ο δρόμος χάνει τα ίχνη του κάτω από τους θάμνους.
ίσως να είμαι ο μοναδικός, που τον ακολουθεί ακόμα.
τα χαλαρά κλαδάκια των δέντρων χτυπούν στον αέρα,
που τα διασκορπίζει. το κοντινό εργοστάσιο είναι εκκενωμένο. και
οι μάντρες αρχίζουν, να ψάχνουν να χρεωθούν κάποιο μυστικό.
λέγεται, πως βύθισαν μηχανές στη λίμνη.
και ότι ο πάγος της τον χειμώνα πρόσθεσε σκουριά.
πολλοί, απ’ όσους δουλέψανε εδώ, είναι ήδη νεκροί.
υπάρχει ένας φράχτης, που έχασε σε ύψος
και που τώρα πια μόνο μία λέξη του παρελθόντος είναι.
οι προειδοποιητικές πινακίδες απομακρύνθηκαν. δεν
καταλαβαίνω πια τι γράφουν. μονάχα λίγες βίδες,
που τις στερέωναν, χάσκουν στραβές στην τρύπα.
οι ήχοι του αέρα αποξενώνονται εδώ.
μόλις στα υπολείμματα του φράχτη αντιλήφθηκα, ότι
ο δρόμος περιστρέφονταν μονάχα γύρω από το εργοστάσιο και βασικά
ότι δεν είχε έξοδο, εάν κάποιος βρίσκονταν ήδη εκεί.
σύνορο δάσος
κοιτάζεις το σύνορο μέσα από τα μάτια. στρωμνή
καταυλισμός, το αποσυντεθειμένο δέρμα των σπιτιών.
εσύ στα δωμάτια ως παιδί. πίσω από εκεί δρόμοι,
που δένονται γύρω από τα βλέμματα. στομαχικές
ενοχλήσεις επειδή μικραίνεις. το δάσος
με τους πυροβολισμούς στραμμένο πάνω σου.
ο πατέρας κουρασμένος από την σιωπή. η μητέρα
κουρασμένη από την σιωπή. καμιά κουβέντα,
που να οδηγεί πίσω. δεν επιστρέφουν σπίτι
ως τον θάνατο, που για μια στιγμή πάνω
από τον χρόνο απλώνεται. το σύνορο ξεκινά
στα μάτια μπροστά. στρατιώτες, χαρτιά, εγώ
είμαι πεζός με τα μάτια του πατέρα,
που μου σφίγγει το χέρι πιο σφιχτά, και οι πέρλες
στα ματόκλαδα της μητέρας, που φυλάω στο άδειο
κουτί από πούρα και που θαμπώνουν
σε κάθε άνοιγμα κάτω από το κρεβάτι. στο δάσος
είναι θαμμένα όπλα, μου είπε κάποιος
δίχως όνομα, από τότε εκτινάχθηκαν τα δέντρα
στον ουρανό, που χάθηκε εδώ.
προσοχή δίνω μόνο στον δρόμο, να βρω
την έξοδο, προτού απλωθεί η νύχτα.
μονάχα όταν είμαι μόνος στο δωμάτιο, αποκοιμιέμαι
με αναμμένο φως, που διαθλάται.
σε καρτέρι
στα λασπόνερα αντικατοπτρίζονται οι σκιές των δέντρων,
τα φύλλα τους κολυμπούν στα μάτια. ο ουρανός τραβά
τα γκρίζα πανιά. στην άκρη του δάσους κείτονται σκούρα ζώα
σε καρτέρι. το τρίχωμα τους έχει μεταμορφωθεί, προσαρμόστηκε
στο χρώμα, που τρέχει προς τα ίχνη των λέξεων. στρατιώτες ιππεύουν
στον ορίζοντα. δεν γνωρίζουν για πού. τα ηλικιωμένα παιδιά
χαιρετούν με τις παροπλισμένες σημαίες. κορμιά είναι τόσο
απογυμνωμένα και ζυγίζουν βαριά εν μέσω των κραυγών τους, για
πράγματα, όπως δεν υπήρξανε ποτέ. είναι πρόσωπα,
που τους έπεσαν οι μάσκες. στο χιόνι θα εμφανιστεί
το χυμένο αίμα. τα δάκρυα είναι τόσο κρύα,
που παγώνουν στην αντηλιά. και δεν είναι πια
ορατό, ό,τι αφηγείται αλήθειες. εκεί που κάποτε
στέκονταν η μάντρα, κείτεται ένας λύκος στο χέρι του θεού.
το παγωμένο σπίτι
το σπίτι είναι παγωμένο. γυαλιά πήδηξαν στους ανθούς
των παγωμένων λουλουδιών. παγωνιά γλιστρά αθόρυβα σε χέρια,
που αγγίζουν λευκούς τοίχους. καίνε.
μύγες πεσμένες στο περβάζι του παραθύρου. τα φτερά
είναι ξερά και κάποια αποκομμένα από τον κορμό.
ακούω τους ήχους, που κάνει το κορμί
κατ’ επανάληψη σαν χτυπά πάνω στο τζάμι.
κάποτε σταματά. και τρίζει.
το ξύλο στο σπίτι εργάζεται αδιάκοπα. κινεί
τα μάτια που κρυφακούνε, όταν είναι σφαλισμένα
και διασχίζουν το δάσος. τα δέντρα είναι μαύρα
και αντίκρυσαν το φως, σαν τράβηξε τις σκιές
από τους κορμούς τους. ανάμεσα τους είναι σκοτεινά.
και λευκά τη νύχτα. κάθε βήμα γνωρίζει μόνο
το προπορευόμενο. δεν ξέρω τίποτα για αυτό.
στη σκεπή είναι θαμμένα τα ίχνη βαθιά στο χιόνι.
κλείνω την πόρτα.
και από τις δυο πλευρές των ματιών.
Τα ποιήματα «βιομηχανική περιοχή» και «σύνορο δάσος» προέρχονται από την ποιητική συλλογή «Art der Betrachtung» (εκδόσεις Poetenladen, 2012) και τα ποιήματα «σε καρτέρι» και «το παγωμένο σπίτι» από την τελευταία ποιητική συλλογή του ποιητή «Von beiden Seiten der Tür» που κυκλοφόρησε το 2023 επίσης από τις εκδόσεις Poetenladen.
Σημείωση: Οι αποδόσεις των ποιημάτων στην ελληνική γλώσσα δημοσιεύονται με την άδεια του ποιητή και του εκδότη Andreas Heidtmann.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Η οδοντωτός», τχ. 1, (εκδόσεις Κουκκίδα, 2023)
Photo by Kristiane Spitz