Γράφει ο Δημμήτρης Παπανδρέου
Η Αιγυπτιακή εμπλοκή στον πόλεμο της ανεξαρτησίας
Η Ελληνική Επανάσταση δεν διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο, όπως θα περίμενε κανείς από την τουρκική επιχείρηση καταστολής εναντίον της, αλλά η πραγματική απειλή προήλθε από την Αίγυπτο και τον Ιμπραήμ, γιό του εκεί ισχυρού ηγεμόνα της Μοχάμετ Άλη, ο οποίος φιλοδοξούσε να προσαρτήσει στο κράτος του Κρήτη και Πελοπόννησο, δρομολογώντας μάλιστα και την πληθυσμιακή αλλοίωση της ελληνικής αυτής περιφέρειας όπου ξεκίνησε η Επανάσταση με απώτερο στόχο να εκμηδενίσει μελλοντικά ένα μεταγενέστερο ελληνικό κίνημα από την ζωτικότερη πατριωτικά και εθνολογικά περιοχή της Ελλάδος.
Ο Ιμπραήμ, με τον καλά οργανωμένο και εκπαιδευμένο από Γάλλους αξιωματικούς για επιχειρήσεις σε ανοικτό πεδίο στρατό του, κατά το ναπολεόντειο πρότυπο, κατέστειλε ουσιαστικά την ελληνική εξέγερση σε ένα σημείο καμπής αυτής, αλλά παρά την καταστροφή που επέφερε προκάλεσε την αναθέρμανση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για τους επαναστατημένους Έλληνες. Το ενδιαφέρον βέβαια αυτό ήταν καθαρά συγκυριακό διότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εκτίμησαν ότι μια αναγεννημένη, δια της Αιγύπτου, Τουρκία δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, καθώς επιθυμούσαν τη διατήρησή της σε κατάσταση μόνιμης εξάρτησης. Θα στραφούν δε ξανά εναντίον της αιγυπτιακής συνιστώσας της Τουρκίας λίγα χρόνια αργότερα όταν αυτή θα αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τελευταία θα σωθεί στην κυριολεξία από την επέμβαση των Ρώσων σε πρώτη φάση και των Άγγλων σε επόμενο στάδιο. Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις προτίμησαν να συνορεύουν με μια ασθμαίνουσα Τουρκία παρά με μία ανερχόμενη Αίγυπτο. Η σκέψη ότι ένα ισχυρό κράτος θα έλεγχε δυο σημαντικές εμπορικές διόδους, Στενά και Σουέζ προκαλούσε πανικό στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας.
Το ελληνικό κίνημα συνεπώς, καταπονημένο από τις αντιθέσεις των πρωταγωνιστών του, χωρίς μέσα και δυνάμεις, κατέρρευσε από την αιγυπτιακή επέλαση και λίγο απείχε από την οριστική καταστολή. Η Ελλάδα τελικά άντεξε καθώς η εικόνα ενός ξεσηκωμένου επί πέντε συνεχόμενα έτη έθνους που πάλευε άνισα σε στεριά και θάλασσα αλλά και η αδεξιότητα σε διπλωματικό επίπεδο του Ιμπραήμ έσωσαν τον αγώνα. Η θέληση των Ευρωπαίων να εκδιώξουν τους Αιγυπτίους από την Πελοπόννησο ήταν τόσο ισχυρή που προκάλεσε την ναυτική σύγκρουση στο Ναβαρίνο, από τα πλέον χαρακτηριστικά στην παγκόσμια ιστορία περιστατικά που εντάσσονται στην κατηγορία του αστάθμητου παράγοντα, καταλυτικού όμως για την συνέχεια της ελληνικής υπόθεσης στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ο προβληματισμός της Δύσης και ειδικά της Αγγλίας ήταν έντονος καθώς δεν ήθελε να αντικρύσει τους Αιγυπτίους να εγκαθίστανται στο νότιο Ιόνιο και να απειλούν ενδεχομένως τα Επτάνησα. Οι ανησυχίες των Άγγλων εντείνονταν εξάλλου γνωρίζοντας τις υπόγειες διαδρομές στις σχέσεις Γαλλίας και Αιγυπτίων.
Παρά την υπεροχή των Αιγυπτίων σε θέματα τακτικής οι Έλληνες δεν τους επέτρεψαν να επιτύχουν την ολική ανατροπή των δεδομένων στην Πελοπόννησο εμποδίζοντας την κατάληψη του Ναυπλίου στην μάχη των Μύλων. Το Ναύπλιο ήταν πιο σημαντικό από την Τρίπολη καθώς η κατοχή του θα σήμαινε τον πλήρη, πλην της απρόσιτης Μάνης, έλεγχο των ακτών της Πελοποννήσου από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Η ανάμειξη του αιγυπτιακού παράγοντα στην ελληνική επανάσταση θεωρήθηκε από τους Δυτικούς, σε μια διασταλτική φυσικά ερμηνεία, ότι αποτελούσε επέμβαση τρίτου στις εχθροπραξίες ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους ανοίγοντας το δρόμο για το Ναβαρίνο, αλλά πριν φτάσουμε ως εκεί έπρεπε να υπάρξει και συμβατική πρόβλεψη που ήταν η συνθήκη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1827. Η συνθήκη αυτή διασφάλιζε νομικά κατά κάποιον τρόπο τους Ευρωπαίους από την σχεδιαζόμενη δική τους επέμβαση οικοδομώντας μια νομιμοποιητική βάση, καθώς ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η Πύλη θα απέρριπτε την παρέμβαση στα εσωτερικά της. Η νομιμοποιητική αυτή βάση, περιείχε και ένα πρόσθετο στοιχείο, αυτό της αναγνώρισης της υπόστασης των Ελλήνων ως ισοδύναμων εμπολέμων με την οθωμανική αυτοκρατορία, ακόμη ένα βήμα αναβάθμισης του Αγώνα που βασιζόταν στην εκ μέρους των Άγγλων αναγνώριση το 1823 του εμπολέμου του Έθνους