Scroll Top

Daniel Calabrese | Ποιήματα | Μετάφραση: Σταμάτης Πολενάκης

Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ

Οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι όχι σε κάποιο ποτάμι
αλλά στην ξηρά την ίδια συνέβη ο πνιγμός μου.

Το μόνο ποτάμι που κρατώ στη μνήμη
είναι αυτό το ρίγος
εκεί όπου τα μικροσκοπικά πράγματα βουλιάζουν
αν και ποτέ δε χάνονται εντελώς.

Κάποιες φορές
βυθίζονται πριν ακόμα περάσει το ρεύμα του ποταμού.

Και η ικετευτική τους κραυγή
πάντα
φτάνει αργά.

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Όσοι ζουν σ` αυτή την πλευρά του δρόμου
γνωρίζουν από συμψηφισμούς:
κάθε φορά που κάποιος περνά
με κατεύθυνση προς το νότο
σημειώνουν την ώρα ακριβώς
και αφήνουν μια πέτρα να πέσει
στο κενό της ύπαρξης.

Όσοι ζουν στην απέναντι πλευρά
γνωρίζουν την αντίθεση:
κάθε φορά που κάποιος περνά
με κατεύθυνση αντίθετη,
επιστρέφοντας,
σημειώνουν το ίδιο
αλλά βγάζουν μια πέτρα
απ` το κενό της ύπαρξης.

Έτσι κάποιοι γεμίζουν το κενό τους
και άλλοι το αδειάζουν.

Κάθε τόσο,
αυτοί που έχουν γεμίσει το κενό τους
διασχίζουν το παλιό γεφύρι ( που ήταν καινούργιο)
και περιμένουν υπομονετικά
να περάσουν οι επιστρέφοντες απ` το νότο,
ο ένας μετά τον άλλον
μέχρι το κενό να γίνει απόλυτο.

ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΩΡΕΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΜΟΧΘΟΥ

Με κοίταξες μια και μοναδική φορά.

Εγώ δούλευα στο δάσος,
ένα δάσος μικρό
κι έκανα με το τσεκούρι μου θαύματα.

Μπορώ να πω ότι τους γνώριζα όλους.
Όλα τα δέντρα.
Όλους όσους ταλαντεύονται
μέσα στη βουβή ζωή.

Τώρα βγαίνω μέσα από το βλέμμα σου
την ώρα που ανάβει όπως τα τζάμια που φλέγονται.
Βγαίνω μέσα από το βλέμμα σου και χτυπιέμαι
πάνω στα κλαδιά και τους κορμούς
του κόσμου που εσύ βλέπεις.

Θα μπορούσαν να μ` έχουν κάνει κομμάτια
αλλά μένουν σιωπηλά.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Εκεί όπου υπήρχε κάποτε πυκνή βλάστηση
και δέντρα που γεννιούνταν ακατάπαυστα
σαυτό τον σκληρό αγώνα για λίγο νερό και φως που ονομάζεται δάσος, δεν απομένει άλλο απ αυτές τις θεόρατες πέτρες
σκεπασμένες με γκρίζα στάχτη.

Στάθηκα μπροστά τους
κι ευθύς κατάλαβα το παράδοξο.
Μου ζητούσαν, όπως από έναν απαλό θεό,
ν`ακούσω τη σιωπή τους.

Εγώ, που επιθυμούσα να ζήσω
για ένα δευτερόλεπτο έστω, όπως εκείνες,
κατάλαβα εκείνη τη στιγμή
τη μονολεκτική μυστηριώδη τους γλώσσα
κι έμεινα βουβός.

  Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ

Έπαιρνε μιαν ανάσα, όπως ο Ντοστογιέφσκι
μέσα στη σιωπηλή υγρασία
των κακοφωτισμένων δωματίων κι έπειτα
άρχιζε να περιπλανιέται μηχανικά
στους θολούς δρόμους.

Βάδιζε σαν τη σκιά του Κορτάσαρ
με μεγάλα βήματα σαν μέσα σε λήθαργο,
σιγοτραγουδώντας τον σκοπό εκείνο του Μέντελσον
που χρησιμοποιούσε κάποτε η αντίσταση
σαν φυλαχτό και σύνθημα στον καιρό
του ναζισμού

Έπειτα τρύπωνε στο οποιοδήποτε μπαρ
και μπροστά σ` ένα καυτό φλιτζάνι
κρατούσε για ώρες το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια
όπως ο Κάφκα.

Αργότερα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής
κι έπεφτε στο κρεβάτι μ` ένα βιβλίο στα χέρια
κι αργούσε να σηκωθεί, μιμούμενος τον Προυστ.

Στο τέλος
κατέληγε σαν όλους εκείνους:
τσακισμένος απ` την απλή ζωή.

Βιογραφικό Daniel Calabrese

Βιογραφικό Σταμάτης Πολενάκης