Η Ελευθερία Σαπουντζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Αποφοίτησε από το Εργαστήριο Υποκριτικής Τέχνης του «Αμφι-Θεάτρου» του Σπύρου Ευαγγελάτου και από το Τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε υποκριτική στην Hochschule der Kunste του Βερολίνου με υποτροφία του γερμανικού κράτους. Ως ηθοποιός συμμετείχε σε αρκετές παραστάσεις, ενώ συνεργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη με την Νικαίτη Κοντούρη και τον Δημήτρη Καταλειφό. Μετέφρασε και σκηνοθέτησε τα έργα Φωτιά στο πρόσωπο και Ο Θεός είναι D.J. Το 2000 ανέλαβε τη συνδιεύθυνση του «Θεάτρου του Νότου» μαζί με τους Γ. Χουβαρδά και Θ. Μοσχόπουλο. Στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, αναπάντεχα, μας άφησε σε ηλικία μόλις 29 ετών.
Έγραψε δύο ποιητικές συλλογές: Η κλινήρης Δευτέρα (Εκδ. Καστανιώτη, 1993) και Σε χρόνο αιωνίως ενεστώτα (Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2003).
Το 2001 ιδρύθηκε στη μνήμη της ένα αστικό, μη κερδοσκοπικό σωματείο, το οποίο καθιέρωσε τη βράβευση κάθε δύο χρόνια, μιας νεαρής δημιουργού που θα έχει διακριθεί στο χώρο της σκηνοθεσίας, της ηθοποιίας ή της μετάφρασης – τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία η Ελευθερία.
(Από την ιστοσελίδα των Εκδόσεων Αλεξανδρεία)
* * *
Η Viviana Sebastio γεννήθηκε στην Taranto το 1971 και σήμερα ζει στην Ρώμη.
Είναι πτυχιούχος Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας – Τμήμα Ξένων Γλωσσών της Φιλοσοφικής Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης La Sapienza.
Ασχολείται με τη μετάφραση ποιημάτων, συγχρόνων παραμυθιών και λαϊκών διηγημάτων, καθώς και υποτίτλων για ντοκιμαντέρ.
Πρόσφατα επιμελήθηκε την μετάφραση μιας συλλογής ποιημάτων του Θωμά Τσαλαπάτη, “L’ alba è un massacro, Signor Krak” (XY Editore, Arona) και του βιβλίου “Stampalia. Perla del Dodecaneso. Avamposto dell’Europa”, της Αθηνάς Ταρσούλη (Aracne Editrice, Roma).
Η Sebastio οργανώνει κάθε τόσο προβολές Ελληνικών ταινιών με σκοπό να δώσει μία μικρή συμβολή στη διάδοση του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού στην Ιταλία. Οργανώνει και εκπαιδευτικά δημιουργικά εργαστήρια αφιερωμένα στα Ελληνικά παραμύθια, για παιδιά μικρά και μεγάλα, που θέλουν να έχουν μία πρώτη επαφή με την Ελληνική γλώσσα.
Επιμελείται και διαχειρίζεται δύο ιστολόγια αφιερωμένα στην Ελληνική κουλτούρα (Metafrasando: http://metafrasando.blogspot.com) και την Ελληνική λογοτεχνία (Leggi la Grecia: www.leggilagrecia.it).
* * *
Οχτώ ποιήματα της Ελευθερίας Σαπουντζή.
Από την συλλογή Σε χρόνο αιωνίως ενεστώτα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2003.
Μετάφραση προς τα Ιταλικά: Viviana Sebastio
3.
Τα κρυφά ψάρια ψάχνω
στα μεγάλα βάθη
τα χωρίς ονόματα
βουβή αψίς του μυστηρίου
το ακατέργαστο.
Επιτυγχάνω.
3.
Cerco i pesci nascosti
nelle grandi profondità
i senza nome
muta rete di mistero
il grezzo.
Ci riesco.
16.
Και με τα χρόνια με κούρασε
πια η ορθοστασία, έμαθα όμως
με υπομονή πώς στη γραμμή των συνόρων
να ισορροπώ. Κάθισα.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Πού φτερά, μα ούτε και κολύμπι.
Ποτέ δεν είχα κλίση στα αθλήματα.
Δεν πειράζει. Εδώ. Περιμένω.
Σύντομα θα περάσει ο Εικοστός Αιώνας.
16.
E con gli anni mi ha stancata
ormai la posizione eretta, ma ho imparato
con pazienza a stare in equilibrio
sulla linea di confine. Mi sono seduta.
Davanti il precipizio e dietro il torrente.
Dove le ali? E neppure nuoto.
Non ho avuto mai talento per lo sport.
Che importa. Qui. Aspetto.
Presto il Ventesimo secolo passerà.
17.
Εχθές με είδανε
σε ξένους ύπνους να γυρνάω.
Ποιος ξέρει πού πάλι να πήγαινα
και κόβοντας από στενά
παραπλανήθηκα κι ώρες χαμένη
εδώ κι εκεί γυρνούσα.
Τίποτα δεν πήρα μαζί μου
μόνο περιδιάβαινα, το μαξιλάρι μου
άδειο το πρωί από τεκμήρια.
17.
Ieri mi hanno vista
girare tra sonni altrui.
Chissà dove andavo ancora
e passando per vicoli
mi sono confusa e persa per ore
ho girato qua e là.
Non avevo nulla con me
vagavo soltanto, il mio cuscino
al mattino era privo di prove.
20.
Ορφανό
κι σε λάθος καιρό
και σε λάθος πλευρά
του καθρέπτη καθηλώθηκα
κι όλα βρίσκω
τα που ποτέ δεν αναζήτησα
κι όλο μου κρύβονται
τα προφανή.
20.
Orfana
e in un tempo sbagliato
e nel lato sbagliato
dello specchio sono bloccata
e ritrovo tutto
quello che non ho mai cercato
e di continuo mi si nasconde
l’evidenza.
21.
Έχουνε πάψει να περνούν
από τις μέρες μου ποδήλατα.
Αυτά τα ωραία
των σχοινοβατών
των νέων αγοριών που μικρή
ερωτεύτηκα.
Χάθηκαν τα απογευματινά
ποδήλατα της προκυμαίας.
Ποιος θα με μάθει ισορροπία
με το γνωστό κόλπο – που
πάντα καταφέρνει ωστόσο
να σε ξεγελά
πως σε κρατά
είναι πίσω σου
δεν θα πέσεις.
Κι όταν πάρεις φορά και
νομίζεις ότι πετάς
μια κρύα ανάσα στη ραχοκοκκαλιά
μια γλυψιά ανασφάλειας
σε κρυώνει.
Γυρνάς. Δεν είναι πια
το ωραίο αγόρι να κρατά
το ποδήλατο.
Η αρχή του κόσμου.
21.
Hanno smesso di passare
nelle mie giornate le biciclette.
Quelle belle
degli acrobati
dei giovani ragazzi che da bambina
mi hanno fatta innamorare.
Sono sparite le biciclette
dei pomeriggi sul molo.
Chi mi insegnerà l’equilibrio
con quel vecchio trucco – che
riesce sempre e comunque
a farti credere
che lui ti tiene,
che è dietro di te
e che non cadrai.
E quando prendi la rincorsa e
pensi di volare
un alito freddo ti percorre la schiena
un rivolo di insicurezza
ti raggela.
Ti volti. Non c’è più
il bel ragazzo a reggerti
la bicicletta.
L’inizio del mondo.
24.
Εγώ και ο μικρός μου εαυτός.
Πάντα μαζί κοιμόμαστε
και σε μονό κρεββάτι
παιγνίδια ανακαλύπτουμε
που το πρωί μας κάνουνε
να κοκκινίζουμε.
Το μυστικό των απολαύσεων
δεν θα προδώσω.
Σφιχτά μπλεγμένη Εγώ
και ο μικρός μου εαυτός
θα πορευτούμε διαπράττοντας
τα ακατανόμαστα.
24.
Io e il mio piccolo me.
Dormiamo sempre insieme
e in un letto singolo
scopriamo giochi
che al mattino ci fanno
arrossire.
Il segreto del piacere
non tradirò.
Stretta, aggrovigliata Io
e il mio piccolo me
procederemo commettendo
l’inconfessabile.
25.
Τα δάκρυα που δεν κλαίγονται
γίνονται λίμνες σκοτεινές
που στοιχειώνουν κάτω από τα μάτια.
Έπειτα οι σκιές τρώνε σιγά σιγά
όλους τους άλλους δρόμους του προσώπου.
Φτάνουν στο στόμα
μόνη γενναία είσοδος του μέσα Άδη
και κάθονται θειάφι στους πνεύμονες
ώσπου βγαίνω στον κόσμο
κέλυφος εαυτού
χωρίς κανείς να διαπιστώνει
αλλαγές
τις πλέον ελάχιστες έστω αλλοιώσεις
κυκλοφορώ ελεύθερα
εύθραυστη μόνο
μόνο το «μη εγγίζετε» έχω να κρύψω.
25.
Le lacrime non piante
diventano laghi bui
che dimorano sotto gli occhi.
Poi le ombre mangiano un po’ alla volta
tutte le altre strade del volto.
Arrivano alla bocca
unico ardito ingresso all’Ade
e si depositano come zolfo nei polmoni
finché mi affaccio al mondo
guscio di sé
senza che nessuno si accorga
di cambiamenti
di seppur minime alterazioni
circolo libera
solo fragile
solo il «non toccare» devo nascondere.
37.
Δεν έχω πια προορισμό.
Δηλαδή προορισμό ποτέ δεν είχα. Έφτιαχνα όμως το
πρωί – κάθε πρωί
που έβαζα και με ξυπνούσε ξυπνητήρι –
τις βαλίτσες μου
(δύο: μια μικρή για τα βαριά,
μια λίγο μεγαλύτερη για ότι αγοράσω)
άλλαζα όλο προφύλαξη το συνδυασμό
στα μυστικά των ημερομηνιών, των σημαδιών
και των αιώνων,
τον αποστήθιζα έπειτα σε βιαστικό καφέ
στα όρθια πάντοτε, και πάντα στην κουζίνα.
Έζησα έτσι με το κάψιμο του άγουρου ξυπνήματος
στα μάτια
την ταραχή ενός ταξιδιού αναμονή
το ξανακοίταγμα – εισιτήριο, διαβατήριο, εντάξει.
Έζησα έτσι σα χορδή, πράγμα που τελευταίως
μόνο μικρή μπορεί να έχει σημασία.
Για να συνομιλώ με τους καιρούς
των φόβων μου πάντα καλή μαθήτρια
έγινα γνώστης.
(Αυτή η ιστορία δεν ξέρω πώς τελείωσε
ούτε αν έχει τέλος τέτοια ιστορία).
37.
Non ho più destinazione.
O meglio non ne ho mai avuta una.
Al mattino però – ogni mattino
al suono della sveglia che caricavo –
facevo le mie valige
(due: una piccola per le cose pesanti,
una più grande per gli acquisti),
prudente cambiavo ogni volta la combinazione
nei segreti delle date, dei segni
e dei secoli,
la memorizzavo poi in un caffè veloce
sempre in piedi, sempre in cucina.
Ho vissuto così con il bruciore di risvegli acerbi
negli occhi
nel subbuglio di un viaggio, in attese,
ancora un controllo – biglietto, passaporto, a posto.
Ho vissuto così come una corda tesa, anche se ormai
ha ben poca importanza.
A conversare con il tempo
da sempre brava allieva delle mie paure
sono diventata esperta.
(Non so come questa storia sia finita
né se una fine questa storia ce l’ha).
* Ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, έγραψε για την Ελευθερία Σαπουντζή και την ποίηση της:
“[…] ένας άνθρωπος με σπινθηροβόλο πνεύμα, με χιούμορ καταλυτικό, με απροσδόκητο για την ηλικία του γλωσσικό αίσθημα. Και συνάμα μια ιδιότυπη, πρωτότυπη, συχνά ανατρεπτική λοξή ματιά πάνω στον κόσμο […]
Βρέθηκα μπροστά σε ώριμα ποιήματα. Εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν ένα προσωπικό ύφος που δεν παρέπεμπε αλλού. Βεβαίως η ποίηση της άνηκε σ’ ένα ιδίωμα αναγνωρίσιμο, ιδιαίτερα καλλιεργημένο, από τον μεταπολεμικό ελληνικό υπερρεαλισμό. Απροσδόκητη συμπλοκή λέξεων, ευφορία εικόνων και ένας υπαρξιακός μετεωρισμός.”