Συνέντευξη στη Μίνα Πετροπούλου για το “ΔΙΑΓΩΝΙΩΣ”
Η συγγραφέας Μαρία Στασινοπούλου
Η μικρή φόρμα, στην οποία επιμένετε στα έργα σας, φαίνεται να συνιστά για εσάς κάτι περισσότερο από μια απλή τεχνική επιλογή. Καθώς ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχούν οι εικόνες και οι συντομεύσεις, θεωρείτε ότι η σύντομη, πυκνή γραφή αντανακλά την ανάγκη για μία πιο «συμπυκνωμένη» πραγματικότητα; Πώς αυτή η επιλογή συνδέεται με τον κόσμο μας, που καθημερινά επιμένει στις ταχύτατες εναλλαγές εικόνων και στιγμών;
Σίγουρα η μικρή φόρμα είναι επιλογή που οφείλεται καταρχάς σε μίαν εμμονή που με χαρακτηρίζει για την ουσία των πραγμάτων, χωρίς φιοριτούρες. Οι ταχύτατες εναλλαγές εικόνων και στιγμών, που λέτε, συμφωνώ μαζί σας ότι παρέχουν υλικό, αλλά τότε μόνον όταν κανείς έχει μάθει να παρατηρεί γύρω και όχι απλώς να βλέπει.
Ο Νίκος Βατόπουλος έχει γράψει ότι έχετε επινοήσει δικό σας αφηγηματικό είδος. Πολύ τιμητική τοποθέτηση αλλά αισθάνεσθε πιθανόν ότι ταυτόχρονα φέρει και ιδιαίτερο βάρος για τη συγγραφική/λογοτεχνική σας πορεία;
Η παρατήρηση του Νίκου Βατόπουλου, ενός ανθρώπου που εκτιμώ και θαυμάζω, με τιμά ιδιαίτερα. Ίσως όμως αυτό που ονομάζει δικό μου αφηγηματικό είδος δεν είναι παρά αποτέλεσμα της μαθητείας μου, ως αναγνώστριας, σε σπουδαίους συγγραφείς, όπως ο Μπρεχτ και ο Μπέκετ, ο Ματσόουρεκ και ο Ζάρκο Πετάν, ο Μαρσέλ Σβομπ και ο Κάρβερ, αλλά και ο Λουκιανός, ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Αίσωπος.
Στο νέο σας βιβλίο, Του καιρού που επιμένει, ο χρόνος δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια αλλά αποτελεί το πεδίο όπου δοκιμάζονται οι ανθρώπινες αντοχές. Πώς ορίζετε αυτή την «πάλη» με τον χρόνο στην καθημερινότητα των ηρώων σας και ποια είναι η προσωπική σας σχέση με την αδιάκοπη δυναμική του χρόνου να μας αλλάζει, να μας φθείρει και να μας αναγκάζει να προχωρήσουμε παρά την αίσθηση της φθοράς;
Ο χρόνος, είχα διαβάσει κάπου, δεν υπάρχει, είναι μία επινόηση των ανθρώπων για να χωράνε μέσα του τα γεγονότα. Είναι πράγματι το αμόνι πάνω στο οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές μας. Ο χρόνος δεν με φοβίζει τόσο για τη φθορά που υφιστάμεθα, και που σιγά σιγά τη συνηθίζει και την αποδέχεται κανείς, όσο με τρομάζει η ανημπόρια που συνοδεύει ή ακολουθεί αυτή τη φθορά. Θεωρώ ύψιστο αγαθό την αυτάρκεια, η οποία όμως απειλείται από τη σωματική ανημπόρια.
Η ιδέα του θανάτου, με τον ανάλαφρο τρόπο που τον προσεγγίζετε σε κάποιες περιπτώσεις, προβάλλει έντονα στις ιστορίες σας. Αντί να τον φοβάστε, τον προσεγγίζετε με ειρωνεία ή χιούμορ. Πιστεύετε ότι αυτό το χιούμορ λειτουργεί ως ένας τρόπος να τον «ξορκίσετε» ή ως ανάγκη να τον αποδεχτείτε με έναν λιγότερο τραγικό τρόπο, που αναδεικνύει και την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης;
Το χιούμορ, η ειρωνεία, η διακωμώδηση, σίγουρα είναι όπλα άμυνας και “ξορκισμός” στο αμετάκλητο του θανάτου, αρκεί να μη μας αφορά προσωπικά. Όπως έγραψε και ο Ζάρκο Πετάν «ο θάνατος δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Σε όλη τη ζωή μου συμβαίνει σε άλλους».
