Χωρίς να διεκδικεί οποιαδήποτε πρωτοτυπία στις σκέψεις του, μιλώντας για πράγματα τα οποία ο καθείς μπορεί να ανακαλύψει με μια απλή διαδικασία συλλογισμού, όπως σημειώνει από την αρχή του κεφαλαίου (Remarks on Poetry), ο Γάλλος ποιητής τονίζει τις δύο έννοιες ή λειτουργίες, όπως τις ονομάζει, της λέξης ποίηση, όπως αυτή χρησιμοποιείται στην κοινή ομιλία. Αρχικά η έννοια της ποίησης δηλώνει ένα συγκεκριμένο είδος συναισθήματος, μια ειδική κατάσταση συγκίνησης, η οποία μπορεί να προκληθεί από πολύ διαφορετικά αντικείμενα και περιστάσεις. Με αυτή την έννοια μπορεί να πούμε για ένα τοπίο ή για ένα γεγονός στη ζωή ότι είναι ποιητικό. Το επίθετο ποιητικός μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και ένα πρόσωπο.
Υπάρχει, ωστόσο, και μία πιο στενή έννοια της ποίησης, αυτή της τέχνης, μιας παράξενης θα λέγαμε βιομηχανίας, της οποίας ο στόχος είναι να ξαναδημιουργήσει το συναίσθημα που ορίζεται από την πρώτη έννοια της λέξης.
Για να επιτευχθεί αυτή η κατά βούληση ανασύσταση του ποιητικού συναισθήματος, ανεξαρτήτως των φυσικών συνθηκών στις οποίες αυθόρμητα παράγεται,o ποιητής επιστρατεύει τα τεχνουργήματα της γλώσσας. Και μέσω αυτών των γλωσσικών τεχνουργημάτων, η ποίηση συνδέεται με τη δεύτερή της έννοια. Θα μπορούσε η διαδικασία αυτή να παρομοιαστεί με το άρωμα ενός λουλουδιού και με την εργασία ενός χημικού, ο οποίος προσπαθεί να το αναπαραγάγει συνθετικά.
Ωστόσο, οι δύο αυτές έννοιες-ιδέες, κατά τον Paul Valery, συγχέονται σταθερά, με αποτέλεσμα πολλές πάρα πολλές κρίσεις, θεωρίες, ακόμη και έργα να βλάπτονται από την αρχή με τη χρήση μιας λέξης για δύο πράγματα που, αν και συνδέονται, είναι πολύ διαφορετικά.
Ας μιλήσουμε πρώτα για το ποιητικό συναίσθημα, την ουσιαστική συγκίνηση, όπως την αποκαλεί. Ένα συναίσθημα το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι, λιγότερο ή περισσότερο έντονα, μπορεί να βιώσουν όταν αντικρίζουν ένα καταπληκτικό φυσικό θέαμα. Το ηλιοβασίλεμα, το φως του φεγγαριού, τη θάλασσα, το δάσος. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσει και να υπολογίσει κανείς κάποια σημαντικά γεγονότα, κρίσιμες στιγμές στη συναισθηματική ζωή του ανθρώπου, τον πόνο της αγάπης, το αναπόδραστο του θανάτου. Υπάρχουν τόσες πολλές περιπτώσεις ή άμεσες αιτίες εσωτερικών αντηχήσεων, οι οποίες είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονες και περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές. Πρέπει, λοιπόν, να αντιπαραβάλουμε όσο το δυνατόν πιο καθαρά το ποιητικό συναίσθημα με το συνηθισμένο συναίσθημα. Πρόκειται για έναν πολύ λεπτό διαχωρισμό, ο οποίος στην πράξη ποτέ δεν επιτυγχάνεται. Mπορεί πάντα κάποιος να βρει τρυφερότητα, θλίψη, οργή, φόβο ή ελπίδα σε συνδυασμό με το βασικό ποιητικό συναίσθημα. Και υπάρχουν και περίοδοι στη ζωή μας που αυτό το συναίσθημα ή οι όποιοι πολύτιμοι σχηματισμοί του δεν εμφανίζονται. Δεν θεωρούνται καν πιθανοί. Μια ευκαιρία ή τυχαιότητα μπορεί να δώσει το ποιητικό συναίσθημα και μια ευκαιρία ή τυχαιότητα μπορεί να το απομακρύνει.
