Ανάλαφρος, απαλλαγμένος προσωρινά από τα άγχη, αφημένος στην ιδιαίτερη θωπεία της φύσης, άφηνα πίσω μου, οδηγώντας, την καλή παρέα των φίλων και το απαράμιλλης ομορφιάς τοπίο της γοητευτικής Βωβούσας με κατεύθυνση το ξενοδοχείο στο Τσεπέλοβο. Αίφνης, το χτύπημα του κινητού διατάραξε με μιας την ευχάριστη ατμόσφαιρα της μοναξιάς μου.
«Ο κύριος Σαμπάνης;»
«Ο ίδιος».
«Είμαι ο Παύλος Μάτεσις».
«Ω! Χαίρομαι κύριε Μάτεσι…»
«Σας πήρα να σας πω ότι διάβασα το μυθιστόρημά σας».
«Α, μάλιστα, σας είδα… είχατε έρθει στην παρουσίαση… τιμή μου. Είστε ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας… σας θαυμάζω».
«Εντάξει… εντάξει… αφήστε τα αυτά. Θα είμαι σύντομος… το βρήκα καλό…».
«Σας ευχαριστώ πολύ».
«Αλλά ξέρετε… δεν γράφετε σαν εμένα…».
«Εννοείται… δεν είναι δυνατό να γράφω όπως εσείς. Μήτε τολμώ να συγκριθώ μαζί σας».
«Θέλω να πω ότι έχετε έναν άλλο τρόπο που διαφέρει όμως από τον δικό μου».
«Αυτό είναι καλό ή κακό;».
«Το αφήνω στην κρίση σας… πάντως γι’ αυτό σας πήρα…».
«Ευχαριστώ κύριε Μάτεσι… είμαι ευγνώμων που με διαβάσατε».
Σταμάτησα το αυτοκίνητο και αφέθηκα πάλι στην αγκαλιά του άγχους. Όσες φορές κι αν ανακάλεσα στη μνήμη μου εκείνο το διάλογο ποτέ δεν κατανόησα τη σημασία του.