Η μετάβαση από την πραγματικότητα στη λογοτεχνία, όπως δηλώνετε, είναι μια διαδικασία διύλισης και τροποποίησης των γεωγραφικών ορίων. Ποια είναι τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού για εσάς; Πώς επιλέγετε ποια στοιχεία της πραγματικότητας θα διατηρήσετε στην αφήγηση σας και ποια θα «μεταμορφώσετε» σε κάτι διαφορετικό για να εξυπηρετήσουν την ιστορία που επινοείτε/γράφετε κάθε φορά;
Ένα στοιχείο επιτυχίας στο λογοτεχνικό έργο είναι η αληθοφάνεια. Ό,τι γράφει κανείς να φαίνεται αληθινό ακόμη και αν δεν είναι. Δεν ξέρω αν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, εξάλλου, κοινός τόπος αυτό, συχνά η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία. Όλα είναι θέμα ισορροπιών.
Η οικογενειακή δυναμική και οι σχέσεις γονιών-παιδιών είναι ένα στοιχείο που επανέρχεται στο έργο σας. Πιστεύετε ότι οι γονείς σήμερα εξακολουθούν να «ρυθμίζουν» τις ζωές των παιδιών τους, ή υπάρχει μια νέα γενιά που ανθίσταται σ’ αυτή τη διαρκή επιβολή; Ή μήπως τα παιδιά, παρά τις φαινομενικές διαμαρτυρίες τους, αισθάνονται άνετα μέσα στην πατροπαράδοτη δυναμική του οικογενειακού θεσμού; Πόσο δύσκολη είναι η λογοτεχνική αποτύπωση αυτών των σχέσεων που επηρεάζουν με καθοριστικό τρόπο όνειρα, προσδοκίες, ματαιώσεις;
Η οικογένεια, στα δικά μας τουλάχιστον ελληνικά δεδομένα, ήταν και εξακολουθεί να είναι ισχυρός κοινωνικός δεσμός. Οι γονείς θέλουν και επιδιώκουν να ρυθμίζουν τις ζωές των παιδιών τους και τα παιδιά επαναστατούν ή νομίζουν ότι επαναστατούν, αλλά στο τέλος ξαναγυρίζουν στην εστία, στηρίζονται στη συνδρομή των γονιών και την επιζητούν. Η λογοτεχνική αποτύπωση των ποικίλων οικογενειακών σχέσεων, για τον ικανό λογοτέχνη δεν είναι δύσκολη, πολλά τα παραδείγματα.
Η γλώσσα λειτουργεί ως ένας ζωντανός οργανισμός που δεν πρέπει να κακοποιείται, αλλά να εξελίσσεται και να αφομοιώνει νέες επιρροές. Η γλώσσα για εσάς φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω από εργαλείο – είναι ένα μέσο έκφρασης που εκπλήσσει συνεχώς. Ο Νικήτας Παρίσης μάλιστα είχε αναφερθεί στα «μεταξωτά ελληνικά της Μαρίας Στασινοπούλου». Ποια είναι η προσωπική σας σχέση με τη γλώσσα και ποια είναι εκείνα τα «μαγικά» των στοιχείων που σας συναρπάζουν; Υπάρχουν λέξεις που έχουν για εσάς ιδιαίτερη δύναμη;
Η γλώσσα είναι η σκέψη του ανθρώπου. Δεν υπάρχουν λέξεις με ιδιαίτερη δύναμη∙ ιδιαίτερη δύναμη μπορεί να έχουν οι έννοιες στις οποίες αναφέρονται οι λέξεις. Για μένα μετρά πάντα η αναζήτηση της «καίριας» λέξης, αυτής που λέει καθαρά ό,τι έχει να πει, τη συγκεκριμένη στιγμή, στο συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον. Διαβάζω πολλές φορές ό,τι έχω γράψει και προσπαθώ να βρω τι λείπει, τι περισσεύει, τι χρειάζεται μεγαλύτερη ανάπτυξη, πόσο κατανοητός είναι ο υπαινιγμός, πόσο δουλεύει ο συμβολισμός.
