Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;
Θα διόρθωνα λίγο: οι τόποι των ποιητών είναι η πατρίδα (άλλοτε
και η μητριά) της γραφής τους.
Οι τόποι είναι πάνω από ένας.
Το ίδιο και οι γραφές.
Κι η ποίηση πάνω από μια, ακόμα πάνω κι από δυο με τρεις.
Ένα παράδειγμα – με ένα ποίημα που, καθώς θαρρώ, με εκπροσωπεί επάξια:
ΓΛΥΚΑ
ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
ΤΑ ΔΕΙΛΙΝΑ
α
Γλυκές του Επιτάφιου οι ώρες,
τρυφερές·
μπόρες οι μυρουδιές και σπάνε μύτες
στη γιομάτη του χωριού εκκλησιά.
Θαρρώ, απ’ όλους τους μικρούς
κανείς μας δεν πενθούσε·
το θέαμα γοήτευε, συνέπαιρνε,
ήθελε με τα μάτια του να δει·
χορταστικά να το γλεντήσει
και σπίτι πάλι να γυρίσει
νηστικός.
αγάλματα παράξενα να στέκουν θεϊκά,
να παραμένουν σκεπτικές
μπροστά στο σώμα του Χριστού,
το αποκαθηλωμένο
στης εκκλησιάς το σκοτεινό, το μέσα μέρος.
γ
Το προσπαθήσαμε πολύ,
στης σκέψης τους το δρόμο να βρεθούμε,
χωρίς να το πετύχουμε ποτέ.
Τις παρατούσαμε στων δρόμων τα μισά
ή μάλλον δεν τες ακολουθούσαμε,
ότι συνέπαιρναν
οι γλύκες όλες της στιγμής,
του Επιτάφιου οι ώρες,
βελούδινες και θελκτικές·
με το Χριστό πνιγμένο στ’ αγριολούλουδα
από τα γύρω δάση μας,
τα χαμηλά, στα ίτσια,
που παραλόγως ομοιοκαταληκτούν
όχι με κάποια άλλη λέξη,
αλλά μ’ αυτά που βλέπαμε
ανάμεσα σε μητέρες και γιαγιές:
να λεν πως κρύβονται πίσω απ’ τις ποδιές.
Αλλά και με τα καπρίτσια, και τα βίτσια,
ακόμα και με το τοπωνύμιο Λιθαρίτσια.
δ
Κι όταν αντάμωναν οι ματιές
(κι αντάμωναν συχνά-πυκνά )
χωρίς καπρίτσια, μπροστά στα ίτσια,
που με τα χέρια μας μαζέψαμε
στης εκκλησιάς τους σκιερούς
τους γύρω τόπους,
στα ίσια τσακωνόμασταν
το ποιος θ’ αντέξει πιο πολύ στο
πείσμα,
στο δήθεν μάλωμα:
ποιος ποια, ποια ποιον, εμείς
ή τα κορίτσια, με τα καλά τα παρδαλά,
τα γιορτινά φουστάνια τους,
τις πεταλούδες φιόγκους
στα πυκνά μαλλιά.
Και με τ’ αδιάντροπα τα μάτια,
που κάνουν την καρδιά κομμάτια,
άτια που πιλαλούσαν λεύτερα
κι ολόισια κατά πάνω μας,
μην προλαβαίνοντας να σκύψουμε
κεφάλι,
να μας πατούν και να μας κάνουν πάλι
λιώμα
καταμεσής στο μαύρο χώμα.
Για τα άτια σάς μιλώ.
………………………………………..
η
Μέσα στα τρυφερά τα χρόνια,
τα παλιά,
πώς αντρείευε, Θεέ και Παναγιά,
των άγριων των πόθων
το λαμπερό το φως,
το ακατανίκητο, ίδιο με των καρδιών
τες πυρκαγιές:
παλικαριές παραδοσιακές
σε παραμέτρους παραδεισιακές·
παράτολμες κι οι αποφάσεις.
