Scroll Top

Marosa di Giorgio – Πέντε ποιήματα

(ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Τον Οκτώβριο του 2019 στο Εργαστήρι Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Θερβάντες της Αθήνας, υπό τον συντονισμό μου, ξεκινήσαμε την μετάφραση Ισπανόφωνων ποιητών, με στόχο να γνωστοποιήσουμε σημαντικές φωνές, ανέκδοτες τις περισσότερες φορές στην Ελλάδα.

Η μέθοδος μετάφρασης που ακολουθούμε είναι το εξής: αρχικά, τα κείμενα μεταφράζονται σε ατομικό επίπεδο και στη συνέχεια επανελέγχονται στην τάξη σε συλλογικό επίπεδο, με την συμμετοχή όλων των μεταφραστών. Όμως ο κύριος μεταφραστής, ο υπογράφων, είναι εκείνος που θα επιλέξει, εν τέλει, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του, παρά τις προτεινόμενες εναλλακτικές, με την προϋπόθεση ότι δεν υποπίπτει σε κάποιο σημασιολογικό ή άλλης φύσης λάθος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει πλήρης ομοιογένεια μεταξύ των μεταφράσεων, αλλά, αντιθέτως, διακρίνεται, σε κάθε μια, το προσωπικό στίγμα του κύριου δημιουργού της. Πριν δημοσιευτούν, οι μεταφράσεις επιβλέπονται και από τον ποιητή, Κρατικό Βραβείο και Ισπανιστή, Σταμάτη Πολενάκη).

MAROSA DI GIORGIO

Η Μαροσα ντι Γιοργιο (Marisa di Giorgio, 1932-2004) είναι ποιήτρια και μυθιστοριογράφος της Ουρουγουάης. Απόγονος Ιταλών και Βάσκων μεταναστών που εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές της Ουρουγουάης. Είναι μια από τις πιο μοναδικές φωνές της Λατινικής Αμερικής. Το πειραματικό της ήθος και ο έντονος ερωτισμός στα κείμενα της προκάλεσαν σκάνδαλο και γοητεία ανάμεσα στους σύγχρονους της. Από τα έργα της ξεχωρίζουν το ποιητικό Diamelas a Clementina Medici (2000), που εμπνεύστηκε από το θάνατο της μητέρας της, και τα ερωτικά αφηγηματικά κείμενα Misales (1993), Camino de las pedrerias (1997) και Reina Amelia (1999). Το έργο της διακρίθηκε με πολλά βραβεία και μεταφράστηκε στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Πορτογαλικά και τα Ιταλικά.

Η απόδοση στα ελληνικά είναι της Χρυσάνθης Μπαρμπαλιά.

Βιρχίνια Λόπεθ Ρέθιο

 

Ellos tenían siempre la cosecha más roja, la uva centelleante

Ellos tenían siempre la cosecha más roja, la uva centelleante.
A veces, al mediodía, cuando el sol embriaga -si no, nunca
nos atreviéramos-, mi madre y yo, tomadas de la mano,
íbamos por los senderos de la huerta, hasta pasar la línea
casi invisible, hasta la vid de los monjes. La uva erguía
bien alto su farol de granos; cada grano era como un rubí
sin facetas con una centella dentro. Ellos estaban aquí y allá
con las sayas negras o rojas, y parecían escudriñar diminutas
estampillas, grandes láminas, o meditar profundamente sobre
el Santo de esos lugares. A nuestro rumor alguno dirigía
hasta nosotras la mirada como una flecha de oro o de plata.
Y nosotras huíamos sin volvernos, temblando bajo
el inmenso sol.

Εκείνοι είχαν πάντοτε τη σοδειά πιο κόκκινη, το σταφύλι λαμπερό[1]

