PRESENTATION
Dimitris Kosmopoulos is poet, essayist and translator. He was born in 1964 in Kontogoni (Papaflessa) in the region of Pylia, in Messinia. He grew up in Kalamata. He has published nine books of poetry and three books of essays and has long been a member of the Hellenic Authors’ Society. He the editor of Nea Efthyni, a literary journal. The Academy of Athens has honoured his work as a lyric poet in 2005, and the same institution awarded him with the 2018 Ouranis Prize for his most recent collection, Theristron. The same collection was awarded a ‘Jean Moreas’ Poetry Prize, as the best poetry collection of 2018. In 2013 he was also the recipient of the International Cavafy Prize in Cairo, Egypt. Kosmopoulos’s poems have been translated into various European languages and his essays and translations have been published in both newspapers and literary journals. He lives in Athens.
*
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας στη Μεσσηνία. Μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικά βιβλία και τρία βιβλία δοκιμίων για θέματα λογοτεχνίας και κριτικής. Δοκίμια, μεταφράσεις και κριτικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά, έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες και έχουν εκδοθεί στα γαλλικά, στα ιταλικά και στα αλβανικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Ευθύνη. Από το 2001 είναι μέλος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών και από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το 2005 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Έλληνα Λυρικού ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών και το 2013 το Διεθνές Βραβείο Κ.Π. Καβάφη για το σύνολο τού ποιητικού του έργου. Στην πιο πρόσφατη ποιητική του συλλογή, Θέριστρον, απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης 2018 του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, καθώς και το βραβείο ‘Jean Moreas’, ως η καλύτερη συλλογή του έτους 2018. Zει και εργάζεται στην Αθήνα.
* * *
16 MARCH 2015, 6 p.m.
In memory of Vangelis Yakoumakis
They discovered your body ripped apart by wild beasts
by a remote lake, tangled in reeds and sedge
and your Martyr-Mother wrecked on grief’s edge
in the wintry glare of programmed media feasts,
with her cracked face dry stone, without a trace of tears,
now she measures his years in terms of mere days.
Numbed in the chamber of the televised morgue
she prays to the All-Holy One beneath her breath,
“Into this slaughterhouse, through unbearable death
Your Son entered too. And if it be His will,
Vangelis also shall share in His Resurrection.”
You know in advance all this will come to pass
and you live it out, like a film not yet released,
for when you allowed them to spit on you and beat you,
you were a lamb, as they were drunk on rage.
“Little mother, I am proud of your child,
because they crucified him, poor soul. So remember,”
the Virgin Mary gently replied to the woman.
You know this, all of it. You know it all too well.
Translated by Richard Berengarten and Paschalis Nikolaou
*
16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., 6.00 μ.μ.
Βαγγέλης Γιακουμάκης, εἰς μνήμην
Βρήκανε τὸ κορμί σου σπαραγμένο ἀπὸ τ’ ἀγρίμια
σ’ ἀπάτητο τῆς λίμνης καλαμιώνα
κι ἡ Μάρτυσσα ἡ Μάνα σου συντρίμμια
μέσα σὲ πάγο φῶς διακαναλικοῦ χειμώνα
ράγισε μὲ τὸ πρόσωπό της πέτρα
κι ἀδάκρυτη, στεγνή, μέρες τὰ χρόνια σου ἐμέτρα.
Βουβὰ στὸν θάλαμο τοῦ τηλεοπτικοῦ νεκροτομείου
ψιθύριζε στὴν Παναγία: «Στοῦ σφαγείου
ἐτούτου τὴν ἀβάσταχτη τὴν νέκρα
εἰσήλθε κι ὁ Υἱός Σου, κι ἅμα θέλει
ἁρπάζει στὴν Ἀνάστασή Του τὸν Βαγγέλη».
Τά ‘ξερες ὅλα τοῦτα πὼς θὰ γίνουν
κι ὅπως ταινία προσεχῶς τά ζοῦσες
ὅταν τούς ἄφηνες νὰ δέρνουν καὶ νὰ φτύνουν
κι ἤσουν ἀρνάκι ὅταν ἡ λύσσα τούς μεθοῦσε.
«Εἶμαι περήφανη γιὰ τὸ παιδί σου
γιατὶ σταυρώσαν τὴν ψυχούλα του. Θυμήσου»,
ἀπάντησε ἡ Παναγία, ἁπαλά.
Τά ‘ξερες ὅλα τοῦτα. Τά ‘ξερες καλά.
* * *
PREPARING FOR SURGERY
For Eleni
It won’t enter the verbal, the darkness of these ferns,
and how snake-like are their invisible branches.
My words are cinders now, or blank cartridges–
to bear all this, your fear must join with that of others.