Πολύ κολακευτικός για μένα ο χαρακτηρισμός του αξέχαστου Νικήτα Παρίση, ενός από τους σημαντικότερους φιλολόγους που είχαμε στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος μαθητών και δάσκαλος δασκάλων. «Τα μεταξωτά ελληνικά» από έναν τέτοιο δάσκαλο είναι τίτλος τιμής!
Η γοητεία, όπως σημειώνετε, είναι θέμα παιδείας και εσωτερικής ακτινοβολίας, κάτι που έχει να κάνει με τον τρόπο που υπάρχει κανείς στον κόσμο. Στον δικό σας φαίνεται να προβάλλεται αυτή η «κομψότητα» στην ύπαρξη των χαρακτήρων σας. Πιστεύετε ότι η πραγματική γοητεία έχει βαθύτερη διάσταση και πώς αυτή αποτυπώνεται στην αλληλοεπίδραση των λογοτεχνικών ηρώων/προσώπων σας με τον κόσμο γύρω τους;
Η γοητεία είναι, νομίζω, ένα ιδιαίτερο εσωτερικής προέλευσης χαρακτηριστικό, που, κάνει ελκυστικό έναν άνθρωπο. Βγαίνει από τα μάτια, το χαμόγελο, την έκφραση, την κίνηση του σώματος αλλά και από τον λόγο. Και βέβαια, έχει να κάνει με την πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, την συναισθηματική του νοημοσύνη, την ευγένεια, τον τρόπο που αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον του. Αυτή η ποιότητα φαίνεται στους λογοτεχνικούς μου ήρωες, όταν την διαθέτουν, κυρίως στα μάτια των άλλων.
Αναγνωρίζετε την αξία της ενσυναίσθησης, της αυτοεκτίμησης και του σεβασμού στην καθημερινή ζωή. Αυτές οι αξίες, όπως τις παρουσιάζετε, διατρέχουν το έργο σας και αποτυπώνονται στις σχέσεις των χαρακτήρων σας. Τι θεωρείτε πιο αναγκαίο για τη συγγραφή λογοτεχνίας που αγγίζει τον αναγνώστη: την ειλικρίνεια, την ανθρωπιά ή τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση με τον κόσμο;
Νομίζω όλα όσα λέτε και θα πρόσθετα ως πρώτη την αγάπη για τον άνθρωπο, με όλες τις αδυναμίες που αυτός κουβαλά. Τον αναγνώστη τον αγγίζει, όταν αναγνωρίζει, στα πρόσωπα και τα γεγονότα που διαβάζει, στιγμές δικές του που έζησε ή φαντάστηκε∙ αλλά και κάτι που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα μπορεί να τον συγκινήσει το ίδιο.
Η παρατήρηση, η ενδοσκόπηση και η καταγραφή των γύρω σας αποτελούν βασικά εργαλεία της συγγραφής σας. Εντούτοις, έχετε δηλώσει ότι υπάρχει πάντα ο φόβος μήπως κάποιος αναγνωρίσει τον εαυτό του στις ιστορίες σας. Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στη «δημιουργία» και την «προσωπική προστασία», ώστε να αποφύγετε τυχόν ενοχλήσεις ή παρεξηγήσεις από τους «πραγματικούς» ανθρώπους πίσω από τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες σας;
Ναι, υπάρχει αυτός ο φόβος και μου έχει συμβεί. Δεν είναι ευχάριστο να νιώθει ο άλλος ότι τον ξεγυμνώνεις. Ένας απλός τρόπος είναι να αλλάξεις τα ονόματα, τους τόπους και να ανακατέψεις ετερόκλητα στοιχεία. Εξάλλου αυτή την ενόχληση προσπαθεί να αποτρέψει η δήλωση, που υπάρχει πολλές φορές, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο ή το θέατρο: «το έργο είναι προϊόν μυθοπλασίας και οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι συμπτωματική».