Ο άνθρωπος, όμως, είναι άνθρωπος μόνο μέσω της θέλησης και της δύναμής του να διατηρεί ή να αποκαθιστά αυτό που είναι σημαντικό γι’ αυτόν να σώσει από τη φυσική φθορά των πραγμάτων. Γι΄αυτό, λοιπόν, το ανώτερο συναίσθημα, το ποιητικό, έχει κάνει ή προσπάθησε να κάνει ό,τι συνήθως κάνει γι΄αυτά που τείνουν να χαθούν. Αναζήτησε και βρήκε μέσα για να διορθώσει, να αναβιώσει, να διατηρήσει και να επικοινωνήσει στους αιώνες αυτές τις ιδιαίτερες στιγμές των αντιδράσεών του.
Aνάμεσα σε αυτά τα μέσα παραγωγής ή αναπαραγωγής ενός ποιητικού κόσμου, της οργάνωσής του έτσι ώστε να αντέχει και της ενίσχυσής του με συνειδητή εργασία, το πιο αρχαίο, ίσως το πιο άμεσο και σίγουρα το πιο περίπλοκο, είναι η γλώσσα. Η γλώσσα, ωστόσο, λόγω της αφηρημένης φύσης της και των λειτουργιών της, καθιστά το έργο του λογοτέχνη ιδιαιτέρως περίπλοκο. Δεν θα υπήρχαν ποιητές, αν υπήρχε επίγνωση των προβλημάτων που πρέπει να επιλυθούν. Με τον ίδιο τρόπο που κανείς δεν θα μάθαινε να περπατά, αν θα έπρεπε πρώτα να συνειδητοποιήσει τι απαιτείται και για το ελάχιστο έστω βήμα.
Αυτό καταδεικνύει και τον βαθμό δυσκολίας της ποιητικής γραφής και καθιστά ξεκάθαρα πιο αξιοθαύμαστη την προσπάθεια των ποιητών να συλλάβουν την ταυτότητά τους και να την αποδώσουν μέσω της γλώσσας.
Τι είναι, όμως, η γλώσσα και ποια η δυσκολία της; Η γλώσσα είναι ένα όργανο, ένα εργαλείο ή μάλλον μια συλλογή εργαλείων και λειτουργιών που σχηματίζονται από τη χρήση της και υπόκεινται σε αυτήν. Πρόκειται για μέσα που όλοι χρησιμοποιούν, υιοθετούν ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες τους, ενίοτε τα διαφοροποιούν αναλόγως των περιστάσεων και τα προσαρμόζουν στην προσωπικότητα και τη ζωή τους. Ο ποιητής, όμως, θα πρέπει συνεχώς να δημιουργεί ή να αναδημιουργεί αυτό που οι υπόλοιποι απλώς βρίσκουν έτοιμο για χρήση. Πού έγκειται ακριβώς η δυσμένεια της θέσης του ποιητή; Έχει στα χέρια του τη γλώσσα της καθημερινότητας, μια συλλογή μέσων δηλαδή, την οποία θα πρέπει να επεξεργαστεί και ακολούθως να δημιουργήσει τα δικά του όργανα σκέψης. Aυτή η γλώσσα , όμως, η οποία τροποποιείται στη χρήση της από τον καθένα, δεν είναι παρά μια συλλογή όρων και κανόνων, οι οποίοι με περίεργο τρόπο δημιουργούνται, ερμηνεύονται ή κωδικοποιούνται. Και από αυτή την πρωταρχική «αταξία» των γλωσσικών στοιχείων, ο ποιητής πρέπει συνεχώς να επιλέγει εκείνα τα οποία θα του εξασφαλίσουν την «τάξη» που επιθυμεί γλωσσικά να δημιουργήσει.
