Οι επαίτες
Εσύ δεν ήξερες στο πλήθος μέσα
τι ήτανε. Ο ξένος όμως είδε τους
επαίτες. Πουλούσαν τη λακκούβα
των χεριών τους.
Du wußtest nicht, was den Haufen
ausmacht. Ein Fremder fand
Bettler darin. Sie verkaufen
das Hohle aus ihrer Hand.
Εσύ δεν ήξερες στο πλήθος μέσα
τι ήτανε. Ο ξένος όμως είδε τους
επαίτες. Πουλούσαν τη λακκούβα
των χεριών τους.
Δείχνουν στον επισκέπτη
στόματα λερά,
και τον αφήνουνε, (με το αζημίωτο βέβαια)
να δει τη λέπρα που τους κατατρώει.
στόματα λερά,
και τον αφήνουνε, (με το αζημίωτο βέβαια)
να δει τη λέπρα που τους κατατρώει.
Στα μάτια τους τ’ αλλοίθωρα
του ξένου η φάτσα φαίνεται
στραβή
και κάτω φτύνουν σαν εκείνος τους μιλά.
του ξένου η φάτσα φαίνεται
στραβή
και κάτω φτύνουν σαν εκείνος τους μιλά.
*
Die Bettler
Du wußtest nicht, was den Haufen
ausmacht. Ein Fremder fand
Bettler darin. Sie verkaufen
das Hohle aus ihrer Hand.
Sie zeigen dem Hergereisten
ihren Mund voll Mist,
und er darf (er kann es sich leisten)
sehn, wie ihr Aussatz frißt.
ihren Mund voll Mist,
und er darf (er kann es sich leisten)
sehn, wie ihr Aussatz frißt.
Es zergeht in ihren zerrührten
Augen sein fremdes Gesicht;
und sie freuen sich des Verführten
und speien, wenn er spricht.
Augen sein fremdes Gesicht;
und sie freuen sich des Verführten
und speien, wenn er spricht.
Rainer Maria Rilke, 1908