Scroll Top

Μάγια Αγγέλου (1928-2014)/ Επτά Ποιήματα | Ω, το να γλείφεις την αγάπη σου όπως τα δάκρυα – Μετάφραση: Χρύσα Παπαδημητρίου

Μαύρη Ωδή


Η ομορφιά σου κεραυνός
Και εγώ γίνομαι περιπλανώμενη – περιπλανώμενη
Κουφή
Σε σοκάκια κονσερβοκούτια που λαμπυρίζουν στο λυκόφως
Και ήχους υγρούς
«Αχ βρε Μωρό μου, κοίτα τι θα ‘παιρνες αν τ’ όνομά σου
ήταν Γουίλλι»
Ω, το να σβήνεις τις λέξεις σου όπως το φυτίλι.Ένα γέλιο, γάργαρο και μαύρο
Κι εγώ γέγονα – γέγονα
Ακέραιη
Στα κλίτη των Βαπτιστών, τόσο παραπονιάρικοι
και υγροί ήχοι
«Αμήν η ευλογημένη. Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει.
Πάντες οι πεφορτισμένοι»
Ω, το να γλείφεις την αγάπη σου όπως τα δάκρυα.

Black Ode
Your beauty is a thunder
And I am set a wandering- a wandering
Deafened
Down twilight tin-can alleys
And moist sounds
“OOo wee, Baby, look what you could get if your name
was Willie”
Oh, to dip your words like snuff.A laughter, black and streaming
And I am come a being- a being
Rounded
Up Baptist aisles, so moaning
And moist sounds
“Bless her heart. Take your bed and walk.
You been heavy burdened”
Oh, to lick your love like tears.

*

Ρωτούν Γιατί


Συγκεκριμένο πρόσωπο αναρωτήθηκε γιατί
ένα μεγάλο δυνατό κορίτσι όπως εγώ
δεν μπορεί μια εργασία να κρατήσει
που να πληρώνει φυσιολογικό μισθό.
Δεν βιάστηκα να την καθοδηγήσω
με το νι και με το σίγμα να της εξηγήσω.
Ακόμα κι οι κατώτεροι άνθρωποι
δεν επιζούν με κατώτερο μισθό.Συγκεκριμένο πρόσωπο αναρωτήθηκε γιατί
όλη τη βδομάδα περιμένω εσένα.
Λέξεις δεν είχα βρει
ακριβώς να περιγράψω τι κάνεις εσύ.
Είπα ότι έχεις του ωκεανού την κίνηση
όταν περπατάς
κι όταν τους γρίφους μου λύνεις
δεν χρειάζεται ούτε να μιλάς.

They Ask Why

A certain person wondered why
a big strong girl like me
wouldn’t keep a job
which paid a normal salary.
I took my time to lead her
and to read her every page.
Even minimal people
can’t survive on minimal wage.A certain person wondered why
I wait all week for you.
I didn’t have the words
to describe just what you do.
I said you had the motion
of the ocean in your walk,
and when you solve my riddles
you don’t even have to talk.

*

Συγχώρα

Δέξου με, Βιρτζίνια,
δέσε με σφιχτά
στις αναμνήσεις του Τζέιμσταουν
με τους αγώνες των καταυλισμών και
με τα πλοία εγκυμονούντα
ορισμένο φορτίο
και στου Ρίτσμοντ τα κατορθώματα στην απληστία
και στην ανεπάρκειά του στα παρατεταμένα κύματα
ενοχής.Μα δέξου με, Βιρτζίνια,
ξέσφιξε το λουλουδάτο σου σαρίκι
ώστε πέταλα ροδακινιάς
και άνθη κρανιάς να μπορούν
να σχηματίσουν επωμίδες λευκής
τρυφεράδας στους ώμους μου
και γύρω
στου κεφαλιού μου τους βοστρύχους
συγχώρεση, οδυνηρή
σαν μάτια γυρισμένα ανάποδα, θλιβερή σαν καλοκαιρινό
παρασόλι σε τυφώνα.

Forgive

Take me, Virginia,
bind me close
with Jamestown memories
of camptown races and
ships pregnant
with certain cargo
and Richmond riding high on greed
and low on tedious tides
of guilt.But take me on, Virginia,
loose your turban of flowers
that peach petals and
dogwood bloom may
form epaulettes of white
tenderness on my shoulders
and round my
head ringlets
of forgiveness, poignant
as rolled eyes, sad as summer
parasols in a hurricane.

*
Όταν τα Εξαίσια Δέντρα Πέφτουν
Όταν τα εξαίσια δέντρα πέφτουν
οι βράχοι στους μακρινούς λόφους τρεμουλιάζουν,
τα λιοντάρια κουκουβίζουν κάτω
στο ψηλό χορτάρι,
ακόμα κι οι ελέφαντες
σέρνουν τα βήματά τους στην ασφάλεια.Όταν τα εξαίσια δέντρα πέφτουν
στα δάση,
τα μικρά πράγματα υποχωρούν στη σιωπή,
οι αισθήσεις τους
διαβρώνονται πέρα απ΄ το φόβο.

Όταν τα εξαίσια πλάσματα πεθαίνουν,
ο αέρας γύρω μας γίνεται
αλαφρός, αραιός, ασηπτικός.
Ανασαίνουμε, κοφτά.
Τα μάτια μας, απότομα,
βλέπουν με μια επώδυνη διαύγεια.
Η μνήμη μας, ξάφνου οξυμένη,
εξετάζει,
ροκανίζει λέξεις ευγενικές,
ανείπωτες,
μονοπάτια υποσχόμενα
που δεν ακολουθήθηκαν.

Τα εξαίσια πλάσματα πεθαίνουν και
η πραγματικότητά μας, δέσμια σε
εκείνα, μας εγκαταλείπει.
Οι ψυχές μας,
εξαρτημένες από τη
φροντίδα τους,
τώρα συρρικνώνονται, ζαρώνουν.
Το μυαλό μας, σχηματισμένο
και εμπνευσμένο από τη
λάμψη τους,
μας εγκαταλείπει.
Δεν τρελαθήκαμε τόσο
όσο εξαναγκαστήκαμε στην ανείπωτη άγνοια
σκοτεινών, κρύων
σπηλαίων.

Κι όταν τα εξαίσια πλάσματα πεθαίνουν,
μετά από λίγο λουλουδιάζει η ειρήνη,
αργά και πάντοτε
ακανόνιστα. Ο χώρος γεμίζει
με κάποια
κατευναστική ηλεκτρική δόνηση.
Οι αισθήσεις μας, αποκατεστημένες, άρα ποτέ
ξανά ίδιες, μας ψιθυρίζουν.
Εκείνοι υπήρξαν. Εκείνοι υπήρξαν.
Εμείς μπορούμε να είμαστε. Να είμαστε και να είμαστε
καλύτεροι. Γιατί εκείνοι υπήρξαν.

When Great Trees Fall

When great trees fall,
rocks on distant hills shudder,
lions hunker down
in tall grasses,
and even elephants
lumber after safety.When great trees fall
in forests,
small things recoil into silence,
their senses
eroded beyond fear.

When great souls die,
the air around us becomes
light, rare, sterile.
We breathe, briefly.
Our eyes, briefly,
see with
a hurtful clarity.
Our memory, suddenly sharpened,
examines,
gnaws on kind words
unsaid,
promised walks
never taken.

Great souls die and
our reality, bound to
them, takes leave of us.
Our souls,
dependent upon their
nurture,
now shrink, wizened.
Our minds, formed
and informed by their
radiance,
fall away.
We are not so much maddened
as reduced to the unutterable ignorance
of dark, cold
caves.

And when great souls die,
after a period peace blooms,
slowly and always
irregularly. Spaces fill
with a kind of
soothing electric vibration.
Our senses, restored, never
to be the same, whisper to us.
They existed. They existed.
We can be. Be and be
better. For they existed.

*

Αμέτοχοι


Πεθαίνουμε,
Καλωσορίζοντας Κυανοπώγωνες στα σκοτεινά μας ερμάρια,
Στραγγαλιστές στους τεντωμένους μας λαιμούς,
                    Στραγγαλιστές, που ούτε νοιάζονται ούτε
νοιάζονται να μάθουν πως
  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ.

Προσευχόμαστε,
ρουφώντας γλυκά επιβεβαιωμένα ψέματα,
σερνάμενοι στη γη μπροστά σε ξένους θεούς,
Θεούς που ούτε ξέρουν ούτε
επιθυμούν να ξέρουν πως
  Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ.Αγαπάμε,
Τρίβοντας τη γύμνια με χέρια γαντοφορεμένα,
Αντιστρέφοντας με γλωσσόφιλα τα στόματα,
Φιλιά που ούτε αγγίζουν ούτε
νοιάζονται να αγγίξουν το αν
  Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ.


The Detached

We die,
Welcoming Bluebeards to our darkening closets,
Stranglers to our outstretched necks,
Stranglers, who neither care nor
care to know that
 DEATH IS INTERNAL.

We pray,
Savoring sweet the teethed lies,
Bellying the grounds before alien gods,
Gods, who neither know nor
wish to know that

                    HELL IS INTERNAL.We love,
Rubbing the nakednesses with gloved hands,
Inverting our mouths in tongued kisses,
Kisses that neither touch nor
care to touch if
LOVE IS INTERNAL.

*

Δάκρυα


Δάκρυα
Κρυστάλλινα ενδύματα
Γλοιώδη κουρέλια
φθαρμένης ψυχής.Βόγγοι
Βαθύ κύκνειο άσμα
Πένθιμος αποχαιρετισμός
ετοιμοθάνατου ονείρου.

Tears

Tears
The crystal rags
Viscous tatters
of a worn-through soul.Moans
Deep swan song
Blue farewell
of a dying dream.

*

Απορία


Μια ημέρα
μεθυσμένη απ’ το νέκταρ
του παρόντος
υφαίνει το δρόμο της ανάμεσα
στα χρόνια
για να βρεθεί στο πανδοχείο
της νύχτας
να κοιμηθεί χωρίς
ξανά να ιδωθεί.Θα είμαι εγώ λιγότερο
νεκρή γιατί έγραψα
αυτό το ποίημα ή εσύ περισσότερο
γιατί το διάβασες
πολλά χρόνια από τώρα.

Wonder

A day
drunk with the nectar of
nowness
weaves its way between
the years
to find itself at the flophouse
of night
to sleep and be seen
no more.Will I be less
dead because I wrote this
poem or you more because
you read it
long years hence.

Τα ποιήματα προέρχονται από τις ακόλουθες συλλογές:

  • το «Αμέτοχοι» και το «Δάκρυα» από το Πρώτο Μέρος “Where Love Is a Scream of Anguish” και η «Μαύρη Ωδή», από το Δεύτερο Μέρος «Just Before the World Ends” αντίστοιχα, της συλλογής Just Give MeCool Drink of Water ‘fore I Diiie
  • το «Ρωτούν Γιατί», το «Συγχώρα» και το «Όταν τα Εξαίσια Δέντρα Πέφτουν», από τη συλλογή I Shall Not Be Moved
  • το «Απορία», από το Πρώτο Μέρος της συλλογής Oh Pray My Wings Are Gonna Fit Me Well