Aναμφίβολα η ομιλία χαρακτηρίζεται από την πολυπλοκότητά της και την πολυσημία της έκφρασης. Κάποιος μπορεί να μελετήσει ένα κείμενο με διάφορους ανεξάρτητους τρόπους, αφού θα πρέπει να υπολογίσει παράγοντες όπως η φωνητική, η σημασιολογία, η σύνταξη, το μέτρο, η ετυμολογία. Ο ποιητής μάχεται μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο πεδίο της γλώσσας και ενίοτε αναγκάζεται να «επιτεθεί» σε διάφορες πνευματικές συνθήκες όπως είναι η λογική, η γραμματική, οι λεγόμενοι συμβατικοί κανόνες.
Πόση προσπάθεια λοιπόν χρειάζεται, για να ολοκληρώσει κάποιος ένα έργο λόγου, στο οποίο τόσες απαιτήσεις πρέπει με θαυμαστό τρόπο να ικανοποιούνται ταυτοχρόνως! Γίνεται κατανοητό πως δεν είναι αρκετό να εμπνευστεί κάποιος και τα πράγματα να συμβούν από μόνα τους. Αυτή η αντίληψη θα προσέδιδε στον ποιητή έναν παθητικό ρόλο. Aντιθέτως, η εμπειρία και ο προβληματισμός επί του θέματος μάς δείχνουν ότι εκείνα τα ποιήματα, των οποίων η περίπλοκη τελειότητα και η υπέροχη εξέλιξη δίνουν στους αναγνώστες πιο έντονα την έννοια ενός θαύματος, ενός υπεράνθρωπου επιτεύγματος, είναι επίσης αριστουργήματα πνευματικού μόχθου, προϊόντα της θέλησης και της ιδιαίτερης ευφυίας του ποιητή και όχι απλώς εγγραφή ενός ενθουσιασμού.
Aντιμέτωπος ο αναγνώστης με ένα όμορφο ποίημα κάποιου μήκους, γνωρίζει καλά πόσο απεριόριστα μικρές είναι οι πιθανότητες ο ποιητής να αυτοσχεδιάζει χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς άλλη προσπάθεια εκτός από το να γράφει αυτό που του έρχεται στο μυαλό. Αυτό σίγουρα δεν συμβαίνει σε έναν ποιητικό λόγο με διαρκή αρμονία και συνεχείς ευγενείς ιδέες, σε έναν λόγο που γοητεύει τον αναγνώστη του, έναν ποιητικό λόγο χωρίς κουραστικά και τραχιά σημεία, τα οποία διαλύουν εν τέλει τη μαγεία και καταστρέφουν το ποιητικό σύμπαν.
Αναμφίβολα η ουσία της ποίησης είναι ένα συναίσθημα που οδηγεί σε μια αυθόρμητη δύναμη έκφρασης. Το καθήκον, όμως, του ποιητή δεν είναι απλώς να διέρχεται μέσω της υποβολής αυτού του συναισθήματος. Eκφράσεις που προέρχονται καθαρά από αυτό το συναίσθημα είναι δυνατόν να περιέχουν σφάλματα, ακόμη και κοινώς λεγόμενα σκουπίδια. Μπορεί να είναι από καθαρή τύχη αγνές. Και ασφαλώς είναι δυνατόν να εμποδίζουν την ποιητική ανάπτυξη ή τον όποιο συντονισμό με το μυαλό του αναγνώστη. Αν ο ποιητής επιθυμεί να κατακτήσει τα ύψη της τέχνης του, χρειάζεται σύνθεση όλων των μορφών που προκύπτουν ως απαντήσεις κατά τις ανταλλαγές που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα σε όλες τις ευαίσθητες και ρυθμικές δυνάμεις του.
Εν κατακλείδι, ο ποιητής πρέπει να ανταποκριθεί σε ένα πικρό και παράδοξο πεπρωμένο. Καλείται να χρησιμοποιήσει ένα προϊόν τρέχουσας πρακτικής χρήσης για μη πρακτικούς αλλά εξαιρετικούς σκοπούς. Μόνο έτσι, όμως, μπορεί να επιδιώξει και να πετύχει τον στόχο του. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το να αναδείξει και να εκφράσει την πιο αγνή και πιο ατομική πτυχή της προσωπικότητάς του.