Επισημαίνετε συχνά την αναγκαιότητα του «αναθεωρείν», την πολυτέλεια της αναθεώρησης, όταν συνειδητοποιείς ότι κάτι εκτίμησες λάθος. Ποιες είναι οι προσωπικές σας αξίες για μια αρμονική ζωή και πώς αυτές ενσωματώνονται στο έργο σας, τόσο ως συγγραφέα όσο και ως άνθρωπο; Τι θεωρείτε ότι πρέπει να διαφυλάξουμε στην εποχή μας και πώς αντιλαμβάνεστε την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε αυτή τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Η αναθεώρηση απόψεων, εάν υπάρχουν ερείσματα, εφόσον τα πάντα αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς, αποτελεί πρόοδο. Οι εμμονές βλάπτουν. Αν και δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές και να δογματίζω, για μένα οι βάσεις για μια αρμονική ζωή είναι η ειλικρίνεια, η αγάπη, η ενσυναίσθηση, η δικαιοσύνη, ο διάλογος, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα.
Η Κριτικός και ερευνήτρια Μαρία Στασινοπούλου
Η κριτική της λογοτεχνίας απαιτεί έναν ιδιαίτερο συνδυασμό ευαισθησίας και αυστηρότητας, αντικειμενικότητας και προσωπικής ματιάς. Πώς διαμορφώθηκε η δική σας προσέγγιση στην κριτική; Υπάρχει κάποια θεμελιώδης αρχή που ισχύει διαχρονικά ή έχουν αλλάξει οι κριτικοί σας προσανατολισμοί με την πάροδο του χρόνου;
Η ενασχόλησή μου με την κριτική άρχισε τυχαία, όχι ως επαγγελματική ιδιότητα αλλά ως άποψη ενός επαρκούς αναγνώστη. Ξεκίνησα από το περιοδικό Διαβάζω (στην εκδοτική ομάδα και τη συντακτική επιτροπή του οποίου ήμουν εξαρχής), μετά πέρασα στην εφημερίδα Το Βήμα και κατόπιν στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο και στην Εφημερίδα των Συντακτών. Έγραφα και γράφω πάντα για βιβλία, που μου αρέσουν, κατά κύριο λόγο πεζογραφικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατυπώνω και τις ενστάσεις μου, όταν υπάρχουν. Κατά την παρουσίαση, εντάσσω κάθε καινούργιο έργο στη συνολική παραγωγή του συγγραφέα (φροντίζω να είμαι ενημερωμένη), ελέγχω μορφή και περιεχόμενο μαζί,και εστιάζω, στον ρέοντα λόγο, την ενδιαφέρουσα πλοκή, τις ανατροπές, τους ολοκληρωμένους και ιδιαίτερους χαρακτήρες, την πρωτοτυπία. Όταν είναι εφικτό και η περιορισμένη έκταση της εφημερίδας το επιτρέπει, βλέπω το βιβλίο σε συνάρτηση με άλλα ομοειδή.
Η σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας είναι εμφανής τόσο στο κριτικό σας έργο, όσο και στις μελέτες σας. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι η ιστορία επηρεάζει τη λογοτεχνία αλλά και αντίστροφα; Πιστεύετε ότι η κριτική ενός λογοτεχνικού έργου πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο γράφτηκε ή είναι προτιμότερη μια πιο αποστασιοποιημένη ανάγνωση;
Οι σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή και μάλιστα στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα, όπως ήταν την εποχή μου, δεν μου επιτρέπει να δω διαφορετικά το θέμα. Σαφώς και η λογοτεχνία είναι μέρος της ιστορίας μιας εποχής και η ιστορία περνά στο λογοτεχνικό έργο ως πλαίσιο τοπικό ή χρονικό και έτσι πρέπει να διαβάζεται.