Φάσεις της νιότης,
των εποχών αντιφάσεις,
προφάσεις
τα πειράγματα των παιδιών,
των αφελών·
αλλά προπάντων
των πάντων και των ράντων:
η παλαβή αγάπη.
Των παιδιών.
Και να που μια στραβοτιμονιά,
σε φέρνει σε ατραπούς
με αναπάντεχη κατάληξη. Σιγά τις καταλήξεις!
Ακόμα και τις ομοιοκαταληξίες.
Πολύ μ’ αρέσει το ξάφνιασμα
στη ζωή,
Μα πιότερο στην τέχνη.
καλπάζει ο λόγος ήρεμος,
θαρρείς,
μα κάπου αναπάντεχα σκοντάφτεις.
Όχι ακριβώς, αλλά μικρές εδώ κι εκεί
χτυπούν καμπάνες. Μονάχα μια φορά.
Πιάνεις τον ήχο της καμπάνας,
χαμογελάς κομμάτι,
σάμπως φλεγόμενοι βάτοι ν’ ανάβουν
απ’ το πουθενά.
Να σβήνεις, να ξεχνιέσαι
Και να την πάλι, της καμπάνας η φωνή:
μαυλιστική, να σε ξαφνιάζει,
σα μάνα που φροντίζει
να ‘ναι χαρούμενα τα παιδιά,
να λένε:
-Καλή η ζωή,
Χαρμόσυνα όταν ηχούν καμπάνες
αλλά μονάχα που και που.
Ότι όταν το παρακάνουν,
ακόμα κι οι χαρμόσυνες φωνές,
γίνονται βαρετές:
μαύρες σκιές σε μια ψυχή συννεφιασμένη.
Εσύ να καρτερείς τη ρίμα,
Μια λέξη που να καταλήγει σε ‘-ιασμένη’
(π.χ.: αγιασμένη)
Κι εγώ τη θέλησή σου ν’ αγνοώ.
Μόνος γιατί το αναμένεις.
Να ψάχνω άλλη ρίμα
Που να ταιριάζει με τη λέξη
«Ξαφνικά!»
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
Μέσα από την ισχυρή θέληση και τη σφοδρή επιθυμία για ζωή.
Ειλικρινά την αγαπώ.
Τη ζωή.
Πολύ.
Κι αυτήν μου απαντάει με το ίδιο νόμισμα.
Και λίγο περισσότερο: κατά όμορφο και ικανοποιητικό τρόπο.
Συμβαδίζουμε σαν δυο εκλεκτοί και ταιριαστοί εραστές.
Μας ενδιαφέρουν μόνο τα καλά και τα όμορφα.
Και τα χορταστικά.
Δε θέλω να φύγω κατά το ήμισυ νηστικός.
Μήτε κατά το ήμισυ χορτάτος.
Με φρόντισε η ζωή, ίσως και να με παραχάιδεψε κομμάτι.
Εγώ της προσφέρω περισσότερα.Το σήμερα στην Ελλάδα και τον κόσμο με πληγώνει. Όχι θανάσιμα.
Θα βάλουμε μυαλό και θα αλλάξουμε δρόμο.
Φαίνεται πως το μαχαίρι δεν έφτασε ακόμα στο κόκαλο. Αλλά κοντεύει.
Ή και δεν ωριμάσαμε σαν κοινωνία (άνθρωποι, που είναι το ίδιο) για να ψάξουμε, κι αφού ψάξουμε, θα βρούμε το οπωσδήποτε σωστό.
Και τον ίσιο δρόμο.
Ωριμάζουμε.
Να λύσουμε το κοινωνικό και ηθικό μας πρόβλημα.
Άμεσο το καθήκον αυτό.
Η όποια καθυστέρηση θα μας τιμωρήσει παραδειγματικά.
