PRESENTATION
Costas Mavroudis was born in 1948 in the island of Tinos. He studied law at the University of Athens. His first collection of poems appeared in 1973. He continues to write poetry and prose. Since 1978, he has been publishing the literary magazine “To Dentro” (“The Tree”).
SUMMER
or
At Badalona Beach
The subject was opposite me
(a “Resting Man” on a deckchair)
I saw the vertical incision on his chest
the red towel
the now rare Delial
(with a shiver from several decades’ worth
of recollections)
must have been in his sixties
immersed in the global news page
(his cellphone rang a couple of times)
waved no to the black peddler who approached him.
His story roused my interest
(the vertical incision, mainly)
and of course I enjoyed the indiscretion
the idler’s fantasy, I mean,
the inductive inspirations:
at night
(age contributes)
a triviality was enough to wake him up
in
his
lea-
ther
loa-
fers
got
out
of
the
con-
jugal
bed,
quiet
at
the
cor-
ridor
his son’s breathing sounded
like an unhampered step to the future
(sons are always made of future)
sometimes laughter
trivial dialogues with sleepless friends
unfamiliar sounds from the computer.
He stood still for a while
with the unspoken suspension of an anion
challenged by the child’s time
(some time ago the door was left ajar
a Goofy lamp cast blue light
inside the nursery)
then he went into the kitchen
turned the light on;
out of the darkness the utensils appeared
surprised or embarrassed
as if caught in the act.
Back to the sand
a boardwalk from the entrance to the waves
(the phrasing of the steps ended at the full stop
of a squatting infant or a ball)
passionate breasts and thighs before us
slow seniors, too
followed by their unseen histories
beside me, I should add, someone read Isabel Allende
further to the right a woman
(drowning in sun protection oils)
in confrontation with a crossword puzzle
who is it, she asked, in six letters
“Catalan doctor with a career in Paris”
the “Resting Man” ever unsuspecting, thinking himself to
be alone in the news (the soft suspension of facts), had
also become, I should say, somewhat symbolic the way
he was outlined (the waking up, his son, himself outside
the door, silent). Soon, of course, we’ll be far away, we
won’t see him again, but he is already established in the
chronicle, the subject of an old day, and the place where
facts once triumphed (our journey, the faces) will house,
as it always happens, the velvet annoyance of memory; I
mean, his captivity by the poem somehow makes up for
what’s lost, and besides, he himself, if he could guess my
indiscreet game (the nightly invasion of his residence), he
‘d surely appreciate it that I heard behind the closed door
his son make a call, and that I have, for his sake, ignored
the sunshine of Badalona
(the noon
the heat of the shore
its celebratory images)
and watched him
along the boardwalk, ruminant.
He would be flattered by the visitor
the attention of a stranger
his legacy traversing time
through my testimony.
[translated by Giorgos Kyriazis]
*
Καλοκαίρι
ή στην παραλία της Μπανταλόνα
Το θέμα βρισκόταν απέναντί μου
(ένας αναπαυόμενος σε ανάκλιντρο της παραλίας)
έβλεπα την κατακόρυφη τομή στο στέρνο του
την κόκκινη πετσέτα
το σπάνιο πια delial
(με ρίγη δεκαετιών
με ανακλήσεις)·
βάδιζε υπολόγιζα τα εξήντα
είχε βουλιάξει στη σελίδα με τα Διεθνή
(μια δυο φορές ακούστηκε το κινητό)
Όχι έγνεψε στον μαύρο μικροπωλητή
που τον πλησίασε.
Άρχισε να με αφορά η ιστορία
(η κατακόρυφη τομή κυρίως)
και βέβαια με έτερπε η αδιακρισία για τον άγνωστο
η φαντασία του αργόσχολου εννοώ
σε επαγωγικές εμπνεύσεις του:
τη νύχτα
(συντείνει η ηλικία)
αρκούσε κάτι ασήμαντο για να τον αφυπνίσει
με
τις
δερ-
μά-
τινες
έ-
βγαι-
νε
αθό-
ρυ-
βα
απ’
το
συ-
ζυ-
γι-
κό
κρε-
βάτι
στο
διά-
δρο-
μο
ησυ-
χία
η αναπνοή του γιού του ακουγόταν
σαν ανενόχλητο βήμα στο μέλλον
(οι γιοί φτιαγμένοι πάντα από μέλλον)
άλλοτε γέλια
ασήμαντοι διάλογοι με φίλους που αγρυπνούσαν
άγνωστοι ήχοι απ’ τον υπολογιστή.
