Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή/πεζογράφου στην κοινωνία;
Ο γραφιάς δε ζει μέσα σε γυάλα –στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ζήσει, ακόμη κι αν κοπιωδώς το επιδιώξει· μέρος ενός ευρύτερου δικτύου αλληλεπιδράσεων ήταν ανέκαθεν, όπως όλοι, πόσο μάλλον τώρα στην εποχή της πληροφορίας. Η θέση του, βέβαια, σ’ αυτό το δίκτυο δεν δείχνει να είναι κομβική· η επίδραση που ασκεί στην κοινωνία είναι πολύ μικρότερη απ’ αυτήν που από αυτήν δέχεται.
Καθόλου δε σημαίνει αυτό, ωστόσο, ότι ο γραφιάς δεν έχει να επιτελέσει ένα έργο, ότι η παρουσία του στην κοινωνία δεν έχει κάποιο σκοπό, ένα «τέλος» μιλώντας με όρους αριστοτελικούς. Και επειδή αυτό το «τέλος» διαφέρει για κάθε ομάδα (άλλο το τέλος των γιατρών, άλλο των δασκάλων κ.λπ.), είναι επόμενο του καθενός η θέση –κι όχι μόνο του γραφιά– να έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο στην κοινωνία ως σύνολο όσο και στις επιμέρους ομάδες στις οποίες μετέχει. Πάντως, το ποια είναι αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για τον γραφιά αποτελεί –και δικαίως– τεράστια συζήτηση, μέρος της οποίας είναι και το επόμενο ερώτημα…
Με το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα να αγγίζει μόλις το 3% του πληθυσμού, πολύ φοβάμαι πως το ερώτημα «προορίζεται» για εσωτερική κατανάλωση μεταξύ των «υπηρετούντων τη μούσα». Είναι παρόλα αυτά σημαντικό να τίθεται.
Ας πούμε πρώτα πρώτα ότι το ζήτημα δεν είναι «καινούριο». Απασχολεί διαρκώς τους γράφοντες και δη τους ποιητές, εφόσον η ποίηση από τον 20ο αιώνα μέχρι σήμερα είναι σε μεγάλο –ίσως και στο μεγαλύτερο– μέρος της αυτοαναφορική. Ανασύρω προχείρως τον ποιητικό διάλογο μεταξύ Εγγονόπουλου και Αναγνωστάκη για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο («Ποίηση 1948» & «Στον Νίκο Ε… 1949»). Εσκεμμένη αφωνία η πρόταση του ενός –μολονότι διατυπώνεται με τη μορφή ποιήματος–, σπαρακτική επίκληση στην ποιητική φωνή ως αντίσταση στον ζόφο η συνειδητή επιλογή του άλλου.
Ειλικρινά, δεν ξέρω αν η γραφή έχει «ιδιαίτερο ρόλο» σε περιόδους κρίσης. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι ο γραφιάς οφείλει να τοποθετείται και στην «ομαλότητα» και στην κρίση –πολύ περισσότερο στη δεύτερη. Μέσα στην κρίση είναι που ο καβαφικός ποιητής Φερνάζης βρίσκει –επιτέλους– την ευκαιρία να αρθρώσει την αλήθεια του, με μιαν απόλυτη μάλιστα κατάφαση: «υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος».
Η «αποστασιοποίηση» από τη συγκυρία, και ανέφικτη είναι και άστοχη, εφόσον αναιρεί την ίδια την ουσία της γραφής. Ο φόβος να μην αναλωθεί το καλλιτεχνικό έργο από την τριβή του δημιουργού με τα τρέχοντα και ειδικότερα με την πολιτική, στην πραγματικότητα φανερώνει μιαν αυτιστική στάση, έναν επικίνδυνο ελιτισμό.
Ο Σεφέρης τοποθετήθηκε ξεκάθαρα απέναντι στη χούντα τόσο ποιητικά («Επί ασπαλάθων») όσο και με τη δημόσια δήλωσή του στο BBC. Η πολιτική θέση του Βάρναλη, του Αναγνωστάκη, του Ρίτσου και τόσων άλλων υποβάθμισε την ποιητική τους; Δεν είναι τι κάνεις, είναι και πώς το κάνεις…
Η κρίση του κορωνοϊού πλήττει καίρια και σε παγκόσμιο επίπεδο τις πάσης φύσεως ελευθερίες και δικαιώματά μας, δοκιμάζει τις αντοχές μας στη συμμόρφωση, δημιουργεί το πλαίσιο για μια χωρίς προηγούμενο οικονομική εξαθλίωση, φανερώνει απροκάλυπτα την αναλγησία του νεοφιλελευθερισμού των κρατούντων. Ας αναρωτηθεί, λοιπόν, χαμηλόφωνα και εντός παρενθέσεως, αναγνωστακικώ τω τρόπω, ο κάθε γραφιάς:
(Μα ποιός με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)* Ο Κώστας Ι. Κουτρουμπάκης γεννήθηκε το 1969. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Κριτικά του κείμενα και άρθρα δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2018 εκδόθηκε το βιβλίο του Ο Μαραγκός (διηγήματα). Το 2020 κυκλοφόρησε το cd του Γεφύρια, με κιθαριστικές συνθέσεις που ενσωματώνουν απαγγελίες κειμένων.