Kάποτε ο υπεύθυνος ενός καλού αθηναΪκού περιοδικού μού ζήτησε να γράψω ένα διήγημα, του οποίου η υπόθεση να εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα. Αρνήθηκα, με τη δικαιολογία πως η πόλη μού ήταν ξένη, ελάχιστα την ήξερα. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη φαντασία, επέμεινα ωστόσο ότι μού έλειπε η επαφή και η άμεση αίσθηση του χώρου. Καταβάθος καταλάβαινα πως έλεγα ψέματα. Είχα υπηρετήσει εκεί τους τρεις μήνες της στρατιωτικής μου θητείας στην αεροπορία, εκπαιδευτεί ως σμηνίας χειριστής ραντάρ, άρα κάτι άλλο συνέβαινε. Μπορεί να είχα αποκτήσει κάποιες εμπειρίες, αλλά φοβόμουν πως δεν αποτελούσαν βιώματα που μπορούσα να τα αξιοποιήσω εκείνη τη στιγμή. Το βίωμα, έγραψε ο Γ. Αράγης σ΄ένα βιβλίο του, -όπως συνήθως αποτυπώνεται στη λογοτεχνική γραφή – είναι κάτι βαθύτερο από την απλή εμπειρία και προυποθέτει μια αλλαγή, το ξεπέρασμα μιας κατάστασης και το πέρασμα του εαυτού μας σε μιαν άλλη. Για να το τεκμηριώσει μάλιστα, αν θυμάμαι καλά (έχουν περάσει πολλά χρόνια), αναφερόταν στο παράδειγμα μιας μικροαφήγησης (του Κάφκα;). Προφανώς δεν έβρισκα έρεισμα αρκετά δραστικό που να προκαλεί τέτοιου είδους ”αλλαγή” σε κάποιο υποτιθέμενο διήγημά μου.
Η σύνθεση ενός διηγήματος αποτελεί το κυριότερο εξωτερικό γνώρισμά του, ενώ καίριο συστατικό της είναι η αφήγηση (Ξενόπουλος). Στην προκειμένη περίπτωση συμπίπτει με την περιγραφή ενός τόπου με τον οποίο έχεις αποκτήσει βαθιά βιωματική σχέση. Υπό την έννοια αυτή ο τόπος της προσωπικής μου αφήγησης, όπως διαγράφεται ήδη από το πρώτο μου βιβλίο, αποκαλύπτει ως κοιτίδα και μήτρα της προσωπικής μου έκφρασης μια περιοχή που ορίζεται από μια μεγαλούπολη που βρίσκεται στο επίκεντρο (προφανώς τη γενέτειρά μου), ενώ κάποια παράπλευρα βορειοελλαδίτικα επαρχιακά σκηνικά σκιαγραφούνται γύρω της, που φυσικά ζωντανεύουν από ανάλογα βιώματα, ενίοτε δε τη μνήμη και τη φαντασία.
Θυμάμαι το Χριστιανόπουλο (Το κελεπούρι βγήκε από τη Διαγώνιο το 1987) που θέλοντας να πραύνει κάπως την αγωνία μου ως πρωτοεμφανιζόμενου, με καθησύχαζε λέγοντας ότι διέκρινε μια σχετική ποικιλία σ΄ εκείνα τα πρώτα γραψίματά (κι εννοούσε, όπως μου εξήγησε, την αφηγηματική διελκυστίνδα ανάμεσα στις ιστορίες της πόλης και του χωριού ή της υπαίθρου) που έσπαγε τη μονοτονία. Αυτό το δίπολο ωστόσο εγώ το είχα εντοπίσει και στα γραπτά άλλων συγγραφέων που γνώρισα στο μεταξύ, όπως του Χριστόφορου Μηλιώνη και του Σωτήρη Δημητρίου, νιώθοντας άμεσα την αύρα της γραφής τους πάνω μου, εξαιτίας ίσως αυτής της οικείας ομοιότητας, παρόλο που θεματογραφικά και τεχνοτροπικά υπήρχαν μεταξύ μας διαφορές. Διεπίστωσα επίσης ότι η δική τους κατεύθυνση ήταν αντίστροφη, εφόσον ξεκινώντας από την επαρχία είχαν εγκατασταθεί στη μεγαλούπολη, αξιοποιώντας γόνιμα τις δικές τους μνήμες, ενώ εγώ κάπως πιο ευκαιριακά χρησιμοποιούσα τον επαρχιακό τόπο, έχοντας ως αφετηρία τη μεγαλούπολη. Διηγήματα όπως Οι σούζες, Το φακελάκι, Η ανοιξιάτικη βροχή, Οι ομπρέλες του Χερβούργου από τη μια, αλλά και Το κελεπούρι, Το σφάξιμο, Στην ακρογιαλιά κά. από την άλλη επιβεβαιώνουν αυτά που λέω. Το ίδιο διάστημα ανακάλυψα ότι το δίπολο τόπος καταγωγής του συγγραφέα- εσωτερική μετανάστευση ή ακόμα η μετακίνηση και εγκατάστασή του στο εξωτερικό λειτουργούσε και σε διεθνές επίπεδο, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Διευρύνονταν έτσι τα όρια της ανταλλαγής πολιτιστικών στοιχείων ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες των τόπων αφήγησης και προέκυπτε συχνά ένα νέο αμάλγαμα ήθους και συμπεριφορών που καθόριζε τις ανθρώπινες σχέσεις.
