PRESENTATION
Chloe Koutsoumpeli was born in Thessaloniki in 1962. She has studied Law. Her first collection of poems was published in 1984, when she was twenty two years old. Ever since, she has published another eight collections of poems, two novelsandtwo theatrical plays. Poems and short stories of hers were published in most of the literary magazines of her country. Many of her poems were translated in English, French, German, Italian, Spanish and Bulgarian. She has participated in Greek and foreign anthologies of poems. Her collection of poems which was published in 2016 won the National Award of Poetry.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1962. Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1984, σε ηλικία είκοσι δύο χρονών εκδίδει την πρώτη ποιητική της συλλογή. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί άλλες οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα και δύο θεατρικά έργα. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας της. Πολλά από τα ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά και Βουλγαρικά. Συμμετείχε επίσης σε πολλές Ελληνικές και Ξένες ανθολογίες ποιημάτων. Η ποιητική της συλλογή «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016, βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2017.
PENELOPE
She knows by now.
It’s not the foolish Sirens
who sing pretending to create Art
nor the old Circe
with her lust
hidden in windbags
nor the misbehaving Nausica
trapped in a wrong age
in white socks and childish dress.
Neither the Lestrygonians nor the lotus
keep him away from her.
Not Poseidon’s petty anger
or the mix-ups with his old comrades.
Penelope knows by now
her last message will remain unanswered
reason compels him to stay away from her.
Everywhere around her
her suitors drink raki
they wallow in the arena
male lions full of lust.
And Odysseus?
Penelope doesn’t even remember him anymore.
She only knows that she slept with a stranger one night
and when she asked his name
“Ούτις” * he replied.
*the word means nobody in Ancient Greek. When Cyclops asked Odysseus his name in order to tell Poseidon to punish him , clever Odysseus responded “Ούτις” . Nobody.
*
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της.
Παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουνε ρακή
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ούτις»
* * *
THE FIRST POEM
In the beginning, a long time ago,
Goddess created.
She said: “I want”
and the world egg hatched.
She said: “I am afraid”
and darkness was torn with noise.
She said: “Who am I?”
and the First Woman arose from the earth.
Covered in dirt from head to toe
she stretched her limbs in the light
the wind caressed her breasts.
She felt desire.
She sketched an embryo word on the ground
and in the vast wilderness of time
she invited.
And behold,
the First Man emerged
from the depths of water
and the living heart of Erebus.
From that day on
mortals started to write poems.
With the hope to incarnate the need.
*
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Τότε πολύ παλιά η Θεά εποίησε.
Είπε: «Θέλω»
κι ο κόσμος έσκασε αυγό,
είπε: «Φοβάμαι»
και το σκοτάδι σκίστηκε με θόρυβο
είπε: «Ποιά είμαι;»
κι η Πρώτη ξεπρόβαλε απ’ το χώμα.
Καλυμμένη λάσπη
ανακλαδίστηκε στο φως
ο αέρας της χάιδεψε τα στήθη.
Πεθύμησε.
Μία λέξη έμβρυο χάραξε στο χώμα
και μέσα στην ερημιά του χρόνου
η Γυναίκα προσκάλεσε.
Και ιδού ο Πρώτος απ’ τα βάθη της θάλασσας
και τα ζωντανά σπλάχνα του Ερέβους
αναδύθηκε.
Από τότε επικράτησε να γράφουν οι θνητοί ποιήματα.
Μήπως και ενσαρκωθεί η ανάγκη.