Lord: her gaze stays with me, as wet velvet
and this promise of death I shall find
from an outpost of love. The sign’s now given
and this I believe–it’s all your design.
Translated by Paschalis Nikolaou
*
ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟΥ
Τῆς Ἑλένης
Ὑπάρχουν λόχμες σκοτεινές, μὰ δὲν χωροῦν στὶς λέξεις.
M᾿ ἀόρατα κλαδιά, ἐλίσσονται σὰν φίδια.
Μὲ λέξεις ἄσφαιρα πυρὰ κι ἀποκαΐδια
σμίγεις τὸν φόβο σου στοὺς φόβους ἄλλων γιὰ ν᾿ ἀντέξεις.
Κύριε, κρατάω τὸ βλέμμα της ὑγρὸ βελοῦδο,
καὶ τὴν ὑπόσχεση ὑπογράφω τοῦ θανάτου,
στὸ πόστο ἐτούτης τῆς ἀγάπης. Σοῦ ᾿δω –
σα σῆμα καὶ θαρρῶ· ὅλα δικὰ Σου.
* * *
A WHISPER OF COLOURS
Words suggest a music of colours
yet it is colour opening the hidden wings of words.
Αt night, the museum’s a forest of whispers.
There, a murmuration of birds also airs the slave’s grievance,
–like light rain:
“They call me Dimitrios, son of the earth
the Spartans ripped us from the blue shores
of Pylos, made us slaves
for over four hundred years they’ve been here,
they burned, plundered and slaughtered;
a darkness and ruin lasting generations.
My family’s long gone. I was tasked with training
my master’s offspring at the gymnasium–
in the arts of the palestra.
But in the evenings, drunk on wine
I traveled back home, in the land of gold,
to the skies of my childhood.
They caught me; Ι was flagellated,
then they displayed me to their children, and cursed me:
– you’re nothing but slime, to both men and the gods.
There’s no pity for us. I know my fate.
Unless, through all of this
One emerges, who knows how to carry pain, and to love
and give his blood; a servant, serving us more than all the slaves
so that History itself might change – no tyrants anymore,
or slaves, and we are guided to a light of forgiveness:
the scented wine we men so much thirst for.”
Translated by Paschalis Nikolaou
*
ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
Ἂν φέρνουνε οἱ λέξεις μουσικὴ χρωμάτων-
ὅμως τὰ χρώματα, τῶν λέξεων ἀνοίγουν τὰ κρυφὰ φτερά.
Δάσος ψιθύρων, ἄνεμος, τὶς νύχτες στὸ Μουσεῖο.
Σύννεφο ἀπὸ πουλιά, ἀνεμίζει, τοῦ δούλου τὸ παράπονο-
Μιὰ σιγανὴ βροχή:
«Δημήτριο, γιο τῆς γῆς, μέ λένε
ἀπὸ τῆς Πύλου τὶς κυανὲς ἀκρογιαλιές,
μᾶς ξερριζώσαν οἱ Σπαρτιάτες σκλάβους
πάνω ἀπὸ τετρακόσια χρόνια πάτησαν τὰ μέρη μας
κάψανε, σφάξανε, ρημάξανε,
γενηὲς σκοτάδι καὶ γενηὲς ἀφανισμός.
Χάθηκαν οἱ δικοί μου. Μ’ εἶχε ὁ ἀφέντης
τὰ τέκνα του νὰ προπονῶ,
στὸ γυμναστήριο καὶ στὴν τέχνη τῆς παλαίστρας.
Ἀλλὰ τὰ βράδυα μέ κρατοῦσε τὸ κρασὶ
καὶ πέταγα στ’ ἀμπέλια τῆς χρυσῆς Πατρίδας
στοὺς οὐρανοὺς τοὺς παιδικούς.
Μ’ ἔπιασαν, μέ μαστίγωσαν, μέ δείχνουν στὰ παιδιά τους
σιχαμερὸ -μέ βρίζουνε- σκουπίδι,
γιὰ ἀνθρώπους καὶ θεούς.
Δὲν ἔχει λύπηση γιά μας, τὴν μοίρα μου τήν ξέρω.
Ἐκτός κι ἄν, μέσα ἀπ’ ὅλα τοῦτα,
φανερωθεῖ, Κάποιος, νὰ ξέρει νὰ βαστᾶ τὸν πόνο, ν’ ἀγαπᾶ
νὰ δίνει τὸ αἷμα του πιὸ δοῦλος κι ἀπ’ τοὺς δούλους
γιὰ νὰ γυρίζει ἡ Ἱστορία- δίχως τύραννους καὶ σκλάβους
πρὸς τῆς συγχώρεσης τὸ φῶς, τὸ μοσχοβολιστὸ κρασί,
ποὺ τόσο οἱ ἄνθρωποι διψοῦμε.»