Πολύ μ’ αρέσουν οι τρεις – τέσσερεις γραμμές του Αριστοτέλη Ωνάση:
“Θα ‘ρθει μία μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης, θα αποθηκευτεί στις Τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί μη κατέχοντες, θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία που θα κάνει τη ζωή των ολίγων κατεχόντων κόλαση”
Ο μαρξιστής θα κάνει ακόμα ένα βήμα, μπροστά, ονοματίζοντας τα πράγματα με το δικό τους όνομα: οι πολλοί μη κατέχοντες θα πραγματοποιήσουν τη σοσιαλιστική τους επανάσταση. Το μόνο που θα μας σώσει. Ακόμα και τους κατέχοντες. Οι ανοιχτοί ορίζοντας μυαλών και τόπων.
Σχετικά με την οικονομική κρίση και το σώσε που τεχνηέντως φουντώνουν με τον κορωνοϊό – κορονοϊό, θα αναφερθώ και πάλι σε άλλη ρήση του Ωνάση. Δεν τη σχολιάζω καν:
“Η κρίση γεννάει Κροίσους”
Απλώς μια ερώτηση: την κρίση ποιος την γεννάει;
Οπότε, επανέρχομαι στους ποιητικούς τόπους: είναι και τα παιδικά, και τα εφηβικά χρόνια του κάθε ποιητή. Με τον καιρό, όλοι, όσοι ‘γρατσουνάμε’ στίχους, μουντζουρώνοντας την αθωότητα της κατάλευκης κόλλας , συχνά επιστρέφουμε στα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια (και όχι μόνο σε αυτά). Εκεί που βήμα το βήμα ανακαλύπταμε και δημιουργούσαμε τον δικό μας κόσμο. Το μάλαγμα του καθενός που αποτελείται απαραίτητα από τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό κόσμο. Ο πρώτος είναι κοινός για όλους. Εκείνο που διαφοροποιεί τον καθένα από μας, είναι ο υποκειμενικός μας κόσμος, ο ανεπανάληπτος που μας διαφοροποιεί από όλους τους άλλους, αλλά και τροφοδοτεί την ιδιαιτερότητά μας: του μόνο δικού μας κόσμου.
Κι ο κόσμος αυτός καθορίζει, προσδιορίζει και κατευθύνει τις όποιες καλλιτεχνικές (και όποιες άλλες) δραστηριότητές μας.
και κάνεις κι από πάνω τη ζωή τραγούδι και χορό
Με συνεπαίρνουν καταστάσεις, ωσάν εκείνες, όταν κρέμεσαι από
μια κλωστή στην άκρη του γκρεμού, αλλά γκρεμού-γκρεμού: να τώρα
έφτασε η ώρα κι η στιγμή, θα σπάσει όπου να ‘ναι η κλωστή, κι εσύ
θα κατεβαίνεις δίχως μήτε μιαν απαντοχή, ώσπου να γίνεις πίτα που
με τίποτε δεν τρώγεται: πετιέται στα σκυλιά κι εκείνα τη μυρίζουν,
δεν τη γλύφουν, και παίρνουν τη στροφή έως την πρώτη τη στροφή
του δρόμου του δικού τους, και χώνουν την ουρά κάτω από τα σκέλια
τα ζεστά και πιλαλούν σαν άλογα καλής διαλογής:
και όπου φύγει – φύγει.
Και ξαφνικά, από το πουθενά, δεν ανεβαίνεις το γκρεμό απλά,
αλλά γλιστράς
και ξαναβρίσκεσαι στον ίσιο δρόμο: σφυρίζεις έναν χαρούμενο σκοπό,
χορεύεις πού και πού, και κάνεις από πάνω τη ζωή τραγούδι και χορό. Λεβέντικος ο σκοπός, ακόμα πιο λεβέντικος ο χορός: του εαυτού σου.
Πεδινή Ιωαννίνων, 16 Μαρτίου 2020
Γιάννης Μότσιος
Θα περπατείς (και θα πατείς) σε ξένους δρόμους
με μόνα σκέψη
ν’ ανακαλύψεις το μοναδικά δικό σου μονοπάτι. Τότε κι αξίζει να ζεις και να μοχθείς. Για σένα
και για όλους τους άλλους.
Καβάλα σε τρίχρονο άτι.
Τον δικό μας Καιρό.