Στεκόταν ακίνητος για λίγο
με την ανομολόγητη εκκρεμότητα του ανιόντος
που τον ανταγωνίζεται ο χρόνος του παιδιού
(παλιότερα έμενε μισάνοιχτη η πόρτα
ένας Γκούφι φώτιζε γαλάζιο
το παιδικό δωμάτιο)
τέλος περνούσε στην κουζίνα
άναβε το φως·
απ’το σκοτάδι εμφανίζονταν τα σκεύη
έκπληκτα ή αμήχανα
σαν να είχαν συλληφθεί επ’αυτοφώρω.
Πάλι στην άμμο·
από την είσοδο μέχρι το κύμα ο ξύλινος διάδρομος
(η φράση των βημάτων σταματούσε στην τελεία
ενός σκυμμένου βρέφους ή μιας μπάλας)
περιπαθή μπροστά μας στήθη και μηροί
αλλά και αργοί υπερήλικες
με την αθέατη ιστορία τους που ακολουθούσε
δίπλα μου να προσθέσω διάβαζαν Ιζαμπέλ Αλιέντε
δεξιότερα η κυρία
(πνιγμένη από λάδια προστασίας)
σε αναμέτρηση με το σταυρόλεξο
ποιος είναι ρώτησε με έξι γράμματα
«Καταλανός γιατρός που έκανε καριέρα στα Παρίσια»
ο «Αναπαυόμενος» πάντα ανύποπτος, νομίζοντας πως είναι μόνος
στην ειδησεογραφία (τη μαλακή ανάρτηση των γεγονότων), είχε
γίνει, πρέπει να πω, και κάπως συμβολικός έτσι όπως
ψυχογραφήθηκε (η αφύπνιση, ο γιός του, και έξω απ’την πόρτα
αυτός, σιωπηλός). Σε λίγο, βέβαια, θα είμαστε μακριά, δεν θα τον
ξαναδούμε, όμως εγκαταστάθηκε ήδη στο χρονικό, είναι το θέμα
μιας παλιάς ημέρας, εκεί όπου πανηγύριζαν τα γεγονότα (το ταξίδι
μας, τα πρόσωπα) θα στεγαστεί, όπως συμβαίνει πάντα, η
βελούδινη ενόχληση της μνήμης· θέλω να πω, η ομηρεία του στο
ποίημα αναπληρώνει κάπως το χαμένο, άλλωστε κι εκείνος, αν
μπορούσε να υποθέσει το αδιάκριτο παιχνίδι μου (την εισβολή
βράδυ στην κατοικία) σίγουρα θα του άρεσε που άκουσα απ’το
κλειστό δωμάτιο τον γιο του να τηλεφωνεί, που έχω προς χάριν του
αγνοήσει την ηλιοφάνεια της Μπανταλόνα
(το μεσημέρι
την έξαψη της ακτής
τις πανηγυρικές εικόνες της)
και τον παρακολούθησα
καθώς περνούσε τον διάδρομο περίσκεπτος.
Θα τον κολάκευε ο επισκέπτης,
η ξένη προσοχή,
η υστεροφημία να διασχίζει τον χρόνο
μέσα στη μαρτυρία μου.