Προσωπικά ακολούθησα μάλλον πιστά και στις επόμενες συλλογές το συγκεκριμένο μοντέλο που αναδείκνυε ως κυρίαρχους τόπους αφήγησης την πόλη και το χωριό (τη Θεσσαλονίκη και τα πέριξ, σχολίασε κάποιος) κάποτε μάλιστα αρκετά εμφαντικά, όπως μαρτυρούν ορισμένοι τίτλοι (πχ. Το παρατηρητήριο ή Το μπουρίνι, που αφορούν αναπλάσεις καταστάσεων στην πόλη μου) ή το Θάνατος στο χωριό και Το χωραφάκι με τις παπαρούνες που διαδραματίζονται στην ύπαιθρο. Δεν έλειψαν βέβαια οι αναπαραστάσεις καταστάσεων που, με τη βοήθεια της επινόησης και της μυθοπλασίας, έμπλεξαν τους δυο τόπους αφήγησης, προκειμένου να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος αισθητικός στόχος (για παράδειγμα, το διήγημα Το σπίτι της γειτόνισσας).
Συμπεριλαμβάνομαι άραγε έτσι κατά το ήμισυ (ή και καθ΄ολοκληρίαν;) στην κατηγορία, όπως θα έλεγε ίσως ο Δ.Ν.Μαρωνίτης, όσων, λόγω συναφούς θεματογραφίας, θεωρούνται αφηγητές του επαρχιακού χώρου; Ας μην ξεχνάμε όσα είχε πει και γράψει για τον Γ. Ιωάννου, ότι με αυτότον τρόπο επηρεάζονται αποφασιστικά ”τα ποιοτικά αξιολογικά γνωρίσματα του έργου”, και πως με την εμμονή ”σ΄ ένα σύστημα ανθρωπογεωγραφίας κλειστό” πιθανό είναι να ανιχνεύεται κι ένα έλλειμμα τόλμης στη γραφή, ορισμένα ”μείγματα ασφαλείας” , μια αποστροφή ”προς τις αιχμηρότερες χειρονομίες ”κτλ. Τι ισχύει όμως σήμερα απ΄ όλα αυτά; Η πεζογραφία (και δη οι διηγηματογράφοι της επαρχίας) παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη δυναμική, ενώ τα κείμενά τους ξεχωρίζουν όσον αφορά τη γλώσσα (καλή δημοτική, δουλεμένη), το ύφος (φροντισμένο) και τη σύνθεση (μαστορική). Στην εποχή μας άλλωστε, με την πληθωρική παρουσία των μέσων επικοινωνίας, του διαδικτύου κτλ., κανείς δεν θα μπορούσενα θεωρηθεί απομονωμένος στο καβούκι του. Άρα είναι μάλλον θέμα αποφασιστικής επιλογής (Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα ονομάζει- σχεδόν πεισματικά- ο Δραμινός φίλος Βασίλης Τσιαμπούσης την πρώτη του ωραία συλλογή) και μιας αυτοπεποίθησης που διαπνέει αναζωογονητικά όλο το σώμα της συγκεκριμένης πεζογραφίας.