Εκείνοι είχαν πάντοτε τη σοδειά πιο κόκκινη, το σταφύλι λαμπερό.
Κάποιες φορές, το μεσημέρι, όταν ο ήλιος μεθάει -διαφορετικά, ποτέ
δε θα τολμούσαμε-, η μητέρα μου κι εγώ, πιασμένες απ’ το χέρι,
πηγαίναμε απ’ τα μονοπάτια του χωραφιού, μέχρι να περάσουμε
τη σχεδόν αόρατη γραμμή, μέχρι το αμπέλι των μοναχών. Το σταφύλι ύψωνε
αρκετά ψηλά το φανό των σπόρων του. Κάθε σπόρος ήταν σαν ρουμπίνι
χωρίς έδρες με μια λάμψη μέσα του. Εκείνοι βρίσκονταν εδώ κι εκεί
με τα κόκκινα ή μαύρα ράσα τους, κι έμοιαζαν να εξετάζουν προσεκτικά μικροσκοπικά
εικονάκια, μεγάλες πλάκες, ή να διαλογίζονται βαθιά
στον Άγιο εκείνων των τόπων. Στο θόρυβό μας κάποιος κατεύθυνε
μέχρι εμάς το βλέμμα σαν ένα βέλος από χρυσό ή από ασήμι.
Κι εμείς το σκάγαμε χωρίς να γυρίζουμε πίσω, τρέμοντας κάτω
απ’ τον πελώριο ήλιο.

[1] Los poemas de Marosa Di Giorgio están traducidos por Jrisanci Barbaliá.

*

Mi alma es un vampiro grueso, granate, aterciopelado

Mi alma es un vampiro grueso, granate, aterciopelado. Se
alimenta de muchas especies y de sólo una. Las busca en la
noche, la encuentra, y se la bebe, gota a gota, rubí por rubí.
Mi alma tiene miedo y tiene audacia. Es una muñeca grande,
con rizos, vestido celeste.
Un picaflor le trabaja el sexo.
Ella brama y llora.
Y el pájaro no se detiene.

Η ψυχή μου είναι ένας παχύς, βυσσινής, βελούδινος βρικόλακας

Η ψυχή μου είναι ένας παχύς, βυσσινής, βελούδινος βρικόλακας.
Τρέφεται με πολλά είδη και μ’ ένα μόνο. Τα αναζητά
τη νύχτα, το βρίσκει και το πίνει, σταγόνα τη σταγόνα, ρουμπίνι το ρουμπίνι.
Η ψυχή μου φοβάται και τολμά. Είναι μια μεγάλη κούκλα,
με μπούκλες, γαλάζιο φόρεμα.
Ένα κολιμπρί τσιμπολογάει το φύλο της.
Εκείνη βρυχάται και κλαίει.
Και το πουλί δεν σταματά.

*

Había nacido con zapatos. Rojos, finos, de taco alto

Había nacido con zapatos. Rojos, finos, de taco alto,
que fueron la desesperación de todos los que vivimos juntos
en aquel tiempo.
Y en la cara tenía varias dentaduras, y lentes celestes como
el fuego.
Al pasar, por la tarde, parecía el ángel de la devoración con
pie punzó.
Mas, en realidad, amó la luz solar. Comía guindas, llevándose
una a cada boca.
Y sentía temor y amor hacia el Maestro Tigre que llegaba
en la noche a buscar doncellas.
Y nunca la eligió.

Είχε γεννηθεί με παπούτσια. Κόκκινα, φίνα, ψηλοτάκουνα

Είχε γεννηθεί με παπούτσια. Κόκκινα, φίνα, ψηλοτάκουνα,
που ήταν η απελπισία όλων όσοι ζήσαμε μαζί
εκείνο τον καιρό.
Και στο πρόσωπο είχε διάφορες μασέλες και γαλάζιους φακούς
σαν τη φωτιά.
Περνώντας, το βράδυ, έμοιαζε ο άγγελος που αφανίζει
με ερυθρό πόδι.
Αλλά, στην πραγματικότητα, αγάπησε το ηλιακό φως. Έτρωγε βύσσινα, φέρνοντας
ένα σε κάθε στόμα.
Κι ένιωθε τρόμο κι αγάπη μπροστά στο Δάσκαλο Τίγρη που κατέφθανε
τη νύχτα ν’ αναζητήσει παρθένες.
Και ποτέ δεν τη διάλεξε.

*

Árbol de magnolias

Árbol de magnolias,
te conocí el día primero de mi infancia,
a lo lejos te confundes con la abuela, de cerca, eres el aparador
de donde ella sacaba el almíbar y las tazas.
De ti bajaron los ladrones;
Melchor, Gaspar y Baltasar;
de ti bajaban los pastores y los gatos;
los pastores, enamorados como gatos,
los gatos, serios como hombres, con sus bigotes y sus ojos de enamorados
Esclava negra sosteniendo criaturitas, inmóviles, nacaradas.
Virgen María de velo negro,
de velo blanco, allá en el patio.
Eres la abuela, eres mamá, eres Marosa, todo eres, con tu
eterna
juventud, tu vejez eterna,
niña de Comunión, niña de novia,
niña de muerte.
De ti sacaban las estrellas como tazas,
las tazas como estrellas.
Estuvo oculto en tus ramos el Libro del Destino.
Te has quedado lejos, te has ido lejos.
Pero, voy retrocediendo hacia ti,
voy avanzando hacia ti.
Te veré en el cielo.
No puede ser la eternidad sin ti.