Έχετε ασχοληθεί με τη μελέτη εμβληματικών λογοτεχνικών μορφών, όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Κ.Π. Καβάφης. Υπάρχει κάποιο στοιχείο στα έργα αυτών των ποιητών που θεωρείτε ότι δεν έχει φωτιστεί αρκετά από την έρευνα και που, ενδεχομένως, θα άξιζε περαιτέρω διερεύνηση;
Τα σπουδαία έργα μεγάλων λογοτεχνών, και τέτοιοι είναι και ο Καβάφης και ο Σεφέρης, πάντα είναι ανοιχτά για διερεύνηση και αναζήτηση καινούργιων στοιχείων. Εξάλλου η θεωρία της λογοτεχνίας δεν σταματά να μας δίνει νέα κλειδιά.
Η λογοτεχνική κριτική στις μέρες μας βιώνει μια μετάβαση από τα έντυπα μέσα στις ψηφιακές πλατφόρμες. Συμμετέχετε ενεργά τόσο σε έντυπα όσο και σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Πώς βλέπετε αυτή την αλλαγή; Πιστεύετε ότι η κριτική χάνει ή κερδίζει από την αμεσότητα και τη μεγαλύτερη διάχυση που προσφέρει στο διαδίκτυο;
Είναι τόσο μεγάλη η διάχυση και δύσκολο να την παρακολουθήσει κανείς. Προσωπικά προτιμώ τον έντυπο λόγο, το τυπωμένο χαρτί. Δεν είναι κακό πράγμα η πολυφωνία, αλλά κάπου χάνεται το μέτρο. Αν χάνει ή κερδίζει η κριτική, το μέλλον θα το δείξει.
Ως μέλος επιτροπών απονομής λογοτεχνικών βραβείων, έχετε παρακολουθήσει από κοντά τη διαμόρφωση του σύγχρονου λογοτεχνικού τοπίου στην Ελλάδα. Πιστεύετε ότι τα βραβεία λογοτεχνίας αντανακλούν πράγματι τις πιο καινοτόμες ή σημαντικές λογοτεχνικές φωνές; Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι η κριτική ενός έργου δεν επηρεάζεται από συγκυριακούς ή εξωλογοτεχνικούς παράγοντες;
Μία φορά που υπήρξα μέλος Επιτροπής κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, μετά τις πρώτες συναντήσεις των μελών, παραιτήθηκα. Κάτι πρέπει να σας λέει αυτό. Είναι πολλά τα θέματα που χρειάζεται να λυθούν για να είναι έγκυρη και πειστική μία βράβευση. Και απαιτείται μεγάλη συζήτηση, ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους στην βιβλιοπαραγωγή. Δεν είναι της παρούσης. Συχνά βραβεύτηκαν άνθρωποι που άξιζαν και άλλοτε απορήσαμε με τις επιλογές. Ένα άλλο αξιοθαύμαστο είναι το πόσα σωματεία, εταιρείες, σύλλογοι και περιοδικά δίνουν λογοτεχνικά βραβεία.
Η εκπαιδευτική σας πορεία και η συνεργασία σας με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας και της ιστορίας. Πιστεύετε ότι σήμερα η σχολική εκπαίδευση προάγει την αγάπη για τη λογοτεχνία ή λειτουργεί περισσότερο ως ένα σύστημα υποχρεωτικής ανάγνωσης χωρίς βιωματική πρόσβαση στα κείμενα;
Φοβάμαι ότι η κυριαρχία της εικόνας και το πάθος των παιδιών για τα ηλεκτρονικά δεν τα οδηγούν στα βιβλία. Μόνο κάποιες εξαιρέσεις φωτισμένων δασκάλων, που όλο και λιγοστεύουν, μπορεί να ανοίξουν δρόμους «βιωματικής πρόσβασης στα κείμενα», όπως λέτε. Μακάρι να κάνω λάθος.