Αλλά όπως λέει και η κ. Αφεντουλίδου στο σημείωμά της υπάρχουν ”ερωτήματα που όσο αφορούν το βίωμα και την καθημερινή μας πράξη άλλο τόσο αφορούν και το φαντασιακό ή την επινόηση του ”άλλου” μας κόσμου. Αντιλαμβάνομαι την πολυσημία που αιωρείται σ΄ αυτή τη φράση, που μας φέρνει στο μυαλό, πέρα από την πολυδιάστατη μυθοπλαστική αποτύπωση του ”μέσα” κόσμου μας κι εκείνους τους μεγάλους συγγραφείς που επινόησαν τόπους αφήγησης εντελώς ανύπαρκτους, όπου τοποθέτησαν αυθεντικούς λογοτεχνικούς ήρωες, με σάρκα και οστά, χαραχτήρες που γέννησε και εμψύχωσε η πλούσια φαντασία τους. Ενδεικτικά αναφέρω τους Φώκνερ (Γιοναπατάουφα), Μάρκες, Μ.Β. Λιόσα κά. ή για να΄ρθω καιστα δικά μας το Μ.Καραγάτση (Το χαμένο νησί). Περιττό να πω ότι στα δικά μου γραπτά, ακόμα κι αν υπάρχει κάτι που δείχνει κρυμμένο, (για παράδειγμα αν δεν κατονομάζω σχεδόν ποτέ την ακριβή γεωγραφική περιοχή που περιγράφω), δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία πως αναφέρομαι κάθε φορά σε συγκεκριμένο υπαρκτό τόπο, που είναι άμεσα βιωμένος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Aς αποκαλύψω λοιπόν εδώ για πρώτη φορά ξεκάθαρα την ταυτότητα του χώρου που χαρτογραφείται (κάθε φορά βέβαια με διαφορετική καλλιτεχνική πρόθεση και οπτική γωνία) στα περισσότερα από τα διαδραματιζόμενα στην επαρχία διηγήματά μου. Πρόκειται για ένα μικρό καπνοχώρι του νομού Σερρών που λέγεται Αγγίστα, (απέχει λίγα μόνον χιλιόμετρα από την Πρώτη και το Ροδολίβος, το οποίο αποτελεί επίσης σκηνικό χώρο κάποιων αφηγήσεών μου), ενώ και τα δύο ανήκουν σήμερα στο δήμο Αμφίπολης, και βρίσκονται στις βορειοδυτικές υπώρειες του Παγγαίου. Η Αγγίστα είναι η γενέτειρα της γυναίκας μου, ένας αγροτικός πεδινός οικισμός, με φωτεινό πράσινο στις χαμηλές λοφοπλαγιές και πολλές φυσικές ομορφιές (που έρχονται σε αντίθεση με τις μουντές εικόνες της μεγαλούπολης), με αρχαιολογικά ευρήματα στα νότια του χωριού που μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου πολίσματος, με διάρκεια ύπαρξης στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, με υπολείμματα κάστρου σε μικρή απόσταση και λιθόκτιστων νερόμυλων που κάποτε αφθονούσαν στην περιοχή. Παλιότερα (1961) αριθμούσε περί τους χίλιους κατοίκους, σήμερα όμως ο αριθμός τους έχει μειωθεί πολύ.
Εκεί λοιπόν, σ΄αυτό το ταπεινό και συνάμα ολόφωτο την άνοιξη χωριουδάκι, γύρω στο ογδόντα, σε μια τοποθεσία που οι ντόπιοι ονόμαζαν Τσιφτσφήνες (η ονομασία με κάποια επιφύλαξη), -και σε κοντινή απόσταση από ένα ποιμνιοστάσιο (κοινώς μαντρί) -, φωτογράφισα τη γυναίκα μου- στα είκοσί της τότε- να κρατάει στην αγκαλιά της ένα νεογέννητο κατσικάκι… Έγερνε το κεφάλι της προς το μάγουλο του ζώου και το φιλούσε με τρυφερότητα, σα να ήταν δικό της παιδί (δεν είχαμε ακόμα αποκτήσει δικά μας).
Το αναφέρω γιατί θα πρέπει να λειτούργησε μέσα μου αυτή η εικόνα σαν ”κόκκος σινάπεως” (Α. Κοτζιάς) ή σαν ”κουμπί” από το φόρεμα που έμελλε να ράψω εξαιτίας του στη συνέχεια (Σ.Δημητρίου), αν και τότε ακόμα δεν γνώριζα ποια ακριβώς θα ήταν η μορφή του… Αγνοούσα με άλλα λόγια ποιο θα ήταν το τελικό σχέδιο της ανάπλασης μιας ενδεχόμενης ιστορίας που είχε προφανώς αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Εκείνο τον καιρό, ένιωθα σαν ”άνθρωπος της πόλης” που προσπαθούσε να εγκλιματιστεί στο νέο περιβάλλον, γι΄αυτό παρατηρούσα με προσοχή και κατέγραφα τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των ανθρώπων της περιοχής. Μια φορά μάλιστα έγινα αυτόπτης μάρτυρας και του σκληρού πατροπαράδοτου έθιμου του λαού μας κατά τις μέρες του Πάσχα, δηλ. της σφαγής και του γδαρσίματος ενός αρνιού. Ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί, γιατί βέβαια όσο συνηθισμένο είναι στην επαρχία άλλο τόσο σπάνιο είναι να το δεις να συμβαίνει σε μια μεγαλούπολη.
