“Springtime below Taygetus” (2010)
Waking in this land of broken stones
the sun rising rosy-fingered
the gods slouching on their thrones
I feel peace as the dawn spreads
its many-hued blanket
out upon the dew
across the well-wheated plain.
Here once helots mass-enslaved
farmed so Spartiate soldiers
could hone and then harvest
their killing skills.
Now the morning birds in choral tones
greet me with their merriment
and the flowers brace me
with their colors
and their Greek colognes
while whispering,
“Today and every day
is your day.”
“Άνοιξη κάτω από τον Ταΰγετο” (2010)
Ξυπνώντας σε αυτή τη γη των σπασμένων λίθων,
με τον ήλιο να ανατέλλει με ρόδινα δάχτυλα,
και τους θεούς να κάθονται νωθρά στους θρόνους τους,
νιώθω γαλήνη καθώς η αυγή απλώνει
την πολύχρωμη κουβέρτα της
πάνω στη δροσιά
σε όλη την πεδιάδα, πλούσια σε σιτάρι.
Εδώ κάποτε οι είλωτες, μαζικά υποδουλωμένοι,
καλλιεργούσαν τα χωράφια, ώστε οι Σπαρτιάτες στρατιώτες να ακονίσουν και στη συνέχεια να δρέψουν τις δολοφονικές τους ικανότητες.
Τώρα, τα πρωινά πουλιά, με χορωδιακές φωνές,
με καλωσορίζουν με τη χαρά τους,
και τα λουλούδια με αφυπνίζουν
με τα χρώματα
και τα ελληνικά τους αρώματα,
και μου ψιθυρίζουν: «Σήμερα και κάθε μέρα
είναι η μέρα σου.»
“Alone at night Agia Barbara, Crete” (2017)
Where among the stars
and prowling planets,
Apollo’s mountains massed black
and Zeus’s clouds grouped gray,
Selene hit and run
Helios a long-gone sun,
do the breaths I take
fit or matter?
“Μόνος τη νύχτα, Αγία Βαρβάρα, Κρήτη” (2017)
Εκεί, ανάμεσα στα αστέρια
και στους περιπλανώμενους πλανήτες,
τα βουνά του Απόλλωνα, μαύρα,
και τα σύννεφα του Δία, γκρι,
η Σελήνη, που επιτίθεται και διαφεύγει,
ο Ήλιος, πια ένας ήλιος του παρελθόντος,
οι αναπνοές μου, άραγε,
έχουν σημασία;
“Round Midnight Athens” (1988)
Cities I have known
Athens late July
three dozen years ago.
The cold in the now Texas air
the feelings of cold in my fingers
the almost shiver my body
hesitates to make
what threshold of cold
must be crossed
before the hushed hint of a memory
forms as frost upon a window
or turns to nothing, lost?
Having no closet,
no jewelry box
no file folders
in my aphantasíacal mind,
I look to other senses
(metaphor ironic)
to revive what’s left behind
like the flotsam fishing-net light strings
that framed your head and face
like the words I never said
when she said, “no,” with not a trace
of kindness, curiosity or love;
just “No, I don’t want you to go with us”
for those first few days
on the northern trip.
Nineteen eighty-eight
is yesterday or tomorrow
a long time ago awaiting
the feelings that replay.
I walk the streets
of nighttime Athens
main and side
looking for no answer.
My walking is a mother
cradling my soul,
an infant child,
to soothe with movement
and soft-voiced breath
walking away
the hint of our love’s death
saying “no” gently to the thought
that love now does not exist.
The blind side
is always there.
You can feel it
in the cool dusk air
and in the ouzoed voices
from the outside chairs
of the working-class
kapheneia
and in the footsteps
barely sounding
on the crude cement
of sidewalk stairs
over traffic noise
in the exhaust-fume-
scented air.
Ahhh, the smell of petrol
in the evening
from the exhausts
of ill-tuned cars.
It smells like
temps perdu
and ἔρως
now άμμος,
σκόνη,
blown away.
‘’Μεσάνυχτα στην Αθήνα’’ (1988)
Πόλεις που γνώρισα
Αθήνα, τέλη Ιουλίου
τριάντα έξι χρόνια πριν.
Τώρα, το κρύο στον αέρα του Τέξας,
οι αισθήσεις του ψύχους στα δάχτυλά μου,
το σχεδόν ρίγος που το σώμα μου
διστάζει να νιώσει
ποιο όριο ψύχους
πρέπει να ξεπεραστεί
προτού η σιωπηρή υπόνοια μιας ανάμνησης
πάρει σχήμα σαν παγετός σε ένα παράθυρο
ή μετατραπεί σε τίποτα, χαμένη;
Μην έχοντας ντουλάπα,
χωρίς κουτί κοσμημάτων
χωρίς φακέλους
στον αφαντασιακό μου νου,
Αναζητώ άλλες αισθήσεις
(μεταφορικά, ειρωνικά)
να αναστήσω ό,τι έχει μείνει πίσω,
σαν τα ελαφριά νήματα ενός αλιευτικού δικτύου
που πλαισιώνουν το κεφάλι και το πρόσωπό σου,
σαν τα λόγια που ποτέ δεν είπα
όταν εκείνη είπε «όχι», χωρίς ούτε ίχνος
καλοσύνης, περιέργειας ή αγάπης,
μόνο «Όχι, δεν θέλω να μας συνοδεύεις»
εκείνες τις πρώτες λίγες μέρες
στο βόρειο ταξίδι.
Το 1988
είναι χθες ή αύριο,
ένα μακρινό παρελθόν που περιμένει
τα συναισθήματα που επαναλαμβάνονται.
Περπατώ στους δρόμους
της Αθήνας τη νύχτα,
κύριους και δευτερεύοντες,
χωρίς να αναζητώ απάντηση.
Το περπάτημά μου είναι σαν μητέρα
που λικνίζει την ψυχή μου,
σαν βρέφος,
καταπραΰνει με κίνηση
και με απαλό αναστεναγμό,
απομακρύνοντας
την υπόνοια του θανάτου της αγάπης μας,
λέγοντας μαλακά «όχι» στη σκέψη
ότι πλέον η αγάπη δεν υπάρχει.
Η κρυφή πλευρά
είναι πάντα εκεί.
Μπορείς να τη νιώσεις
στον δροσερό αέρα του λυκόφωτος
και στις με ούζο φωνές
από τις εξωτερικές καρέκλες
των εργατικών
καφενείων,
και στα βήματα
που μόλις ακούγονται
στο ακατέργαστο τσιμέντο
των σκαλοπατιών του πεζοδρομίου,
πάνω από τον θόρυβο της κυκλοφορίας,
στον αέρα με το άρωμα
των καυσαερίων.
Ααα, η μυρωδιά της βενζίνης
το βράδυ,
από τις εξατμίσεις
των κακοκουρδισμένων αυτοκινήτων.
Μυρίζει σαν
temps perdu (χαμένος χρόνος)
και ἔρως
τώρα άμμος,
σκόνη,
σκορπισμένη μακριά.