Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία ;
Αρχικά θα υποστήριζα πως το περιεχόμενο του ερωτήματος ενεργοποιεί έναν μεθοδολογικού χαρακτήρα προβληματισμό : αλήθεια, τι εννοούμε «θέση», ποιος είναι «ποιητής» και σε ποια «κοινωνία» αναφερόμαστε ; Είναι ερωτήματα που χρήζουν ερμηνείας κατά διαλεκτικό και όχι μηχανιστικό τρόπο, πριν κάποιος παγιδευτεί από τη συνάρθρωση του ερωτήματος και προχωρήσει σε μια – ως είναι επόμενο – υπερβατική ερμηνεία. Προεκτείνοντας, προβληματίζομαι με την εκ προοιμίου κανονιστική σύλληψη του ερωτήματος σε ο,τι αφορά στη «θέση του ποιητή στην κοινωνία», επειδή ακριβώς μπορεί ερμηνευτικά να οδηγήσει είτε σε έναν σχηματισμό στρεβλώσεων, είτε σε διαδοχικές όψεις εξιδανικευμένης εικόνας του ποιητή που δεν σχετίζονται με την ποιότητα του αισθητικού ύφους και, βέβαια, με την υλική πραγματικότητα. Άλλωστε εδώ και πολλές δεκαετίες παρατηρείται μια προ-εδραιωμένη δυσαρμονία μεταξύ ποιητή και κοινωνίας. Για τους παραπάνω – και όχι μόνο – λόγους, θα μου επιτρέψετε να απαντήσω στο ερώτημα με σειρά ερωτημάτων, αποφεύγοντας σε ένα βαθμό εσκεμμένες απόρροιες που ενδεχομένως προκαλεί «η θέση του ποιητή στην κοινωνία» : τι καθιστά τη γλώσσα ενός ποιητή ποιητική ως προς το νόημα που παράγει ; σε (και με) ποιες νοηματικές συνθήκες το αισθητικό περιεχόμενο των νοητικών αναπαραστάσεων της ποιητικής του ποιητή απεικονίζει την υλική πραγματικότητα ; πως συνδέεται η αισθητική διατύπωση με εναλλακτικά σχήματα ποιητικής και νοήματος τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του συμβατικού (πλασματικού) ποιητικού λόγου; πως και πότε αρχίζει η ποιητική αισθητική και το ποιητικό νόημα να υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του κυρίαρχου λόγου ; με ποια αισθητική της γλώσσας μπορεί η ποιητική στη σημερινή εποχή να αποτυπώσει την υλική πραγματικότητα του – κατά Χάμπερμας – «αποικιοποιημένου βιωμένου κόσμου», όταν ο ποιητής από ενεργητικό υποκείμενο των πρωτοποριών του πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα έχει μεταλλαχθεί σε «ήσυχο υποκείμενο» ;
Σε περιόδους κρίσης, όπως του CoVID-19, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Η γλώσσα του ποιητή δεν είναι ουδέτερη. Το απέδειξε ο Bakhtine στη μελέτη του για τον Ντοστογιέφσκη, και αργότερα η Kristeva και ο Greimas. Κοντολογίς : όσο το πνεύμα του ποιητή μετασχηματίζεται σ’ ένα αυτόματο φορμαλισμού του τυποποιημένου, κυρίαρχου και συμβατικού Λόγου, τόσο περισσότερο η ποίηση λειτουργεί κατά τρόπο παραισθητικό. Και ακόμα : όσο η ποιητική αποτυπώνει την εννοιολογική μονοσημία μιας οιασδήποτε κρίσης και όχι τα πολλαπλά πεδία σημασιών της, τόσο περισσότερο ο ποιητής εθίζεται και υποκύπτει στους μηχανισμούς της πολιτιστικής βιομηχανίας. Η ποιητική πρωτοπορία κρίνεται από την ικανότητά της ν’ ανοικειώνει τα συμβατικά σχήματα και τους συμβατικούς τρόπους γλώσσας και βλέμματος που προσλαμβάνουμε τον κόσμο.