* * *
SUMMER
or
Security check on a longsighted passenger
Still early morning
warm breeze
heat would follow
setting off differently
daybreak
the S/S Angelica ready to sail
last passengers embarking
(Piraeus
12 July of ’53)
spread out newspapers
peddlers on board
two men suddenly on the stairs astern
(one with a pack “Matsangos Lights” in his shirt pocket)
Wait there! They said
Here? Said he
Under the canopy on the deck
and then low-voiced (as if in confidence)
ID Card!
in the right-hand pocket in the one across
in his trousers
he opened the suitcase
the pyjamas
the little tin toy car for the boy without its box
(to save space)
rolled towards the railing
or to be more precise slid slowly
along the incline of the deck
big envelopes in chaos in the end
My X-Rays ! He said on his knees
From out of town
for my medicals he said
he handed them over as if they were what he couldn’t find;
one hour earlier unaware at breakfast
(his slice of toast cracking under the knife
and the cold butter)
Hand-fans
shouted a pair of trousers
with pointed white shoes and braces
Let’s search some more he said
(his eyes enormous behind the lenses)
they wanted to laugh, they could barely keep themselves from laughing, they let him search (it’s all for the clandestine party unit, he thought to himself as silently as he could). No ID card then, said the grimmest of the grim ones and lifted his hat to scratch his head, while he in front of his suitcase stood at attention, beads of sweat already gleaming on his forehead, while the last visitors stepped carefully down the stairs
and at this point
shortly before this parody is over
the poem stands in cautious hesitation;
Ι look like a copy it says
surely that day of ’53 must have been different;
those passing through this image
had a home and a past;
they could hear their voices under the sun;
around them seasons changed;
they were terrified
(as much as we are)
by reminiscences and by the word End
[translated by Miltos Frangopoulos]
*
Καλοκαίρι
ή
Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία
Πολύ πρωί ακόμα
χλιαρό αεράκι
θα ακολουθούσε ζέστη
αρχίζοντας διαφορετικά
ξημερώνει
τοΑγγέλικα προς αναχώρηση
τελείωνε η επιβίβαση
(Πειραιάς, 12 Ιουλίου του’53)
ανοιχτές εφημερίδες
μικροπωλητές
δυο άνδρες αιφνιδίως στην πρυμναία σκάλα
(ο ένας στο πουκάμισο Ματσάγγου ελαφρά)
Να περιμένετε είπαν
Εδώ; είπε εκείνος
Κάτω απ‘ την τέντα στο κατάστρωμα
και αμέσως χαμηλόφωνα (σαν εμπιστευτικά)
Ταυτότητα !
Στην τσέπη δεξιά Στην άλλη απέναντι
στο παντελόνι
άνοιξε τη βαλίτσα
οι πιτζάμες
το τσίγκινο αυτοκινητάκι του μικρού χωρίς κουτί
(να εξοικονομήσει χώρο)
κύλησε προς την κουπαστή
για την ακρίβεια έφευγε αργά
στην κλίση που έχει το κατάστρωμα
οι χαώδεις φάκελοι στο τέλος
Οι ακτινογραφίες μου είπε γονατισμένος
Από την επαρχία
για εξετάσεις είπε
τις έδωσε σαν να ήταν εκείνο που δεν εύρισκε·
μια ώρα πριν ανύποπτος στο πρόγευμα
(οι φρυγανιές του ράγιζαν με το μαχαίρι
και το παγωμένο βούτυρο)
βεντάλιες
φώναξε ένα παντελόνι
με άσπρα μυτερά παπούτσια και τιράντες
Να ψάξω ακόμα είπε
(τα μάτια του τεράστια πίσω απ’τους φακούς)
εκείνοι ήθελαν να γελάσουν, ίσα που κρατιόνταν να μην γελάσουν, τον άφηναν να ψάχνει (για τον παράνομο μηχανισμό, σκέφτηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε). Χωρίς ταυτότητα, είπε ο βλοσυρός πιο βλοσυρός και έβγαλε το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, αυτός μπροστά απ’τη βαλίτσα σε στάση προσοχής, ήδη στο μέτωπό του έλαμπαν μικροί κόμποι ιδρώτα, ενώ οι τελευταίοι επισκέπτες
κατέβαιναν προσεκτικά τη σκάλα,
και στο σημείο αυτό
λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία
το ποίημα μένει επιφυλακτικό·
μοιάζω με αντίγραφο λέει
σίγουρα ήταν αλλιώς η μέρα του ’53
αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα
είχαν σπίτι και παρελθόν·
άκουγαν κάτω απ τον ήλιο τη φωνή τους·
γύρω τους άλλαζαν οι εποχές
τους τρόμαζε
(όπως συμβαίνει και με μας)
η ανάμνηση και η λέξη τέλος.