AΓΙΟΙ
Στην οικογένειά μας είχαμε δυό αγίους,
τη θεία μου και τη γιαγιά μου.
Όμως οι ζωές τους ήταν διαφορετικές.
Η ζωή της γιαγιά μου ήταν γαλήνια, ακόμα και στο τέλος.
Ήταν σαν ένας άνθρωπος που περπατούσε πάνω σε ήρεμα νερά.
για κάποιο λόγο
η θάλασσα δεν την έφτανε να τη βλάψει.
Όταν η θεία μου πήρε τον ίδιο δρόμο,
τα κύματα ξέσπασαν πάνω της, τα έβαλαν μαζί της,
κάτι που δείχνει πώς οι Μοίρες απαντούν
σε μια φύση αληθινά πνευματική.
Η γιαγιά μου ήταν προσεκτική, συντηρητική:
γι’ αυτό απέφυγε τον πόνο.
Η θεία μου δεν απέφυγε τίποτα.
Κάθε φορά που η θάλασσα υποχωρεί, της παίρνει κάποιον
που αγαπά.
Εντούτοις, δεν θα βιώσει
τη θάλασσα ως κάτι κακό. Για κείνη, έτσι έχουν τα πράγματα:
όπου η θάλασσα πιάσει στεριά, γίνεται βία.
*
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Ένα καλοκαίρι επισκέπτεται το λιβάδι ως συνήθως
σταματώντας για λίγο στη λιμνούλα, όπου συχνά
κοιτάζει την εικόνα της, για να δει
αν θα εντοπίσει αλλαγές. Βλέπει
το ίδιο πρόσωπο, το φριχτό μανδύα
της θηριωδίας του να είσαι κόρη, που ακόμα κολλάει
πάνω της.
Ο ήλιος φαίνεται μέσα στο νερό, πολύ κοντά.
Αυτός είναι ο θείος μου που κατασκοπεύει πάλι,
σκέφτεται –
όλα στη φύση είναι κατά κάποιο τρόπο συγγενείς της.
Ποτέ δεν είμαι μόνη, σκέφτεται,
κάνοντας τη σκέψη της προσευχή.
Τότε εμφανίζεται ο θάνατος, όπως η απάντηση
σε μια προσευχή.
Κανένας πλέον δεν καταλαβαίνει
πόσο ωραίος υπήρξε. Αλλά η Περσεφόνη θυμάται.
Επίσης, θυμάται ότι την αγκάλιασε, εκεί,
με τον θείο της να παρακολουθεί. Θυμάται
το φως του ήλιου ν’ αστράφτει στα
γυμνά του μπράτσα.
Αυτή είναι η τελευταία στιγμή που θυμάται καθαρά.
Τότε ο σκοτεινός θεός την πήρε μακριά.
Θυμάται επίσης, λιγότερο καθαρά,
την ανατριχιαστική ενόραση, πως από εκείνη τη στιγμή
δεν θα μπορούσε πια να ζήσει χωρίς αυτόν.
Το κορίτσι που εξαφανίστηκε από την λιμνούλα
δεν θα επιστρέψει ποτέ. Μια γυναίκα θα επιστρέψει,
αναζητώντας το κορίτσι που ήταν,
Στέκεται πλάι στην λιμνούλα λέγοντας από καιρό σε καιρό
με άρπαξαν παρά τη θέλησή μου, αλλά αυτό της
φαίνεται λάθος, δεν έχει καμιά σχέση με όσα ένιωθε.
Μετά λέει, δεν με άρπαξαν.
Μετά λέει, προσφέρθηκα, ποθούσα
να ξεφύγω από το σώμα μου. Κι ακόμη, κάποιες φορές,
το έκανα με τη θέλησή μου. Όμως, η άγνοια
δεν επιθυμεί τη γνώση. Η άγνοια
επιθυμεί κάτι φανταστικό, νομίζοντας πως αυτό υπάρχει.
Όλα τα διαφορετικά ουσιαστικά—
τα λέει εκ περιτροπής.
Θάνατος, σύζυγος, θεός, ξένος.
Όλα ακούγονται τόσο απλά, τόσο συμβατικά.
Πρέπει να ήμουν, σκέφτεται, ένα απλό κορίτσι.
Δεν μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό της ως το πρόσωπο εκείνο,
αλλά πιστεύει πως η λιμνούλα θα θυμηθεί
καιθα της εξηγήσει το νόημα της προσευχής της
ώστε να μπορέσει να καταλάβει
αν εισακούστηκε ή όχι.
*
ΤΗΛΕΣΚΌΠΙΟ
Συμβαίνει μια στιγμή, αφού το βλέμμα σου χαθεί μακριά,
να ξεχνάς πού βρίσκεσαι
γιατί έχεις ζήσει, ως φαίνεται,
κάπου αλλού, μες τη σιωπή του μαύρου θόλου.
Δεν είσαι πια εδώ σ’ αυτόν τον κόσμο.
Είσαι σε τόπο διαφορετικό,
εκεί που η ανθρώπινη ζωή δεν έχει σημασία.
Δεν είσαι πλέον ένα πλάσμα σ’ ένα σώμα.
Υπάρχεις με τον τρόπο των αστεριών
παίρνοντας μέρος στην ακινησία τους, στην
απειρότητά τους.
Ύστερα, ξαναβρίσκεσαι στον κόσμο
τη νύχτα, σε ένα κρύο λόφο,
κάνοντας κομματάκια το τηλεσκόπιο.
Kαταλαβαίνεις μετά
πως, όχι, δεν είναι η εικόνα ψεύτικη,
αλλά πως είναι ψεύτικη η σχέση.
Βλέπεις και πάλι πόσο κάθε πράγμα
απέχει από κάθε άλλο πράγμα.
Από την υπό έκδοση ανθολογία «ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ», όπου συμπεριλαμβάνονται παλιότερες μεταφραστικές μου απόπειρες Αμερικανίδων ποιητριών (Έμιλυ Ντίκινσον, Μάριαν Μουρ, Ανν Σέξτον,Σύλβια Πλαθ,Eλίζαμπεθ Μπίσοπ, Ρέτισελ Χαντάς, κ.α.)