Scroll Top

Wallace Stevens (1879-1955)/Τρία Cantos από το Ένα συνηθισμένο βράδι στο Νιού Χέιβεν – Μετάφραση: Αντώνης Mπαλασόπουλος

ΙΙ
Πες πως τα σπίτια αυτά αποτελούνται από μας,
Ώστε να γίνονται μια πόλη ανεπαίσθητη,
Γεμάτη από καμπάνες Ανεπαίσθητες, από διαφάνειες ήχου,Που αντηχούν σε διαφανείς κατοικίες του εαυτού,
Σε ανεπαίσθητα οικήματα που μοιάζουν να κινούνται
Στην κίνηση των χρωμάτων του νου,

Η ροή της μακρινής φωτιάς και τα θαμπά κοίλα απ’ τις καμπάνες
Να συρρέουν σε μια αίσθηση πάνω στην οποία ισορροπούμε,
Χωρίς να νοιάζονται για τον χρόνο ή για το πού βρισκόμαστε,

Στη διαρκή αναφορά, αντικείμενο
Του διαρκούς στοχασμού, σημείο
Της ανθεκτικής, της ενορατικής αγάπης

Δυσδιάκριτης, με χρώματα είτε του ήλιου
Είτε του νου, αβέβαιης στις καθαρότερες καμπάνες,
Του πνεύματος οι ομιλίες, το ακαθόριστο,

Συγκεχυμένες εκλάμψεις κι αντηχήσεις,
Τόσο πολύ εμείς οι ίδιοι που δεν μπορούμε να διακρίνουμε
Την ιδέα και το ον που φέρει την ιδέα.

ΙΙ
Suppose these houses are composed of ourselves,
So that they become an impalpable town,
full of Impalpable bells, transparencies of sound,

Sounding in transparent dwellings of the self,
Impalpable habitations that seem to move
In the movement of the colors of the mind,

The far-fire flowing and the dim-coned bells
Coming together in a sense in which we are poised,
Without regard to time or where we are,

In the perpetual reference, object
Of the perpetual meditation, point
Of the enduring, visionary love,

Obscure, in colors whether of the sun
Or mind, uncertain in the clearest bells,
The spirit’s speeches, the indefinite,

Confused illuminations and sonorities,
So much ourselves, we cannot tell apart
The idea and the bearer-being of the idea.

VI
Η πραγματικότητα είναι η αρχή, όχι το τέλος,
Το γυμνό Άλφα, όχι το ιεροφαντικό Ωμέγα,
Της πυκνής περιβολής με αξίωμα, με υποτελείς φωτεινούς.Είναι το βρεφικό Α που στέκεται σε πόδια βρεφικά,
Όχι το στρεβλό, σκυφτό, πολύμαθο Z*,
Αυτός που πάντα γονατίζει στην άκρη του χώρου

Στις ωχρές αντιλήψεις των αποστάσεών του.
Το Άλφα φοβάται τους ανθρώπους ή αλλιώς τους ανθρώπους του Ωμέγα
Ή αλλιώς την παράτασή του στο ανθρώπινο.

Αυτοί οι χαρακτήρες βρίσκονται γύρω μας στη σκηνή.
Για τον έναν είναι αρκετό· για τον άλλο δεν είναι·
Για κανέναν απ’ τους δυο δεν είναι βαθιά απουσία

Εφόσον και οι δυο διορίζουν τον εαυτό τους εξίσου εκλεκτούς
Θεματοφύλακες του κλέους της σκηνής,
Άμωμους διερμηνείς της ζωής.

Αλλά αυτή είναι η διαφορά: στο τέλος και στον δρόμο
Προς το τέλος. Το Άλφα εξακολουθεί ν’ αρχίζει.
Το Ωμέγα ανανεώνεται σε κάθε τέλος.

* Το “Z” (ζήτα) είναι το τελικό γράμμα στο αγγλικό αλφάβητο και συνεπώς αντίστοιχο του ελληνικού ωμέγα.

VI
Reality is the beginning not the end,
Naked Alpha, not the hierophant Omega,
Of dense investiture, with luminous vassals.

It is the infant A standing on infant legs,
Not twisted, stooping, polymathic Z,
He that kneels always on the edge of space

In the pallid perceptions of its distances.
Alpha fears men or else Omega’s men
Or else his prolongations of the human.

These characters are around us in the scene.
For one it is enough; for one it is not;
For neither is it profound absentia,

Since both alike appoint themselves the choice
Custodians of the glory of the scene,
The immaculate interpreters of life.

But that’s the difference: in the end and the way
To the end. Alpha continues to begin.
Omega is refreshed at every end.

IX
Επιστρέφουμε κι επιστρέφουμε διαρκώς
Στο πραγματικό: στο ξενοδοχείο αντί για τους ύμνους
Που πέφτουν πάνω του μέσα απ’ τον άνεμο. Αναζητούμε

Το ποίημα της καθαρής πραγματικότητας, ανέγγιχτο
Από τροπικότητα ή απόκλιση, ευθύ προς τη λέξη,
Ευθύ προς το καθηλωτικό αντικείμενο, στο αντικείμενο

Στο ακριβέστερο σημείο στο οποίο είναι ο εαυτός του,
Καθηλωτικό επειδή είναι καθαρά αυτό που είναι,
Μια θέα του Νιού Χέιβεν, ας πούμε, μέσα απ’ το βέβαιο μάτι,

Το μάτι που διαυγάστηκε από αβεβαιότητα, με την όραση
Του απλώς οράν, χωρίς αντανάκλαση.
Δεν αναζητούμε Τίποτε πέρα απ’ την πραγματικότητα. Μέσα της,

Τα πάντα, περιλαμβανομένης της αλχημείας του πνεύματος,
Περιλαμβανομένου του πνεύματος που προχωρά ολόγυρα
Και μέσω, όχι απλά του ορατού,

Του στέρεου, αλλά του κινητού, της στιγμής,
Της άφιξης των γιορτών και των ενδυμάτων των αγίων,
Των σχημάτων στους ουρανούς και του νυχτερινού αέρα ψηλά.

IX
We keep coming back and coming back
To the real: to the hotel instead of the hymns
That fall upon it out of the wind. We seek

The poem of pure reality, untouched
By trope or deviation, straight to the word,
Straight to the transfixing object, to the object

At the exactest point at which it is itself,
Transfixing by being purely what it is,
A view of New Haven, say, through the certain eye,

The eye made clear of uncertainty, with the sight
Of simple seeing, without reflection.
We seek Nothing beyond reality. Within it,

Everything, the spirit’s alchemicana
Included, the spirit that goes roundabout
And through included, not merely the visible,

The solid, but the movable, the moment,
The coming on of feasts and the habits of saints,
The pattern of the heavens and high, night air.