Μια μεταξένια κλωστή με τύλιγε,
και σε κάθε φιλί της
με μια γύρα λιγότερη μ´ έσφιγγε.
Και κάθε φιλί της
ήταν μια μέρα.
Κι ο ενδιάμεσος χρόνος μεταξύ δύο φιλιών
μια νύχτα. Ο θάνατος παραείναι απλός.
Και σιγά-σιγά ξετυλίχτηκε
η μοιραία κλωστή. Πια δεν τη σταμάταγε
παρά μονάχα ένας κόμπος ανάμεσα στα δάχτυλα…
Όταν αίφνης μάργωσες,
και πια δεν με φίλησες…
Και τον κόμπο έλυσα, και η ζωή μου έφυγε.
Historia de mi muerte
Soñé la muerte y era muy sencillo:
Una hebra de seda me envolvía,
y a cada beso tuyo
con una vuelta menos me ceñía.
Y cada beso tuyo
era un día.
Y el tiempo que mediaba entre dos besos
una noche. La muerte es muy sencilla.
Y poco a poco fue desenvolviéndose
la hebra fatal. Ya no la retenía
sino por un sólo cabo entre los dedos…
Cuando de pronto te pusiste fría,
y ya no me besaste…
Y solté el cabo, y se me fue la vida.*
Αγάπη αιώνια
Άσε να πέσουν τα ρόδα κι οι μέρες
άλλη μια φορά, για το περβόλι μου σίγουρη.
Ακόμη υπάρχουνε ρόδα εκεί, κι εκείνα, βεβαίως,
καλύτερα ευωδιάζουν σαν είναι όψιμα.
Όπως μαδάνε στις μελαγχολίες σου
όταν μοιάζει γυμνότερο και πιο παγωμένο,
πρέπει να σου φυλά κάτω απ’ τον νεκρό του χρυσάφι
βιολέτες ευγενέστερες και πιο σκοτεινές.
Το φθινόπωρο μη το φοβάσαι, αν ήρθε.
Κι ας πέφτει ο ανθός, το κλαδί παραμένει.
Το κλαδί παραμένει για να γίνει η φωλιά.
Και καθώς τώρα φουσκώνει όπως ανθεί,
κούτσουρο ξερό, στα φυτά σου αναμμένο,
φλεγόμενα ρόδα θα ρίξει στη φλόγα σου.
Amor eterno
una vez más, segura de mi huerto.
Aún hay rosas en él, y ellas, por cierto,
mejor perfuman cuando son tardías.
Al deshojarse en tus melancolías,
cuando parezca más desnudo y yerto,
ha de guardarte bajo su oro muerto
violetas más nobles y sombrías.
No temas al otoño, si ha venido.
Aunque caiga la flor, queda la rama.
La rama queda para hacer el nido.
Y como ahora al florecer se inflama,
leño seco, a tus plantas encendido,
ardientes rosas te echará en la llama.
Εσύ που την ώρα παρατείνεις, γλυκιά της θάλασσας σελήνη,
των ονείρων του έρωτα• ήρεμο μαργαριτάρι
που η καρδιά το μαζεύει σαν να ‘ναι δάκρυα που κάποιος χύνει
και να κλάψει δεν θέλει, να μην μπορεί κανείς να της τα πάρει .
Έτσι η πιστή καρδιά βαρύθυμη γίνεται
και για τούτο ο έρωτας, τραχύς ή απαλός,
τόσο γλυκά επιθυμεί σε κλάματα να λύνεται ,
έτσι που θ’ αγαπάς ωραία μόνο αν αγαπάς ως κλαυθμός
Contrabajo
de los sueños del amor; plácida perla
que el corazón en lágrimas atesora
y no quiere llorar por no perderla.Así el fiel corazón se queda grave,
y por eso el amor, áspero o blando,
trae un deseo de llorar, tan suave,
que sólo amarás bien si amas llorando.
O Λεοπόλδο Λουγκόνες (Αργεντινή, 1874-1938) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές και πεζογράφους της αργεντίνικης λογοτεχνίας, ο κύριος εκφραστής του μοντερνισμού στη χώρα του και από τους πλέουν επιδραστικούς συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Έκανε νωρίς την εμφάνιση του στα γράμματα με τη συλλογή Los mundo (1893), ωστόσο αυτό που καθόρισε την συγγραφική του πορεία ήταν η συνάντησή του με τον Rubén Darío (1896). Υπήρξε πολυγραφότατος με πάνω από 35 βιβλία στο ενεργητικό του. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και μέσα από τα ποιήματά του εγκωμίασε την πατρίδα του και τους ανθρώπους της. Γενικά το ζήτημα της αργεντίνικης ταυτότητας και της γλώσσας υπήρξε ο σταθερός άξονας του συγγραφικού του έργου. Το 1926 έλαβε το πρώτο κρατικό βραβείο και το 1928 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Σωματείου Συγγραφέων της Αργεντινής. Ως πεζογράφος καλλιέργησε το φανταστικό διήγημα και θεωρείται ένας από τους προάγγελους των συγγραφέων που ακολούθησαν όπως ο Quiroga, o Borges και ο Cortázar. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζουν τόσο τα δοκίμια του, όσο και τα μυθιστορήματά του, και ένα από αυτά (La guerra gaucha) μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και αποτέλεσε μια ταινία σημείο αναφοράς για την εποχή της. Ήταν μια δυνατή προσωπικότητα με έντονη πολιτική δράση. Στην αρχή υπηρέτησε τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά σταδιακά ασπάστηκε άκρως συντηρητικές ιδέες σε σημείο να υποστηρίξει το πραξικόπημα του στρατηγού José Félix Uriburu (1930). Στις 18 Φεβρουαρίου 1938 έβαλε τέλος στη ζωή του, με υδροκυάνιο, και γύρω από το συμβάν υπάρχουν πολλές εικασίες ως προς τα κίνητρα (ερωτικά, συγγραφικό, πολιτικά κλπ). Ανάμεσα στα αντικείμενα που βρέθηκαν στο τραπέζι του, ήταν και μία επιστολή μέσα από την οποία ζητούσε να ταφεί χωρίς να αναφερθεί πουθενά το όνομά του και λέγοντας πως εκείνος ήταν ο μόνος υπεύθυνος για τις πράξεις του. H 13η Ιουνίου, δηλαδή η μέρα της γέννησής του, έχει καθιερωθεί στην Αργεντινή να γιορτάζεται ως Ημέρα του Συγγραφέα.