Έφτασε λοιπόν κάποτε η στιγμή της σύνθεσης του διηγήματος, όπου τα επιμέρους στοιχεία δένουν και μπαίνουν σε μια σειρά για να φτιάξουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Νομίζω ότι αυτό συνέπεσε χρονικά με το γεγονός ότι έγινα για πρώτη φορά πατέρας. Η ματιά του αφηγητή, πιστή στους ρεαλιστικούς της τρόπους, υιοθέτησε την αδυσώπητη γλώσσα ενός αντικειμενικού παρατηρητή, προφανώς για να εκφραστεί και πιο πειστικά η ένταση των συναισθημάτων.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε αγνοούσα τη σκληρή διαδικασία (ή δεν την είχα σκεφτεί πιο σοβαρά) που κρυβόταν πίσω από την καθιερωμένη συνήθεια που ενθαρρύνεται αν δεν επιβάλλεται κιόλας στη συγκεκριμένη περίπτωση και από μια θρησκευτική εθιμοτυπία. Εν ολίγοις αυτό που αποκαλύφθηκε στα μάτια μου ήταν πως στο πλαίσιο μιας γιορτής που κατά βάση (και ανθρωπίνως) ευαγγελίζεται τη χαρά της Ανάστασης και το θρίαμβο της ζωής, νομιμοποιείται κατά κάποιο τρόπο η οδυνηρή θανάτωση ενός αθώου και ανυπεράσπιστου πλάσματος. Και η ωμή συνειδητοποίηση του συμβάντος μπορεί αφενός να προικίζει το βλέμμα του αφηγητή καλώντας τον να εμβαθύνει περισσότερο στη σημασία του, αφετέρου με την αναστάτωση που προκαλεί επιφέρει μια δραστική αλλαγή στην ψυχική κατάσταση του ήρωα. Ας μην πω περισσότερα, ούτε νομίζω χρειάζεται. Απλά, θέλω να πιστεύω, πως η όποια δραστικότητα του διηγήματος βρίσκει ανταπόκριση και στους αναγνώστες, κατά το μέγεθος φυσικά της αρέσκειας ή της ευαισθησίας τους.
«Το σφάξιμο», λοιπόν, ήταν ένα από τα πρώτα διηγήματά μου, που γράφτηκαν με φόντο ένα επαρχιακό σκηνικό (που μάλλον καθόρισε και τον τρόπο αφήγησής του) και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το τραμ, τχ.1, τον Απρίλιο του 1987. Περιλήφθηκε δε στο πρώτο βιβλίο μου, Το κελεπούρι.
To σφάξιμο
Το πρωινό, μουντό. Ανηφορίζοντας το μονοπάτι της ρεματιάς, ο Ανέστης βγήκε στη δημοσιά, κι απ’ το χωματόδρομο πέρασε απέναντι στα ριζά του χαμηλού λόφου. Λίγο παρέκει είδε το ίσιωμα και το μαντρί. Στο βάθος διακρινόταν η κορυφογραμμή του μεγάλου βουνού – με την ψηλότερη κορφή του ν’ ασπρίζει. Δυο τεράστια σκυλιά χίμηξαν καταπάνω του γαβγίζοντας άγρια.
«Το στανιό σας, κοπρόσκυλα», άκουσε τη φωνή του Βασίλη, και ταυτόχρονα τον είδε να ξετρυπώνει μέσα απ’ την παράγκα. Μουγκρίζοντας ο γέρος, έσκυψε ν’ αρπάξει μια πέτρα. Βρήκε ένα μπουκάλι και το σφεντόνισε με μανία. Το μπουκάλι έσκασε δίπλα στα πόδια του Ανέστη, αλλά τα σκυλιά έκαναν γρυλίζοντας πέρα. «Ου να χαθείτε, κοπρίτες», βρυχήθηκε, «φταίω γω που σας ταΐζω!». Πλησίασε χαχανίζοντας και τον καλωσόρισε.
