Scroll Top

Federico García Lorca/Νεκρός από έρωτα – Μετάφραση | Επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας

Νεκρός από έρωτα

                      Στην Margarita Manso

Κείνο που λαμποκοπά τι είναι
πάνω στα ψηλά σοκάκια;
Κλείσ’ τη ξώθυρα παιδί μου
σήμανε η ώρα έντεκα.
Μες στα μάτια μου, άθελά μου,
φέγγουν τέσσερις φανοί.
Θα ‘ναι που οι άνθρωποι εκείνοι
θα γυαλίσουν τα μπακίρια.
**
Σκελίδα απ’ ασήμι π’ αργοσβήνει
το φεγγάρι που μαζεύει, ρίχνει
κόμες κίτρινες χυτές
στους κιτρινισμένους πύργους.
Η νύχτα τρέμοντας καλεί
το κρύσταλλο των μπαλκονιών,
κυνηγημένη απ’ τους μύριους
που δεν τήνε γνωρίζουν, σκύλους
και μια οσμή από κρασί κι από ρετσίνι
έρχεται απ’ τα σοκάκια.
**
Αεράκι από καλάμι μουσκεμένο
και αχός από παλιές φωνές
μες στον θόλο αντηχούσαν
τον σπασμένο απ’ το μεσονύχτι.
Βόδια και τριαντάφυλλα κοιμόνταν.
Μοναχά απ’ τα σοκάκια
ολολύζαν οι φανοί οι τέσσερις
με τον χαλασμό τ´ Αη Γιώργη.
Γυναίκες πικραμένες της κοιλάδας
το αντρίκιο κατεβάζαν αίμα τους,
ήσυχο από λούλουδο κομμένο
και πικρό απ’ της νιότης τον μηρό.

Του ποταμού παλιές γυναίκες
στου βουνού θρηνούσαν τα ριζά
μια αδιάβατη στιγμούλα
από μακριές κόμες κι ονόματα.
Όψεις σπιτιών ασβεστωμένες, λεύκαιναν
τη νύχτα και τετράγωνη την κάναν.
Τάγματα αγγέλων κι αθιγγάνοι
βάραγαν τ’ ακορντεόν.
Μάνα, άμα αποθάνω,
να το μάθουν οι αρχόντοι.
Γαλανά μαντάτα να πάνε, ρίξε,
απ’ τον Νότο ως τον Βορρά.
Εφτά κραυγές, αίματα εφτά,
εφτά διπλές του ύπνου παπαρούνες
σπάσανε θαμπά φεγγάρια
μες στα σκοτεινά σαλόνια.
Ξέχειλη από κομμένα χέρια
και ανθών διαδήματα,
η των όρκων θάλασσα
αντηχούσε – ούτε ξέρω κατά που.
Κι ο ουρανός δυνατά έκλεινε την πόρτα
στο απότομο ψιθύρισμα του δάσους
ενώ αλαλάζαν οι φανοί
μέσα στα ψηλά σοκάκια.

(Romancero Gitano, 1928)

Muerto de amor

            A Margarita Manso

¿Qué es aquello que reluce
por los altos corredores?
Cierra la puerta, hijo mío,
acaban de dar las once.
En mis ojos, sin querer,
relumbran cuatro faroles.
Será que la gente aquélla
estará fregando el cobre.
**
Ajo de agónica plata
la luna menguante, pone
cabelleras amarillas
a las amarillas torres.
La noche llama temblando
al cristal de los balcones,
perseguida por los mil
perros que no la conocen,
y un olor de vino y ámbar
viene de los corredores.
**
Brisas de caña mojada
y rumor de viejas voces,
resonaban por el arco
roto de la media noche.
Bueyes y rosas dormían.
Solo por los corredores
las cuatro luces clamaban
con el fulgor de San Jorge.
Tristes mujeres del valle
bajaban su sangre de hombre,
tranquila de flor cortada
y amarga de muslo joven.

Viejas mujeres del río
lloraban al pie del monte,
un minuto intransitable
de cabelleras y nombres.
Fachadas de cal, ponían
cuadrada y blanca la noche.
Serafines y gitanos
tocaban acordeones.
Madre, cuando yo me muera,
que se enteren los señores.
Pon telegramas azules
que vayan del Sur al Norte.
Siete gritos, siete sangres,
siete adormideras dobles,
quebraron opacas lunas
en los oscuros salones.
Lleno de manos cortadas
y coronitas de flores,
el mar de los juramentos
resonaba, no sé dónde.
Y el cielo daba portazos
al brusco rumor del bosque,
mientras clamaban las luces
en los altos corredores.

