Εδώ
σε ρουμάνια φωλιάσαμε σάμπως
στην καρδιά και ουσία κρυψώνων
που ανθρώπους φυλούν
κι η ζωή, βυθιζόταν εντός της
ατραπός σα να ήταν σε δάσος
ιδεόγραμμ’ αυτής πια θυμίζει
η λέξη ενταύθα
η λέξη «εδώ»
ουρανό μα και γη που συνάμα ορίζει
πρόδηλο ό,τι είναι
και σκιών τα κρυμμένα
κι όλα όσα να πω ποιητικ’ αδυνατώ
και εξού αθανασίας ο γρίφος
δυσεπίλυτος διόλου δεν είναι,
απ’ ενός χειμωνιάτικου θάμνου
μες’ τη νύχτα λουσμένου με φως:
από ξέξασπρων κλάδων απάνω απ’ το χιόνι
και απάνω στο χιόνι, πίσσα μαύρων σκιών
εδωπέρα συνδιαλέγονται όλα
σ’ αρχέγονη γλώσσα υψηλή
—κι όπως πάντα αυτάρκης αυτή—
ωσαύτως ζωής ο ελεύθερος χώρος,
ο επέκεινα των αριθμών,
με τον γειτνιάζοντα άτρωτο χώρο
τον αλώβητο γείτονα
εδώ
στων κλαδιών τις σπασμένες από αέρα τις άκρες
του σωπαίνοντος κήπου
δυσειδή δε ζητούμε να βρούμε
κομματάκια ρητίνης
ίδια πένθους μορφές
εναγκαλιζόμενοι εσταυρωμένο
σε νύχτα δεινών
σύμβολο, λέξη ουδόλως νοούμε
ικανό άλλου να υπερέχει
στο εδώ διαβιούμε
και υπέροχοι είμαστε ‘δω
εδώ πάλι σιωπώντας σείουμε την αλήθεια
κι αν σκληρά το αντίο της λέμε
συμμετέχει σ’ αυτό η ζωή—
ως βουβός του εαυτού της
αγγελιοφόρος ημών—
και καθώς θα μας παραμερίζει
ως υδάτινη αντανάκλαση θάμνου
για τις θέσεις μας θα παραμονεύει
τις αχρείαστες πλέον για μας
υποστάσεις ανθρώπινες ώστε
σε ζωής μοναχά υποστάσεις
αενάως να παραχωρούν
*
Здесь
словно чащи в лесу облюбована нами
суть тайников
берегущих людей
и жизнь уходила в себя как дорога в леса
и стало казаться ее иероглифом
мне слово «здесь»
и оно означает и землю и небо
и то что в тени
и то что мы видим воочью
и то чем делиться в стихах не могу
и разгадка бессмертия
не выше разгадки
куста освещенного зимнею ночью —
белых веток над снегом
черных теней на снегу
здесь все отвечает друг другу
языком первозданно-высоким
как отвечает — всегда высоко-необязанно —
жизни сверх-числовая свободная часть
смежной неуничтожаемой части
смежной и неуничтожаемой части
здесь
на концах ветром сломанных веток
притихшего сада
не ищем мы сгустков уродливых сока
на скорбные фигуры похожих —
обнимающих распятого
в вечер несчастья
и не знаем мы слова я знака
которые были бы выше другого
здесь мы живем и прекрасны мы здесь
и здесь умолкая смущаем мы явь
но если прощание с нею сурово
то и в этом участвует жизнь —
как от себя же самой
нам неслышная весть
и от нас отодвинувшись
словно в воде отраженье куста
останется рядом она чтоб занять после нас
нам отслужившие
наши места —
чтобы пространства людей заменялись
только пространствами жизни
во все времена
*
«Τούτο ακριβώς το «εδώ», το εξυμνεί ένας ποιητής, γεννημένος σε μια γλώσσα τόσο μακρινή που μας κάνει πιο οικείο από κάθε άλλον, ο Τσουβάσιος ποιητής Αϊγκί, σ’ ένα άσμα που δοξολογεί ό,τι το αναντικατάστατο και το δίχως θεϊκή εγγύηση έχει το εδώ, άσμα που επιγράφεται, μάλιστα, «Εδώ». Άσμα όπου αφουγκράζεται κανείς πως το εδώ κερδίζεται όταν σταματάμε να γυρεύουμε οπουδήποτε και με οποιαδήποτε ονομασία τον ίσκιο του νεκρού Θεού. Άσμα όπου ακόμη και ο θάνατος του ανθρώπου, μιας μεταβατικής μορφοποίησης κάποιων διασκορπισμένων απειροτήτων, μπορεί να ιδωθεί σαν διατήρηση και υποδοχή αυτών των απειροτήτων», — γράφει ο Alain Badiou στο δοκίμιο Ο Θεός είναι νεκρός (μετάφραση: Βλάσης Σκολίδης, Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 90, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005), το οποίο αποτελεί το προλογικό κείμενο στο βιβλίο του Court traité d’ontologie transitoire (Paris, Seuil, 1998).
Ο ποητής Γκεννάντι Αϊγκί (Геннадий Айги, 1934-2006), γεννηθείς ως Γκεννάντι Λίσιν, άλλαξε στην πορεία το ρωσικό επίθετο, υιοθετώντας το παλαιότερο τσουβασικό επίθετο της οικογένειάς του. Μετέφρασε και ανθολόγησε Γάλλους, Ούγγρους, Πολωνούς ποιητές στη γλώσσα των Τσουβάς (γηγενής εθνότητα της Ρωσίας, συγγενική προς Τατάρους κ.α. τούρκικα φύλα). Αυτή ήταν η μητρική του γλώσσα, στην οποία έγραφε μέχρι το 1960, ενώ τα μεταγενέστερα έργα του γράφτηκαν στα ρωσικά. Ο πολυβραβευμένος σε διεθνή φεστιβάλ ποίησης και πολλαπλά υποψήφιος για Νόμπελ λογοτεχνίας ποιητής είδε τα ποιήματά του να εκδίδονται για πρώτη φορά στα ρωσικά μόλις το 1991, ενώ στα ελληνικά δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη κάποια μετάφραση των έργων του. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ρωσικής ποίησης και η γραφή του διακρίνεται από πρωτοποριακά στοιχεία. Το παρατιθέμενο ποίημα γράφτηκε το 1958 και ανήκει στη συλλογή Χωριζόμενα σύννεφα (Расходящиеся облака).