Στεκόταν αμήχανος και τον παρατηρούσε. Ο γέρος βρισκόταν απ’ τα χαράματα στο πόδι, όταν αυτός έβλεπε ακόμη όνειρα. Τι κι αν ήταν Μεγάλη Πέμπτη, εκείνος δεν χαμπάριζε από τέτοια. Τον είδε που χώθηκε στο παράσπιτο και ξαναβγήκε βιαστικά κρατώντας το δίσκο με σπόρους καλαμποκιού, να ταΐσει τις κότες.
«Πάμε μέσα», του ‘πε μετά. Στο μεταξύ, φόρεσε μια παλιά, λερωμένη φόρμα πάνω απ’ τα ρούχα του. Προχώρησαν μέσα στην αυλή που τη χώριζε στα δύο ένας συρμάτινος φράχτης. Στο ένα τμήμα της, το βορινό, μαζεμένα τα πρόβατα βέλαζαν ανήσυχα. Ο Βασίλης πήρε την καρδάρα και κάθισε σ’ ένα σκαμνί στο χείλος της μισάνοιχτης πόρτας, έτοιμος για τ’ άρμεγμα.
Βρέθηκε ανάμεσα στ’ αρνιά, με μια βέργα στο χέρι. Δεν ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, αλλά, ό,τι και να ‘ταν, του φαινόταν εύκολη δουλειά.Τον ενοχλούσε μόνο που έσκουζαν μ’ αυτό τον τρόπο. «Φωνάζουν τα παιδιά τους που σφάχτηκαν», του εξήγησεο Βασίλης. Οτιδήποτε ξεστόμιζε ο γέρος, συνοδευόταν από ‘να χαχάνισμα. Ο Ανέστης κατεύθυνε τα ζώα προς την έξοδο κι εκείνος τα γράπωνε επιδέξια, καθένα ξεχωριστά, και τ’ άρμεγε.
Τη βέργα την κράδαινε περισσότερο για να τα φοβερίζει, αλλά ξαφνικά ένιωσε να τον κυριεύει ένας υπερβολικός ζήλος, κάτι σαν πείσμα. Τα ζώα –αρνιά, κατσίκια– θαρρείς, δεν τον υπάκουαν. Έπιασε τον εαυτό του να τα κυνηγάει, τσαλαβουτώντας στις λάσπες. Τα ζώα σκουντουφλούσαν πέρα δώθε, τρομαγμένα. Πάντως, παρόλο που κόντεψε απ’ τα νεύρα του να τη σπάσει χτυπώντας την καταγής, μήτε που άγγιξε κανένα τους. Κι ο γέρος, βγάζοντας κάθε τόσο διαπεραστικές κραυγές εκφοβισμού, είχε σκάσει στα γέλια.
Ο Ανέστης κάρφωσε για μια στιγμή το βλέμμα πάνω του. Ένα μεγάλο πρόβατο, θέλοντας να ξεφύγει, σκόρπισε χάμω τα χοντρά γυαλιά του, μαπρόλαβε να το μαγκώσει σφιχτά απ’ το ποδάρι. Ώστε λοιπόν, εκείνος ο πρωτόγονος, σκληροτράχηλος και μισότυφλος γέρος, που το έτσουζε για τα καλά –ποτέ δεν αποχωριζόταν την μπουκάλα, τα χνότα του μύριζαν μονίμως ρακή- κι ολημερίς σχεδόν πάλευε με τούτα τ’ απείθαρχα, όπως διαπίστωνε, ζώα, τα κυλισμένα στην καβαλίνα, ήταν ο πεθερός του;Πρόσεξε με τι πείσμα το τράβηξε κοντά του κι απορούσε πού έβρισκε τόση δύναμη. Άνθρωπος της πόλης ο ίδιος, συνηθισμένος σ’ ένα διαφορετικό ρυθμό ζωής και δουλειάς –λιγότερο σκληρό ίσως, αν και όχι χωρίς δυσκολίες– όποτε επισκεφτόταν το χωριό, κάτι θαμάθαινε απ’ το γέρο.
Τώρα, λόγου χάρη, του μιλούσε για τα χούγια τους πώς σέρνουν, πώς γκαστρώνονται όταν η θηλυκιά λέει, ανάβει, τον Αύγουστο, πάει σιμά στ’ αρσενικό και το ερεθίζει, κι αν δεν την καβαλήσει, τον καβαλάει αυτή. Σα να του λέει, «βλάκα, εδώ είμαι!» Γέλασε ο γέρος είχε υπολογίσει με ακρίβεια πως η εγκυμοσύνη τους κρατούσε τέσσερις μήνες και είκοσι πέντε μέρες. Ο Ανέστης τον άκουγε μ’ ένα χαμόγελο, και τότε εκείνος, λευτερώνοντας μια τελευταία προβατίνα, του έδειξε το κατσικάκι που είχε αποφασίσει να σφάξει για λογαριασμό του, σα δώρο, να πούμε, στη γιορτή του.
