Το κείμενο που έγραφα, που γραφόταν δηλαδή όση ώρα κοιμόμουν, περιστρεφόταν γύρω από μιαν ιδέα συγκεχυμένη, κι όμως επίμονη: ότι τα όνειρά μου δεν είναι μοντέρνα. Εκεί ακριβώς είναι που ξύπνησα˙ πάνω σ’ αυτή τη διαπίστωση. Κι είναι σίγουρο ότι αυτό με ξύπνησε, αυτό το απωθημένο. Και μια λαχτάρα, μάλλον απόρροια της ηλικίας μου, ν’ αλλάξω το σκηνικό.
Να μειώσω τη σαβούρα; Το δικό μου αποτύπωμα άνθρακα; Ναι.
Ταυτόχρονα, να ελαφρύνω το φορτίο εκείνων που θα πρέπει να αδειάσουν το σπίτι μου. Κανείς δεν νοιάζεται για τα παλιά, μη σου πω ότι οι άνθρωποι τα βρίσκουν νοσηρά. Ας πούμε, τα παλιά έπιπλα ή τα παλιά βιβλία, άμα είναι πολλά. Προτιμούν τους γυμνούς τοίχους, τις μονοχρωμίες. Άγραφο καρέ σε λευκό φόντο. Ή γκρίζο, που είναι πολύ της μόδας.
Σ’αυτό λοιπόν το όνειρο, όπου έβλεπα το τέλος, δηλαδή διάβαζα το τέλος την ίδια ώρα που το έγραφα, ονειρευόμουν γεωμετρική αφαίρεση: να εγκαταλείψω τα βαρυφορτωμένα, άβολα σπίτια της ωμής τέχνης, όπου έχω ψιλοχαθεί τον τελευταίο καιρό, για μια τέχνη την οποία θα ονομάσω construit, κατασκευασμένη κατά πώς λέμε, και όπως πρέπει να λέμε, αν θέλουμε να περάσουμε στην Ιστορία της Ζωγραφικής και να παραμείνουμε εκεί.
Αφού σχηματίστηκε η ιδέα, και μάλιστα ξεκάθαρα, θα έπρεπε να είχε παραχωρήσει τη θέση της σε άλλες, να με αφήσει να κοιμηθώ λίγο ακόμη έλα όμως που επέμενε. Στο μεταξύ, το κείμενο συνέχισε να γράφεται. Μου ζητούσαν ακρίβεια, αξίωναν υπολογισμούς. Τι είχα ενάντια στην ΙΚΕΑ; Ενάντια στο leboncoin; Σύμφωνοι, δεν είχα διάθεση να τρέχω σε παζαράκια. Γιατί όμως να εκνευρίζονται οι άλλοι;
Δεν έφταιγε η ιδέα, δεν νομίζω, θα απαντούσα σε εκείνες που περίμεναν. Αν δηλαδή ήθελαν να μ’ ακούσουν. Αν ήθελαν να μου επιτρέψουν να αναπτυχθώ. Αλίμονο, εκδήλωναν σημάδια ανυπομονησίας. Άρχισαν ν’ αδημονούν.
Έτσι λοιπόν δεν μπορούσα να εξηγηθώ, να δείξω ότι, αν και αισθητικής τάξεως, οι ανησυχίες μου με τιμούσαν.
Στην πραγματικότητα, είναι επειδή αγαπώ τα παιδιά μου και ξέρω τα γούστα τους (γούστα της ηλικίας τους, της εποχής τους), που θέλω να αλλάξω τη διακόσμηση των ονείρων μου. Να περάσω από τη χαρούμενη σαβούρα μέσα στην οποία τα όνειρα μαραίνονταν, σε μια πιο μινιμαλιστική φόρμουλα, πιο στεγνή, όπου θα άνθιζαν. Όπου θα εξελίσσονταν εντελώς ελεύθερα.
Δεν θα εγκύψω για πολύ σ’ αυτό το παράδοξο. Οι ιδέες που συνωστίζονται στην πόρτα της συνείδησής μου δεν μ’ αφήνουν χρόνο.
Σηκώθηκα εδώ και μία ώρα, και βρίσκομαι στο γραφείο μου, μπας και δω πιο καθαρά αυτή την ιδέα, το να αλλάξω το ντεκόρ των ονείρων μου. Μήπως για να αλλάξω το ίδιο το όνειρο; Να αλλάξω μαγικά το περιεχόμενό του; Να επιδράσω πάνω στα πράγματα, να μεταβάλω τη ροή των γεγονότων; Υπήρχε κάτι απ’ όλα αυτά στη συγκεκριμένη ιδέα. Υπήρχε επίσης μια κάποια αφέλεια.