Δέντρο μανόλιας

Δέντρο μανόλιας
σε γνώρισα την πρώτη μέρα της παιδικής μου ηλικίας,
από μακριά μπερδεύεσαι με τη γιαγιά, από κοντά είσαι ο μπουφές
απ’ όπου εκείνη έβγαζε το σιρόπι και τα φλιτζάνια.
Από εσένα κατέβηκαν οι κλέφτες.
Ο Μελχιόρ, ο Γκασπάρ και ο Μπαλτάζαρ.
Από εσένα κατέβαιναν οι βοσκοί και οι γάτοι.
Οι βοσκοί, ερωτευμένοι όπως οι γάτοι,
οι γάτοι σοβαροί σαν άνθρωποι, με τα μουστάκια τους και με τα μάτια
των ερωτευμένων.
Μαύρη σκλάβα κρατώντας πλασματάκια, ακίνητα, μαργαριταρένια.
Παρθένε Μαρία του μαύρου πέπλου,
του λευκού πέπλου, εκεί στο αίθριο.
Είσαι η γιαγιά, είσαι μητέρα, είσαι Μαρόσα, είσαι τα πάντα, με
την αιώνια
νιότη σου, το αιώνιο γήρας σου,
κόρη της Πρώτης Κοινωνίας, κόρη της παντρειάς,
κόρη του θανάτου.
Από σένα έβγαζαν τ’ αστέρια σαν φλιτζάνια,
τα φλιτζάνια σαν αστέρια.
Ήταν κρυμμένο στα μπουκέτα σου το Βιβλίο του Πεπρωμένου.
Έχεις μείνει μακριά, έχεις πάει μακριά.
Αλλά αποτραβιέμαι αργά προς εσένα,
προχωρώ αργά προς εσένα.
Θα σε δω στον ουρανό.
Δεν μπορεί να υπάρξει η αιωνιότητα χωρίς εσένα.

*

Bajó una mariposa a un lugar oscuro

Bajó una mariposa a un lugar oscuro; al parecer, de
hermosos colores; no se distinguía bien. La niña más chica
creyó que era una muñeca rarísima y la pidió; los otros
niños dijeron: -Bajo las alas hay un hombre.
Yo dije: -Sí, su cuerpo parece un hombrecito.
Pero, ellos aclararon que era un hombre de tamaño natural.
Me arrodillé y vi. Era verdad lo que decían los niños. ¿Cómo
cabía un hombre de tamaño normal bajo las alitas?
Llamamos a un vecino. Trajo una pinza. Sacó las alas. Y un
hombre alto se irguió y se marchó.
Y esto que parece casi increíble, luego fue pintado
prodigiosamente en una caja.

Κατέβηκε μια πεταλούδα σ’ ένα σκοτεινό μέρος

Κατέβηκε μια πεταλούδα σ’ ένα σκοτεινό μέρος. Προφανώς, με
πανέμορφα χρώματα. Δε διακρινόταν καλά. Το πιο μικρό κορίτσι
πίστεψε πως ήταν μια πολύ σπάνια κούκλα και τη ζήτησε. Τ’ άλλα
παιδιά είπαν: -Κάτω απ’ τα φτερά υπάρχει ένας άνδρας.
Εγώ είπα: -Ναι, το σώμα του μοιάζει με ανθρωπάκι.
Αλλά, εκείνοι ξεκαθάρισαν πως ήταν ένας άνδρας φυσιολογικού μεγέθους.
Γονάτισα κι είδα. Ήταν αλήθεια αυτό που έλεγαν τα παιδιά. Πώς
χωρούσε ένας άντρας φυσιολογικού μεγέθους κάτω από τα μικρά φτερά;
Φωνάξαμε ένα γείτονα. Έφερε μια τσιμπίδα. Έβγαλε τα φτερά. Κι ένας
άνδρας ψηλός ανασηκώθηκε κι έφυγε.
Κι αυτό που μοιάζει σχεδόν απίστευτο, αργότερα απεικονίστηκε
με θαυμαστό τρόπο σ’ ένα κουτί.