Τ’ άρμεγμα είχε τελειώσει και τα κατσικάκια έπαιζαν αμέριμνα, τσουγκρίζοντας τα κερατάκια τους. Ξαφνικά ο Ανέστης στάθηκε ακίνητος και το παρατηρούσε, με το βλέμμα συννεφιασμένο. Το λυπήθηκε. Ο γέρος όρμησε και τα κατάφερε να το πιάσει, ενώ αυτό τσιροκοπούσε. Του το έδωσε, να το κρατήσει κι αυτός στα χέρια του, και μόλις το πήρε, εκείνο αφέθηκε, σωπαίνοντας. Ο Ανέστης το χάιδεψε. Ένα σωρό σκέψεις τον πλημμύρισαν καθώς άγγιζε την τρυφερή του σάρκα, μέχρι που σκέφτηκε και το δικό του το παιδί. Προκαταβολικά, ένιωθε τύψεις. Πώς θα το σκότωναν αυτό το αθώο πλάσμα; Η μικρή του καρδιά φτερούγιζε τρομαγμένη. Με ποιο δικαίωμα γινόταν –αυθαίρετα– ο άνθρωπος ρυθμιστής ζωής ή θανάτου, αναρωτιόταν, καθώς οι πατούσες του βούλιαζαν κυριολεκτικά στην καβαλίνα.
Ωστόσο, γι’ αυτό το σκοπό είχε κουβαληθεί εδώ. Στην ώρα του, μάλιστα, κατέφθανε με τ’ αμάξι του και ο σφαγέας – ένας άλλος ασπρομάλλης γέρος, που τον ήξερε καλά:ήταν μακρινός συγγενής της γυναίκας του, μέλος της επιτροπής της εκκλησίας ο πεθερός του συχνά τον κούρντιζε, πως αντίθετα απ’ τον ίδιο, ήθελε να ‘ναι πάντα, στα θρησκευτικά ζητήματα, εντάξει με τη συνείδησή του. Αντί γι’ απάντηση στο χαιρετισμό τους, είπε πως το κατσίκι ήταν καλοθρεμμένο και κούνησε το κεφάλι του. Αυθόρμητα ο Ανέστης άφησε το ζώο να γλιστρήσει και να τρέξει στη μάνα του, κάτι που ο γέρος δεν το περίμενε, γιατί όρμησε να το ξαναπιάσει. Το στρίμωξε στη γωνιά, ενώ εκείνο έσκουζε γοερά με τη λεπτή φωνή του. Πραγματικά,μοιάζει σαν του μικρού παιδιού που φωνάζει τη μάνα του, σκεφτόταν ο Ανέστης, μην αντέχοντας το σπαραχτικό του τόνο – χωρίς να ξέρει ακριβώς, γιατί επιμένει σ’ αυτή την παρομοίωση. Άραγε τι να έχει προαισθανθεί – μήπως η απελπισία το κάνει να συσπάται έτσι; αναρωτιόταν, καθώς έβλεπε το γέρο να του δένει σφιχτά μ’ ένα σκοινί τα δύο πισινά του πόδια. Το παράτησαν έξω στο γρασίδι, να στριφογυρνάει το κεφάλι, πασχίζοντας ν’ ανασηκωθεί, ενώ το στήθος του σκαμπανέβαζε ρυθμικά στους χτύπους της καρδιάς, κι έπιασαν κουβέντα, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Εκείνο όμως τα κατάφερε να ξελυθεί και να τους ξεφύγει. Ο Ανέστης το είδε που στάθηκε μια στιγμή και οσμιζόταν τον αέρα, σα να’θελε ν’ ανακαλύψει κατά πού τράβηξαν τα υπόλοιπα. Είδε και τους γέρους που ρίχτηκαν καταπόδι του μονομιάς, βλαστημώντας. Χοροπηδούσε μέσ’ απ’ τα χέρια τους, ο ένας έπεφτε από δω, ο άλλος έκανε βουτιά κατά κει – αδύνατο να το γραπώσουν. Το έπιασε τέλος ένας νεαρός, από κάποιο γειτονικό μαντρί. Τώρα ήταν ακόμη πιο σπαραχτικές οι κραυγές του. Ο γέρος το ξανάδεσε πιο σφιχτά, και μετά το τοποθέτησε μέσα στο θεόκλειστο πορτ-μπαγκάζ του αμαξιού του. Το άκουγαν να βελάζει αδύναμα αποκεί μέσα.