(Romancero Gitano, 1928)

 Federico García Lorca (España,1898-1936)

 Margarita Manso (España, 1908 – 1960)

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τόσο για τον Federico García Lorca, όσο και για την αξία και σημασία του Romancero Gitano, από όπου προέρχεται το συγκεκριμένο ποίημα, έχουν γραφτεί κατά καιρούς τόσα που είναι μάλλον περιττό να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Αξίζει ωστόσο να σταθούμε στο πρόσωπο όπου ο μεγάλος ανδαλουσιανός ποιητής αφιερώνει το εν λόγω ποίημα: την Margarita Manso. H Margarita Manso είναι μία από τις εμβληματικές μορφές των γυναικών που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της περίφημης γενιάς του 27. Η τεράστια προσφορά των γυναικών αυτών, στο δημιουργικό μπουμ εκείνης της περιόδου και η συμβολή τους σε ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης θα περιέλθει, στα χρόνια της πολυετούς δικτατορίας του Franco, σε λήθη. Πρόκειται για την απόκρυψη μιας αλήθειας η οποία ισοδυναμεί με μία τεραστίων διαστάσεων αδικία στην ιστορία της τέχνης – και όχι μόνο. Το συγκεκριμένο γεγονός δεν σχετίζεται μόνο με μένος που το καθεστώς έτρεφε για τις πρωτοπόρες γυναίκες της εποχής και έργο τους, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ τις θεωρεί εκφυλισμένες, αλλά και με μια γενικότερη αντίληψη που χαρακτηρίζεται από την άρνηση ισότιμης παραχώρησης πεδίου δράσης, σε χώρους που υποτίθεται πως ανήκαν στην κυριαρχία και στον απόλυτο έλεγχο του αντρικού πληθυσμού (πολιτική, επαγγελματικός στίβος, ακαδημαϊκός χώρος, τέχνες κλπ). Η Margarita Manso εκτός από αξιόλογη ζωγράφος ήταν μια έντονη προσωπικότητα που ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με τις πατριαρχικές αντιλήψεις. Ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα, τόλμησε και έκανε πράγματα που για την εποχή της θεωρούταν αδιανόητα. Υπήρξε όχι μόνο φίλη, αλλά και μούσα των Lorca και Dalí. Ο Dalí καταθέτοντας πολλά χρόνια μετά, ως αυτόπτης μάρτυρας τις αναμνήσεις κάποιων επεισοδίων από τις κοινές τους εμπειρίες, θα πει πως η Margarita Manso για τον Lorca υπήρξε η μόνη γυναίκα που άσκησε έντονη ερωτική έλξη στον ποιητή. Όσον αφορά το έργο της, που βρισκόταν σε δημόσιους χώρους, εξαφανίζεται (ή καταστρέφεται) με την έναρξη του ισπανικού εμφυλίου και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Η ίδια είχε την ατυχία να ζήσει τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και από τις δύο πλευρές: βλέπει πρώτα να σκοτώνεται ο Lorca, λίγο μετά την έναρξη του (19 Αυγούστου 1936)• και στη συνέχεια ο ομότεχνος της σύζυγος, Alfonso Ponce León (29 Σεπτεμβρίου 1936), που είχε ενταχθεί στο εθνικιστικό κόμμα της Ισπανικής Φάλαγγας. Τα γεγονότα αυτά θα την καταρρακώσουν ψυχολογικά, την οδηγούν στην αυτοεξορία και εν συνεχεία σε έναν γάμο που φαίνεται πως αποτέλεσε έναν αναπόφευκτο συμβιβασμό για εκείνη. Εντέλει πεθαίνει πρόωρα (1960) στα πενήντα ένα της χρόνια από καρκίνο, σύμφωνα με κάποιους• και σύμφωνα με κάποιους άλλους είναι η θλίψη που τη σκότωσε αφού ουδέποτε συμβιβάστηκε με την τροπή που πήραν τα πράγματα στη χώρα της. Τώρα πλέον που έχει αποκατασταθεί η αλήθεια, σχετικά με τις γυναίκες της γενιάς του 27, η Margarita Manso κατέχει μία περίοπτη θέση ανάμεσά τους ως μία σημαντική καλλιτεχνική μορφή της εποχής της και ως μία από εκείνες τις γυναίκες που συνέβαλαν καθοριστικά σε ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης.