Έξοδος από τον Παράδεισο
Απροσδόκητο το φίδι προέκυψε από τους αμμόλοφους,
και μπήκε ανάμεσά μας
το μήλο του είχε το χρώμα του λυκόφωτος,
κι εμείς το μοιραστήκαμε
με ασυγχώρητη χαρά.
Η σκιά από αρμυρίκια σκύβει αόρατη
αλλά το μήλο εξακολουθεί να χαμογελά
δείχνοντας τα μπλε δόντια του.
Η σιωπή έπεσε ξαφνικά,
όταν το μήλο σοβάρεψε
μέσα στο πράσινο δηλητήριό του,
κι εμείς φαινόμασταν βυθισμένοι στον τρόμο.
Ντυθήκαμε βιαστικά,
μέσα στο σκοτεινό και ακανθώδες δάσος
με τις αγριελιές.
Το φίδι σήκωσε άνεμο·
συστρεφόταν στους αμμόλοφους
ρίχνοντας άμμο πάνω μας·
με τα στόματα γεμάτα άμμο
τρέξαμε προς το σπίτι,
ενώ το μήλο μάς αποδοκίμαζε στην συνέχεια.
*
Ακούραστη αναμονήΩχ! Τίποτα δεν έχει αλλάξει
από την φυγή σου, τίποτα, αγαπημένη
κι όλα είναι ακριβώς όπως τα άφησες,
–μια παγερή εκκρεμότητα
μόνος… με τα τασάκια γεμάτα, είναι φυσικό,
και τα άδεια μπουκάλια να κείτονται γύρω…
αλλά η σκόνη τίποτα δεν επηρεάζει,
η σκόνη επί παραδείγματι δεν αλλάζει το παραμικρό
μιας ακούραστης σταθερότητας …
… σίγουρα, πρέπει να γελάσω,
γνωρίζεις καλά πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα γένια…
… Όχι! Οι αγουρίδες άρχισαν να πεθαίνουν
πριν ακόμα φύγεις, και στη συνέχεια, οι σκελετοί τους
παραμένουν επαρκή διακοσμητικά, κατά βάση …
… Λοιπόν, εντάξει, αλλά οι τοίχοι έχουν ραγίσει ούτως ή άλλως
ακόμη και οι πυραμίδες, δεν έχει σημασία ποιές πυραμίδες …
… Όχι, τίποτα δεν έχει αλλάξει …
Οι ρυτίδες γύρω από το στόμα …
αλλά τις είχαμε από πριν, δεν θυμάσαι; …
… Ω, τα χέρια που έτρεμαν από ενθουσιασμό καθώς …
είναι τα ίδια… σε βεβαιώ…
Τα δόντια; Όχι! Κι αυτά απρόσμενα μειώθηκαν.
Έτσι κι αλλιώς, καταδικασμένα ήταν …
Όχι! Όλα αυτά δεν τα θεωρώ σημάδια…
Τα νύχια μαύρισαν… από το κρύο·
γιατί τώρα όλο ψάχνεις για δικαιολογίες,
όταν όλα μένουν αμετάβλητα, παγωμένα,
όπως ήταν πάντοτε;
… Αλίμονο! Τρόμαξες! Αλλά όλη η αυτή η σκουριά
που άνθισε πάνω μου
θα λιώσει με την πρώτη βροχή.
από την φυγή σου, τίποτα, αγαπημένη
κι όλα είναι ακριβώς όπως τα άφησες,
–μια παγερή εκκρεμότητα
μόνος… με τα τασάκια γεμάτα, είναι φυσικό,
και τα άδεια μπουκάλια να κείτονται γύρω…
αλλά η σκόνη τίποτα δεν επηρεάζει,
η σκόνη επί παραδείγματι δεν αλλάζει το παραμικρό
μιας ακούραστης σταθερότητας …
… σίγουρα, πρέπει να γελάσω,
γνωρίζεις καλά πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα γένια…
… Όχι! Οι αγουρίδες άρχισαν να πεθαίνουν
πριν ακόμα φύγεις, και στη συνέχεια, οι σκελετοί τους
παραμένουν επαρκή διακοσμητικά, κατά βάση …
… Λοιπόν, εντάξει, αλλά οι τοίχοι έχουν ραγίσει ούτως ή άλλως
ακόμη και οι πυραμίδες, δεν έχει σημασία ποιές πυραμίδες …
… Όχι, τίποτα δεν έχει αλλάξει …
Οι ρυτίδες γύρω από το στόμα …
αλλά τις είχαμε από πριν, δεν θυμάσαι; …
… Ω, τα χέρια που έτρεμαν από ενθουσιασμό καθώς …
είναι τα ίδια… σε βεβαιώ…
Τα δόντια; Όχι! Κι αυτά απρόσμενα μειώθηκαν.
Έτσι κι αλλιώς, καταδικασμένα ήταν …
Όχι! Όλα αυτά δεν τα θεωρώ σημάδια…
Τα νύχια μαύρισαν… από το κρύο·
γιατί τώρα όλο ψάχνεις για δικαιολογίες,
όταν όλα μένουν αμετάβλητα, παγωμένα,
όπως ήταν πάντοτε;
… Αλίμονο! Τρόμαξες! Αλλά όλη η αυτή η σκουριά
που άνθισε πάνω μου
θα λιώσει με την πρώτη βροχή.
*
ΑνασύστασηΕδώ υπήρχε ένα φλιτζάνι τσάι
Εδώ το φως άφηνε μια κηλίδα
πάνω στην παλιά γκραβούρα με τους δύο Ινδιάνους
παρατηρώντας το πλοίο που κωπηλατεί στον Αμαζόνιο·
εκεί, στον ουρανό υπήρχε ένα σύννεφο
πρώτος ο Κένταυρος, έλεγες, στη συνέχεια, το αρχιπέλαγος,
και μετά απ’ όλα αυτά η σειρήνα.
Ένα φλάουτο έβαφε με ατμούς το σούρουπο
διώχνοντας τα μάγια από τα μάτια σου
μικρά ποτάμια, γλυκά και γαλάζια
αλλά εσύ στην αιώρα,
εξημέρωνες ντροπαλά φίδια
που αναδύονταν από τον καπνό των τσιγάρων.
Με όλες αυτές τις αναμνήσεις,
τώρα, εδώ, ανακατασκευάζω την παρουσία σου.
Ιδού το φλιτζάνι, καπνίζοντας το τσιγάρο
και ένα ευμετάβλητο σύννεφο στον ουρανό,
αλλά όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα,
και δεν καταλαβαίνω γιατί αν αυτά μάς χωρίζουν,
ένα εκατομμύριο χρόνια, σε μια στιγμή
ή μονάχα το λεπτό πέπλο
από τον καπνό του τσιγάρου.
Εδώ το φως άφηνε μια κηλίδα
πάνω στην παλιά γκραβούρα με τους δύο Ινδιάνους
παρατηρώντας το πλοίο που κωπηλατεί στον Αμαζόνιο·
εκεί, στον ουρανό υπήρχε ένα σύννεφο
πρώτος ο Κένταυρος, έλεγες, στη συνέχεια, το αρχιπέλαγος,
και μετά απ’ όλα αυτά η σειρήνα.
Ένα φλάουτο έβαφε με ατμούς το σούρουπο
διώχνοντας τα μάγια από τα μάτια σου
μικρά ποτάμια, γλυκά και γαλάζια
αλλά εσύ στην αιώρα,
εξημέρωνες ντροπαλά φίδια
που αναδύονταν από τον καπνό των τσιγάρων.
Με όλες αυτές τις αναμνήσεις,
τώρα, εδώ, ανακατασκευάζω την παρουσία σου.
Ιδού το φλιτζάνι, καπνίζοντας το τσιγάρο
και ένα ευμετάβλητο σύννεφο στον ουρανό,
αλλά όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα,
και δεν καταλαβαίνω γιατί αν αυτά μάς χωρίζουν,
ένα εκατομμύριο χρόνια, σε μια στιγμή
ή μονάχα το λεπτό πέπλο
από τον καπνό του τσιγάρου.
(Από την συλλογή Η Άγρια Βρώμη (Ovăzul sălbatic), 1974)