Σε λίγο αποχαιρέτησαν τον πεθερό του κι έφυγαν μαζί. Ο γέρος θα έκανε τη δουλειά στην αυλή του σπιτιού του, στο χωριό. Δεν ήταν επαγγελματίας, απλώς κάτεχε την τέχνη, και προσφερόταν να βοηθήσει την κατάσταση. Ένας απ’ τους γιους του, που βρισκόταν εκεί, προσκαλεσμένος για τις γιορτές, τους περίμενε. Μόλις είδε κι εκείνος το κατσίκι, χάιδεψε τα γένια του. Ο γέρος το απίθωσε καταγής και παράγγειλε να φέρουν τα μαχαίρια τους. Ο Ανέστης παρακολουθούσε σαν ξένος τη σκηνή. Δεν εννοούσε να πιστέψει πως αυτό γινόταν για το χατίρι του. Απ’ την άλλη, δεν είχε και τη δύναμη να αντιδράσει. Ξαφνικά το κατσίκι σηκώθηκε, πάτησε γερά στα πόδια του και πήρε τρέχοντας τα σοκάκια. Είχε κατορθώσει πάλι να λευτερωθεί απ’ τα δεσμά του. Ο γέρος χύθηκε ξοπίσω του με ξεφωνητά και βρισιές. Το ίδιο κι ο Ανέστης, που έμεινε έκπληκτος απ’ τη γρηγοράδα του γέρου. Αλλά το ζώο, πιο ευκίνητο, πιλαλούσε στο μονοπάτι σαν αστραπή, και για μια στιγμή του φάνηκε απίθανο να το πιάσουν. Έκανε όμως το σφάλμα να πηδήξει το φράχτη κάποιου σπιτιού και ν’ αποκλειστεί στη χορταριασμένη αυλή του. Μολονότι ο Ανέστης δεν ήθελε να συμμετέχει καθόλου, έβλεπε παραξενεμένος τα πόδια του να τον φέρνουν μέχρι την ξώπορτα ‒ περισσότερο ίσως από ένστικτο, ή απλή περιέργεια. Είδε το γέρο να μπαίνει και να το αδράχνει μ’ ένα σάλτο, κι άκουσε τα δυνατά του σκουξίματα ‒αληθινός θρήνος τώρα‒ καθώς το κουβαλούσε κρεμασμένο απ’ τα δυο μπροστινά του πόδια. Αυτή τη φορά το δέσιμο έγινε με χοντρό σύρμα, κι εκείνο είχε πια παραιτηθεί. Κάθε τόσο ανασήκωνε αδύναμα το κεφαλάκι του, κι αμέσως πάλι τ’ ακουμπούσε πάνω στο γρασίδι στα μάτια του καθρεφτιζόταν απέραντος τρόμος. Η εγγονή του γέρου, που είχε πλησιάσει, είπε: «Το καημένο. Δεν θα ζει σε λίγο, ε;» Κι έσπευσε να εξαφανιστεί, για να μη δει τη συνέχεια.
