PRESENTATION
Giannis Alexandropoulos was born in Patras in 1972. He studied Economics at the University of Patras. He worked as an accountant in the private sector in Athens and since 2000 lives permanently in Patras and works as a freelancer. He’s married and has two children. He is involved in literature and poetry and has published four poetry collections in “Mandragoras Publications”. His poems have been included in literary journals and anthologies as well as having been presented at festivals and conferences. He has been a founding member of various literary groups and is now an active member of the “Jean Moreas” reading club.
*
Ο Γιάννης Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1972. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Εργάσθηκε σε εταιρίες στον ιδιωτικό τομέα στην Αθήνα και από το 2000 ζει μόνιμα στην Πάτρα και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας με αντικείμενο την λογιστική και φοροτεχνική υποστήριξη εταιριών και φυσικών προσώπων. Είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση και έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές στις εκδόσεις Μανδραγόρας. Ποιήματά του έχουν συμπεριλήφθη σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες καθώς επίσης έχει παρουσιασθεί η ποίησή του στο 21ο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι ενεργό μέλος της λέσχης ανάγνωσης «Ζαν Μωρεάς» και έχει υπάρξει ιδρυτικό μέλος σε διάφορες λογοτεχνικές ομάδες.
* * *
They are walking out
They are walking out, you said
the bed
the books of poetry
the posters on the wall
even Munch’s scream.
They are walking out
through an open door
ceaselessly.
The stereo with the scattered cds
the radiators
pushing the television images.
Everything so fast.
On the go even that
my book-keeping bag,
a token of daily wear.
Everything is walking out
through a dark door.
They are walking out
because a stray dog
is in them, it exists
You told me all that
at three o’clock in the morning
with your arms around the red stool
creating the ideal geometry
of desolation
at the entrance
of the dragon’s cave
*
Φεύγουν
Φεύγουν μου ‘πες
το κρεβάτι
τα βιβλία της ποίησης
οι αφίσες του τοίχου
«το ουρλιαχτό» ακόμη του Μουνκ
Φεύγουν από μια ανοιχτή πόρτα
αδιάκοπα
Το στερεοφωνικό με τα σκόρπια cd
τα καλοριφέρ
σπρώχνοντας τις εικόνες της τηλεόρασης
Εν τάχει τα πάντα
Στη φυγή ακόμα και αυτή
η ίδια η λογιστική μου τσάντα
ενθύμιο καθημερινής φθοράς
Όλα φεύγουν
από μια πόρτα σκοτεινή
Φεύγουν γιατί ένα αδέσποτο σκυλί
μέσα τους ζει και υπάρχει
Όλα αυτά μου είπες
ώρα τρεις το πρωί
αγκαλιάζοντας το κόκκινο σκαμπό
φτιάχνοντας την ιδανική γεωμετρία
μοναξιάς
στην είσοδο της σπηλιάς
του δράκου
* * *
You ask
You ask
how the boat will chart its course,
how the eye will rise from the muck,
how tomorrow will not be moulded by yesterday
And I am left dumbfounded
because I have to answer
as judge and prophet,
to show you the star
on the map of the heavens,
to clear up mists,
to warn you of reefs
ultimately to give you a gift; a window on life
You ask
and I answer as sufferer and beggar
about the vial of death
that will shatter,
about work, children and affairs
that will be lost,
about the smoke clouds,
a noose around heaven’s throat
Fate will spin her spindle, perhaps,
for our sake,
and we will hasten
into the midnight streets
to see the slaughtered suns
of prior history,
the flickering light in the dark.
And alter our course
*
Με ρωτάς
Με ρωτάς
πώς το πλοίο θα χαράξει πορεία
το βλέμμα θα σηκωθεί από τις λάσπες
η αυριανή μέρα δε θα βγαίνει από το καλούπι της χθεσινής
Κι εγώ μένω εμβρόντητος
καθώς πρέπει να σου απαντήσω
ως κριτής και προφήτης
να σου δείξω το άστρο στο χάρτη του ουρανού
να ξεδιαλύνω ομίχλες, να σε προειδοποιήσω για τις ξέρες
να σου χαρίσω εντέλει άνοιγμα ζωής
Με ρωτάς
και απαντώ ως πάσχων και επαίτης
για την αμπούλα του θανάτου που θα σπάσει
για δουλειές, παιδιά και υποθέσεις που θα χαθούν
για τα σύννεφα καπνού
θηλιά
στο λαιμό του ουρανού
Ίσως τότε η μοίρα μας κουνήσει το αδράχτι της
και πεταχτούμε μεσάνυχτα στους δρόμους
να δούμε τους σφαγμένους ήλιους της προϊστορίας
τη λάμψη στο σκοτάδι να τρεμοπαίζει
και αλλάξουμε πορεία
Μετάφραση ποιημάτων: Μαρίνα Γεωργιάδου.