Αφέλεια που, κάθε βράδυ προτού αποκοιμηθώ, προκειμένου να κοιμηθώ, με σπρώχνει να διαβάζω ένα Αρχαιολογικό Δελτίο ή ένα Λεξικό της Γαλατικής Γλώσσας.
Λες και θα ήταν αρκετό να εγκαταστήσω το ντιβάνι ανάμεσα στις φωτογραφίες με τις αντίκες, για να στραφώ βαθύτερα στο παρελθόν!
Σαν να μπορούσα να δράσω στην πηγή.
Όταν λοιπόν αναδύομαι, το όνειρο φτάνει στο τέλος του. Είναι ένα όνειρο δίχως εικόνες, ή το ξεκίνησα στα μισά, στο making-of. Τη στιγμή που ανακαλύπτεις τη μέσα όψη του ντεκόρ. Όπου αντιλαμβάνεσαι πόσο πεπαλαιωμένο είναι.
Είδα άραγε, ανοίγοντας τα μάτια, την ταπετσαρία της κάμαράς μου; Τα τραπέζια, τα βιβλία που την πνίγουν; Τα έπιπλα που δεν μου αφήνουν χώρο να περάσω; Ξέχασα να σβήσω τη θέρμανση; Έκλεισα μηχανικά την πόρτα; Μήπως πνιγόμουν;
Αυτά τα ερωτήματα με απασχολούν ευχάριστα. Μου προσφέρουν μια σύντομη ανάπαυλα, διότι την προηγούμενη μέρα είχα καθαρίσει την καφετιέρα απ’τα άλατα. Και τώρα πήρε μπρος από μόνη της. Ως διά μαγείας. Την είχα προγραμματίσει στις εφτά, και είναι μόλις πέντε. Υπολόγισε ότι ξύπνησα, κι άρχισε από μόνη της να δουλεύει. Σκέφτηκε ότι θα με βοηθούσε. Ότι η γλυκιά, ελαφρώς όξινη μελωδία του καφέ θα διέγειρε τη σκέψη μου. Ότι θα καταλάβαινα επιτέλους πώς μπορούμε να αλλάξουμε ένα όνειρο, αλλάζοντας το ντεκόρ. Ένα όνειρο που όπου νά’ ναι τελειώνει.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Δέσποινα Πυρκεττή
O Denis Montebello γεννήθηκε το 1951στην Επινάλ της ΒΑ Γαλλίας. Ζει στην πόλη Λα Ροσέλ, στις ακτές του Ατλαντικού. Έχει διδάξει στον κλάδο των Κλασικών Σπουδών, ενώ χρημάτισε εισηγητής εργαστηρίων γραφής. Μυθιστοριογράφος και ποιητής, έχει εκδώσει περίπου τριάντα πρωτότυπα έργα, καθώς και μεταφράσεις από τα λατινικά προς τα γαλλικά. Τον ενδιαφέρουν οι γεύσεις προκειμένου να συμφιλιώσει τη γεύση με τη γνώση, να αναδείξει το εκχύλισμα των λέξεων. Εξάλλου, προσεγγίζει τις γεύσεις και ως αρχαιολόγος, σαν να’ ταν ίχνη, απολιθώματα που έχουν αποκρυσταλλωθεί˙ απομεινάρια, πάνω στα οποία μπορεί κανείς να τοποθετήσει τα βήματά του.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία: Au dernier des Romains, Fayard, 1999. Au café d’Apollon, Dumerchez, 2001. Archéologue d’autoroute, Fayard, 2002. Fouaces et autres viandes célestes, Le Temps qu’il fait, 2004. Couteau suisse, Le Temps qu’il fait, 2005. Le diable l’assaisonnement, Le Temps qu’il fait, 2007. Tous les deux comme trois frères, Le Temps qu’il fait, 2012. Aller au menu, Le Temps qu’il fait, 2015. La Maison de la Gaieté, Le Temps qu’il fait, 2017. Comment écrire un livre qui fait du bien, Le Temps qu’il fait, 2018. Fossile directeur, Le Temps qu’il fait, 2021. Beaudésir, Le Réalgar, 2021.