Στο μεταξύ έφεραν τα σύνεργα του γέρου, κι εκείνος βάλθηκε ν’ ακονίζει τα μαχαίρια του. Ένα χαμόγελο γράφτηκε στη μορφή του, λες και χαιρόταν προκαταβολικά γι’ αυτό που θα έκανε. Ξεροκαταπίνοντας ο Ανέστης, παρατηρούσε τις κινήσεις του ‒ το μάτι του τις κατέγραφε μεθοδικά σα φωτογραφικός φακός. Άρχισε πρώτα πατώντας δυνατά το στήθος του ζώου με τ’ αριστερό του πόδι, ενώ, τραβώντας πίσω με το ‘να χέρι το κεφάλι του –πνίγοντας έτσι κάποιες στερνές κραυγές απόγνωσης‒ ακούμπησε το μαχαίρι στο λαρύγγι του και με μια αθόρυβη κίνηση το έσχισε ως πέρα. Το αίμα πιτσίλισε το χώμα, ενώ το πόδι συνέχιζε να πατάει βαρύ το στήθος του. Το ζώο ξεψύχησε. Του τρύπησε μετά λιγάκι το δέρμα στις άκρες των πισινών ποδιών, έχωσε ένα μυτερό καλάμι, και, φυσώντας δυνατά, το φούσκωσε σαν μπαλόνι. Το κρέμασε ανάποδα στο τσιγκέλι κι άρχισε το γδάρσιμο. Τραβώντας το τομάρι προς τα κάτω, όπως το φλούδι από μια μπανάνα, αποκαλυπτόταν η στιλπνή κρεάτινη επιφάνεια του ζώου, ασπρειδερή στα μπούτια και τη ράχη, ελαφρά ρόδινη στο στήθος. Τον δυσκόλεψε μόνο, σαν έφτασε στο σημείο που ενώνεται ο τράχηλος με το κεφάλι, και τότε ο γέρος χρειάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη, τραβολογώντας με το δεξί, βάζοντας κόντρα με τ’ αριστερό στο λαιμό ‒ μια εικόνα, αλήθεια, που θύμιζε άνθρωπο που δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τη στενή του μπλούζα. Ο Ανέστης, που είχε καταπιεί τη μιλιά του, δεν παρέλειψε να προσέξει και τα σκυλιά, που είχαν καταφτάσει απ’ το μονοπάτι, να παρατηρούν με δέος ή και προσμονή, όταν μετά από λίγο ο σφαγέας ‒χωρίς να έχει λεκιάσει καθόλου τα χέρια του!‒ άνοιξε και την κοιλιά και χύθηκαν μεμιάς έξω τα μπλάβα σωθικά του ζώου. Την ίδια στιγμή, μην εξηγώντας καν το λόγο ‒αφήνοντας μάλλον να τον καταλάβουν‒ τους έστρεψε απότομα τη ράχη κι έφυγε. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι του πεθερού του, φανταζόταν τη διαδικασία να ολοκληρώνεται πίσω του ‒πανάρχαια ιεροτελεστία‒ κι ένιωσε ένα ανακάτεμα στο στομάχι.
Έσπρωξε την καγκελωτή εξώπορτα, διάβηκε μπροστά απ’ το χαγιάτι και πλησίασε στη βρύση της αυλής. Έπεφταν οι πρώτες αραιές ψιχάλες. Η ασβεστίλα απ’ το διπλανό ντουβάρι τον χτύπησε στα ρουθούνια. Μούσκεψε με την παλάμη το μέτωπό του, κι απόμεινε για λίγο ακίνητος, ακουμπισμένος στον τοίχο. Στο μυαλό του έρχονταν σκηνές κι από παλιότερα μακελέματα, που μάλιστα είχαν γίνει σ’ αυτόν εδώ το χώρο, δίπλα στο χαμηλό κοτέτσι. Ανυποψίαστα σπιτικά ζώα την πλήρωναν συνήθως, κάθε φορά που αυτοί αποφάσιζαν να επισκεφθούν το χωριό. Και το ‘χε προσέξει:Στην αρχή τάχα δίσταζαν να πιάσουν το μαχαίρι ύστερα αν δε βρισκόταν κανείς άλλος, αναλάμβανε τρίζοντας τα δόντια ο πεθερός του ‒ και τότε, πραγματικά, ο γέρος, που ήταν και πρώην αγωνιστής της Αντίστασης, το ‘ριχνε στο καλαμπούρι, σαν εκείνη τη φορά, που, πατώντας καταγής το πετεινάρι που έσκουζε με μανία, «πάψε Σκόμπι!» του φώναζε – στο τέλος, πάντως, καλοτρώγανε όλοι…
Οι ψιχάλες πύκνωναν και καθώς τώρα ένιωθε έναν κόμπο ν’ ανεβαίνει στον λαιμό του, ο Ανέστης, μην αντέχοντας άλλο, έγειρε στο πλάι, ανάμεσα στις τσουκνίδες και τα σπαρμένα, και αφέθηκε εκεί να ξεράσει.
Φωτογραφία: Γ.Βανίδη
* O Τάσος Καλούτσας (1948) είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το διήγημα ”Το κελεπούρι” (περιοδικό Διαγώνιος, 1983). Έχει γράψει 6 συλλογές διηγημάτων, μία μελέτη και διάφορα κριτικά σημειώματα. Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του «Το τραγούδι των σειρήνων» (Νεφέλη, 2000) και με το αντίστοιχο βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» (2001). Επίσης, το 2011 τιμήθηκε με το βραβείο Διηγήματος από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη για το βιβλίο του «Η ωραιότερη μέρα της». Είναι μέλος της Εταιρείας συγγραφέων και ζει στη Θεσσαλονίκη.