Ανήκατε στην ιδρυτική ομάδα του περιοδικού “Διαβάζω” και υπήρξατε μέλος της συντακτικής του επιτροπής για πολλά χρόνια. Τι σημαίνει για εσάς η διαμόρφωση ενός λογοτεχνικού περιοδικού; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ποιότητα της λογοτεχνικής κριτικής σε ένα τέτοιο έντυπο;
Για τη διαμόρφωση ενός λογοτεχνικού περιοδικού χρειάζεται πρώτα ένας φωτισμένος και αποφασισμένος άνθρωπος, όπως ήταν στο Διαβάζω ο Περικλής Αθανασόπουλος ή είναι για το Εντευκτήριο ο Γιώργος Κορδομενίδης, μια απλή αναφορά κάνω εδώ, υπάρχουν και άλλοι. Έπειτα ρόλο παίζουν οι συνεργάτες, το να αποτελούν δηλαδή συμπαγή ομάδα, που μπορεί να συνεργάζεται και να μην υπονομεύει ο ένας τον άλλον. Όσο για τα στοιχεία που καθορίζουν την ποιότητα της λογοτεχνικής κριτικής είναι νομίζω η γνώση της ιστορίας της λογοτεχνίας και της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και μία έμφυτη πιστεύω κριτική ικανότητα που επιτρέπουν στον κριτικό να πείσει το κοινό.
Έχετε δημοσιεύσει μια εκτενή βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου βασισμένη σε ιστορικές πηγές. Πώς προσεγγίσατε την ισορροπία μεταξύ της ιστορικής πιστότητας και της αφηγηματικής ροής; Πιστεύετε ότι ο τρόπος που αφηγείται κάποιος την ιστορία επηρεάζει τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται το κοινό;
Δεν καταλαβαίνω ακριβώς την ερώτηση. Στη βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου που έγραψα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ταχυδρόμος, πριν πολλά χρόνια, ο βασικός μου στόχος ήταν να γίνει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα για το ετερόκλητο κοινό ενός περιοδικού ποικίλης ύλης. Είχα ψάξει όλες τις ιστορικές πηγές και νομίζω ότι το αποτέλεσμα υπήρξε συγκερασμός καθαρής ιστορικής αφήγησης και παραμυθιού, που τελικά άρεσε. Εξάλλου η προσωπικότητα και η ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προσφερόταν πολύ γι’ αυτό.
Ως επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Princeton είχατε την ευκαιρία να γνωρίσετε από κοντά την πρόσληψη της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στη διεθνή σκηνή; Υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς που θεωρείτε ότι αξίζουν μεγαλύτερη προβολή πέρα από τα σύνορα της χώρας και κατά πόσο θεωρείτε ότι αυτό είναι αφενός εύκολο και αφετέρου εφικτό;
Νομίζω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία είναι η γλώσσα. Οι ξένοι, οι ενημερωμένοι ξένοι, γνωρίζουν τους νομπελίστες ποιητές μας, Σεφέρη και Ελύτη, τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη. Πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρξει οργανωμένη πολιτική βούληση για να μεταφραστεί η λογοτεχνία μας στο εξωτερικό και, φυσικά, υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς που θα μπορούσαν να προβληθούν.
Χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες γραφής για σας; Επιλέγετε το χαρτί ή το πληκτρολόγιο;
Μπορώ να γράψω οπουδήποτε. Κουβαλώ πάντα μολύβι και χαρτί στην τσάντα μου και κρατώ σημειώσεις∙ διαλόγους στα λεωφορεία και τα τρένα, σκηνές του δρόμου, ατάκες περαστικών. Παλιότερα έγραφα πρώτα στο χαρτί και μετά τα μετέφερα στο πληκτρολόγιο. Τώρα γράφω απ’ ευθείας στον υπολογιστή.
Οφείλει ο/η συγγραφέας να απεκδύεται την πολιτική του/της ιδεολογία, όταν γράφει; Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;
Ο συγγραφέας, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος είναι μία οντότητα πολλών παραμέτρων: πνευματικών, συναισθηματικών, ψυχολογικών, πολιτικών. Δεν μπορεί να αφήσει απέξω την ιδεολογία του, όταν γράφει, ούτε όμως και πρέπει να κάνει προπαγάνδα μέσω της γραφής.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Φωτογραφία: Κορδομενίδης, Σουλιώτης, Στασινοπούλου, Δασκαλόπουλος τέλη 20ου αιώνα