PRESENTATION
Ilias Kefalas was born in 1951 in Meligos, a small village near the city of Trikala, in the area of Thessaly, in Greece. He studied Science Policy in Athens and worked as an employee in public services. 33 books have been published in total, of which 14 poetry, 5 prose, 7 essay, 5 for children and 2 poetry anthologyς. He has written critical and visual texts for many years in newspapers and magazines. Nowadays reserves a criticism area in ”FREAR” literary magazine.
*
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος κοντά στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και εργάσθηκε στο Δημόσιο. Έχει εκδώσει συνολικά 33 βιβλία από τα οποία 14 ποιητικά, 5 πεζογραφικά, 7 δοκιμιακά, 5 παιδικά και 2 ποιητικές ανθολογίες. Έγραψε κριτικά και εικαστικά κείμενα για πολλά χρόνια σε εφημερίδες και περιοδικά. Σήμερα διατηρεί τη στήλη της κριτικής στο λογοτεχνικό περιοδικό “ΦΡΕΑΡ”.
* * *
THE SHOE
What I want – said the shoe –
Is not to stand
Like a dark empty mouth
With a chaotic void in my guts
A lazy opening like a silly yawn
Because I yearn to fill this
With what life always requires me
With what is offset
With the width of my vacuum
With a balanced and skilful foot I want to say
If we should somehow name things
And then seize
The tingling soul
That lifts us from meanness
For only so will I be able to abolish the hollowness of life
I’ll put an end to stagnation
At long last I’ll start to travel
And it’ll always be me going
And always me coming
For how else is freedom called
Than adaptation to the most secret desire?
*
ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ
Αὐτὸ ποὺ θέλω −εἶπε τὸ παπούτσι−
Εἶναι νὰ μὴ στέκομαι
Σὰν ἕνα σκοτεινὸ ἄδειο στόμα
Μ᾽ ἕνα χαῶδες κενὸ στὰ σωθικά μου
Ράθυμο ἄνοιγμα σὰν κουτὸ χασμουρητὸ
Γιατὶ ποθῶ νὰ γεμίσω μὲ αὐτὸ
Ποὺ ἡ ζωὴ πάντοτε ἀπαιτεῖ ἀπὸ μένα
Μὲ αὐτὸ ποὺ ἀντισταθμίζεται
Μὲ τὸ εὖρος τοῦ κενοῦ μου
Μ᾽ ἕνα ἰσόρροπο καὶ ἐπιδέξιο πόδι θέλω νὰ πῶ
Ἂν πρέπει νὰ ὀνομάσουμε κάπως τὰ πράγματα
Καὶ ν᾽ ἀδράξουμε ὕστερα
Αὐτὸ τὸ μυρμήγκιασμα τῆς ψυχῆς
Ποὺ μᾶς ἀπογειώνει ἀπὸ τὴ χαμέρπεια
Γιατὶ μόνο ἔτσι θὰ ἀκυρώσω τὸ κούφιο τῆς ζωῆς
Θὰ δώσω ἕνα τέλος στὴ στασιμότητα
Θ᾽ ἀρχίσω ἐπιτέλους τὰ ταξίδια
Καὶ θὰ εἶμαι ἐγὼ ποὺ πάντοτε θὰ φεύγω
Ἀλλὰ καὶ πάντοτε θὰ ἔρχομαι
Γιατὶ πῶς ἀλλιῶς λέγεται ἡ ἐλευθερία
Παρὰ προσαρμογὴ στὴν πιὸ κρυφὴ ἐπιθυμία;
* * *
INVITATIONS
Lost in an unfamiliar neighbourhood
I search handing out wedding cards
Suddenly in a narrow road I start weeping:
Rose gardens are swallowing me
People are laughing
Cats are sunning themselves
The hill in the background gently strikes
The sky’s clapper
A diffuse joy alters the atmosphere
I fear that I’m dreaming
I fear that the wedding preceded secretly
And that everything now tolerates me
Until my adaptation
To the ethereal
*
ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΑ
Χαμένος σὲ μιὰν ἄγνωστη συνοικία
Ψάχνω μοιράζοντας προσκλητήρια γάμου
Ξάφνου σ᾽ ἕνα στενὸ δακρύζω:
Μὲ καταπίνουν κῆποι μὲ τριανταφυλλιὲς
Ἄνθρωποι γελοῦν
Γάτες λιάζονται
Ὁ λόφος στὸ βάθος χτυπάει ἁπαλὰ
Τὸ ρόπτρο τ᾽ οὐρανοῦ
Μιὰ διάχυτη χαρὰ ἀλλοιώνει τὴν ἀτμόσφαιρα
Φοβᾶμαι πὼς ὀνειρεύομαι
Φοβᾶμαι πὼς ὁ γάμος προηγήθηκε κρυφὰ
Καὶ πὼς ὅλα πιὰ τώρα μὲ ἀνέχονται
Μέχρι τὴν προσαρμογή μου
Στὸ αἰθέριο
(Μετάφραση στα Άγγλικά Γιάννης Γκούμας)