ έρχεστε προς το μέρος μου (είστε η Τζέην, είστε η Γκωτιέ, ίσως και η Λίσμπεθ Σάλαντερ), ένα κύμα θερμότητας εισβάλλει στο σπίτι κι ανάβει φωτιά.» (Όνειρο δεύτερο, -στάχτη-, σελ. 10). Εδώ, η πραγματικότητα βαδίζει στο πλάι διατηρώντας μια κομψή ισορροπία, καθώς το ποιητικό Εγώ καταβυθίζεται σε οικογενειακές αναμνήσεις που σημάδεψαν την πορεία του, παλινδρομεί, φορτίζεται συναισθηματικά, συνομιλεί διακειμενικά με συγγραφείς που έχει αγαπήσει, ξορκίζει τον θάνατο και παρωδεί την απώλεια. «Αυτό το όνειρο είναι ασφυκτικό. Δεν προμηνύει τίποτε καλό, σκέφτηκα μέσα στ’ όνειρό μου. Πέθανες πάλι, αυτή τη φορά στα παιδικά μου χέρια. […] Ανάβω τσιγάρο και παίρνω τα ποιήματα που διάβαζα πριν κοιμηθώ: Εκεί που είχαν ζήσει του Ρέυμοντ Κάρβερ.» (Όνειρο εικοστό όγδοο-Ρέη-, σελ. 41)
Ο τόπος στην πρώτη ενότητα, όπως ακριβώς συμβαίνει στα όνειρα, δεν είναι ποτέ συγκεκριμένος, αντίθετα μετακινείται ανάλογα με τη ψυχική διάθεση, ενώ στην δεύτερη και πιο εκτεταμένη, η οποία αναφέρεται σε μια περίοδο αρκετά τραυματική για όλη την ανθρωπότητα, τον εγκλεισμό, ο τόπος παγιώνεται ασφυκτικά. Ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις εγκλωβίζει τα όνειρα, μα εκείνα, κατά τη συνήθη τους τακτική, δραπετεύουν και παρασέρνουν το ποιητικό υποκείμενο σε διακειμενικές περιπλανήσεις, σε τόπους που ταυτίζονται φαντασιακά και με αυτό, οι οποίες συνάπτονται συχνά με όσα επιθυμεί διακαώς να επιλύσει το υποσυνείδητο. «Τη στιγμή που αποβάλλω τον φόβο μου και περπατώ γρήγορα, όπως σαν να σε συναντούσα, η κρούστα του πάγου σπάει και βρίσκομαι μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, που μου διαφεύγει τ’ όνομά της (βρίσκομαι κάπου στη βόρεια Ελβετία, κοντά στη Βασιλεία). Πιθανώς πεθαίνω αμέσως απ’ τον φόβο ή απ’ το κρύο.», (Όνειρο τριακοστό πρώτο –καπιταλισμός και προτεσταντισμός- σελ. 44).
Το τεσσαρακοστό όνειρο πια (-και τελευταίο-), κλείνει συμβολικά έναν κύκλο κάθαρσης, (τίποτα βρεγμένο) όπου το ποιητικό Εγώ, ως άλλος ραψωδός, μιμείται τη σοφία των τραγικών για να επιφέρει την κάθαρση. Σ’ αυτό το όνειρο φωλιάζει η ελπίδα, το φως, η ανάγκη για αναγέννηση, το ποιητικό υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να δραπετεύσει από τον ακούσιο και εκούσιο εγκλεισμό του σώματος και της ψυχής. Υπόσχεται ίαση. Σ’ αυτό το όνειρο δεν κατοικεί κανένας υπαινιγμός, καμία μεταφορά, «Σ’ αυτό το όνειρο θέλω κυριολεξία.», θα πει. Θα καλέσει ζώντες και νεκρούς ν’ ακούσουν τον βοριά που κομματιάζει την τέντα στο μπαλκόνι, θα βρέχει, μα εκείνους τους θέλει στεγνούς, όπως τους στίχους της, «“Στίχοι βρεγμένοι δεν αντέχουν στον καιρό, σαπίζουν”, έτσι λένε , όταν με τις μπλε γαλότσες μου, τις παιδικές θα δραπετεύω δια παντός από το όνειρο αυτό. Το όνειρο το βροχερό, που είναι το τελευταίο.» (Δεκέμβριος 2021)._
*Νάσος Βαγενάς Η Εσθήτα της Θεάς (1988)
Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου