Scroll Top

Rainer Maria Rilke/Η τυφλή – Μετάφραση: Νεοκλής Κυριάκου

Η τυφλή

Καθόταν έτσι όπως οι υπόλοιποι στο τσάι. Στην αρχή
πρόσεξα πως κρατούσε το φλυτζάνι της κάπως
αλλοιώτικα απ’ ό,τι οι άλλοι.
Σε μια στιγμή χαμογέλασε. φάνηκε να πονεί.
Ύστερα οι άλλοι σηκώθηκαν και τράβηξαν ο καθένας
το δρόμο του μέσα στα πολλά δωμάτια, κουβεντιάζοντας
(μιλούσαν δυνατά και γελούσαν)
Τότε την είδα πάλι.
Ακολουθούσε με κόπο, ως εάν να επρόκειτο να υπερβεί
κάποια εμπόδια.
Τα μάτια της έλαμπαν σαν μια λίμνη που κάποιο φως
έπεφτε επάνω τους.
Φαινόταν ευτυχισμένη. συγκεντρωμένη όπως κάποιος
που επρόκειτο να τραγουδήσει μπροστά σε πλήθος.
Αφού υπερέβη τα εμπόδια, μακριά πια απ’ όλους
δεν θα περπατούσε πια αλλά όπως ήταν φυσικό
θα ‘νοιγε τα φτερά της και θα πετούσε.*

Die Erblindende

Sie saß so wie die anderen beim Tee.
Mir war zuerst, als ob sie ihre Tasse
ein wenig anders als die andern fasse.
Sie lächelte einmal. Es tat fast weh.
Und als man schließlich sich erhob und sprach
und langsam und wie es der Zufall brachte
durch viele Zimmer ging (man sprach und lachte),
da sah ich sie. Sie ging den andern nach,
verhalten, so wie eine, welche gleich
wird singen müssen und vor vielen Leuten;
auf ihren hellen Augen die sich freuten war
Licht von außen wie auf einem Teich.
Sie folgte langsam und sie brauchte lang
als wäre etwas noch nicht überstiegen;
und doch: als ob, nach einem Übergang,
sie nich mehr gehen würde, sondern fliegen.