ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΡΟΔΟ
(Στον José Gorostiza)
Εγώ επίσης μιλώ για το ρόδο.
Όμως το ρόδο μου δεν είναι το παγερό ρόδο,
ούτε εκείνο με δέρμα βρέφους,
ούτε το ρόδο που γυρίζει
τόσο αργά που η κίνηση του
είναι ένα σχήμα της νηνεμίας μυστηριώδες.
Δεν είναι το διψασμένο ρόδο,
ούτε η αιμάσσουσα λαβωματιά,
ούτε το στεφανωμένο με αγκάθια ρόδο,
ούτε της ανάστασης το ρόδο.
Δεν είναι το ρόδο των γυμνών πετάλων,
ούτε το κλειστό ρόδο,
ούτε η μεταξένια φλόγα,
αλλά ούτε και της πυρπόλησης το ρόδο.
Δεν είναι το ρόδο ανεμοδείκτης,
ούτε η μυστική πληγή ,
ούτε το συνεπές ρόδο που σημαίνει την ώρα,
ούτε το ναυτικό ρόδο πυξίδα.
Όχι, όχι δεν είναι το άλικο ρόδο,
παρά το αδημιούργητο ρόδο,
το βυθισμένο ρόδο,
το νυχτερινό,
το άυλο ρόδο,
το κούφιο ρόδο.
Είναι το ρόδο της αφής μες στους ζόφους ,
είναι το ρόδο που ελαύνει φλεγόμενο,
το ρόδο των ροδαλών νυχιών,
το ρόδο κόμπος των άπληστων δαχτύλων,
το δακτυλικό ρόδο,
το τυφλό ρόδο.
Είναι το ρόδο εκμαγείο της ακοής,
το ρόδο αυτί,
το σπιράλ του θορύβου,
το ρόδο κοχύλι παντοτινά εγκαταλελειμμένο
στου μαξιλαριού τον πιο υψωμένο αφρό.
Είναι το ενσαρκωμένο ρόδο του στόματος,
το ρόδο που μιλάει ξυπνητό,
σαν να ‘ταν κοιμώμενο.
Είναι το μισάνοιχτο ρόδο
απ’ όπου αναβλύζει η σκιά,
το ρόδο σπλάχνο
που μαζεύεται και επεκτείνεται
αναπολούμενο, επικαλούμενο, προορισμένο,
είναι το χειλικό ρόδο,
το ρόδο τραύμα.
Είναι το ρόδο που ανοίγει τα βλέφαρα
το άγρυπνο ρόδο, το ξέσκεπο,
το μαδημένο ρόδο της αϋπνίας.
Είναι το ρόδο του καπνού,
το ρόδο της τέφρας,
το μαύρο ρόδο του άνθρακα διαμαντιού,
που σιωπηλό διατρυπάει τα ερέβη
κι εντός του διαστήματος δεν καταλαμβάνει χώρο .
NOCTURNA ROSA
(a José Gorostiza)
Yo también hablo de la rosa.
Pero mi rosa no es la rosa fría
ni la de piel de niño,
ni la rosa que gira
tan lentamente que su movimiento
es una misteriosa forma de la quietud.
No es la rosa sedienta,
ni la sangrante llaga,
ni la rosa coronada de espinas,
ni la rosa de la resurrección.
No es la rosa de pétalos desnudos,
ni la rosa encerada,
ni la llama de seda,
ni tampoco la rosa llamarada.
No es la rosa veleta,
ni la úlcera secreta,
ni la rosa puntual que da la hora,
ni la brújula rosa marinera.
No, no es la rosa rosa
sino la rosa increada,
la sumergida rosa,
la nocturna,
la rosa inmaterial,
la rosa hueca.
Es la rosa del tacto en las tinieblas,
es la rosa que avanza enardecida,
la rosa de rosadas uñas,
la rosa yema de los dedos ávidos,
la rosa digital,
la rosa ciega.
Es la rosa moldura del oído,
la rosa oreja,
la espiral del ruido,
la rosa concha siempre abandonada
en la más alta espuma de la almohada.
Es la rosa encarnada de la boca,
la rosa que habla despierta
como si estuviera dormida.
Es la rosa entreabierta
de la que mana sombra,
la rosa entraña
que se pliega y expande
evocada, invocada, abocada,
es la rosa labial,
la rosa herida.
Es la rosa que abre los párpados,
la rosa vigilante, desvelada,
la rosa del insomnio desojada.
Es la rosa del humo,
la rosa de ceniza,
la negra rosa de carbón diamante
que silenciosa horada las tinieblas
y no ocupa lugar en el espacio.
*
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
(Στον Salvador Novo)
Ούτε η σιωπή σου κρυστάλλου άτεγκτου τού σκληρού βράχου,
ούτε το ψύχος του χεριού που μου τείνεις,
ούτε οι αφυδατωμένες σου λέξεις, δίχως χρόνο και χρώμα,
ούτε το όνομα μου, ούτε καν το όνομά μου,
που υπαγορεύεις σαν ψηφίο γυμνό από νόημα ˙
ούτε η βαθιά πληγή, ούτε το αίμα
που αναβλύζει απ’ τα χείλη σου, δονούμενο,
ούτε η απόσταση ολοένα και ψυχρότερη
σεντόνι χιόνι σε νοσοκομείο χειμώνα
απλωμένο ανάμεσα στους δύο όπως η αμφιβολία ˙
Τίποτα, τίποτα δεν θα μπορέσει να ‘ναι πιο πικρό
απ’ τη θάλασσα μέσα μου, μόνη και τυφλή,
η αρχαία οιδιπόδεια θάλασσα που με διατρέχει
ψηλαφώντας με μέσα απ’ όλους τους αιώνες,
όταν το αίμα μου δεν ήταν ακόμη το αίμα μου,
όταν το δέρμα μου μεγάλωνε στο δέρμα άλλου σώματος,
όταν κάποιος ανάσανε αντί για μένα
που ακόμη δεν είχα γεννηθεί.
Η θάλασσα που ανεβαίνει βουβή ως τα χείλη μου,
η θάλασσα που με υπερχειλίζει
με το θανατηφόρο φαρμάκι που δεν σκοτώνει
αφού παρατείνει τη ζωή και πονάει απ’ τον πόνο περισσότερο.
Η θάλασσα που κάνει μια δουλειά αργή κι αργοκίνητη
σμιλεύοντας στου στήθος μου το σπήλαιο
τον οργισμένο γρόνθο της καρδιάς μου.
Θάλασσα χωρίς άνεμο κι ουρανό,
χωρίς κύματα, ερημωμένη,
νυχτερινή θάλασσα δίχως αφρό στα χείλη,
νυχτερινή θάλασσα χωρίς μένος, συμβιβασμένη
με το να γλύφει τους τοίχους που την κρατά φυλακισμένη
και σκλάβα που δεν σπάει τις όχθες της
και τυφλή που δεν γυρεύει το φως που της κλέψανε
και ερωμένη που δεν θέλει παρά να ‘ναι ανέραστη.
Θάλασσα που παρασέρνει σιωπηλά απορρίμματα,
λησμονιές ξεχασμένες και πεθυμιές
συλλαβές αναμνήσεων και μνησικακίες,
πνιγμένα όνειρα νεογέννητων ,
διαγράμματα και αρώματα ακρωτηριασμένα,
ίνες φωτός και ναυαγισμένες κόμες.
Θάλασσα πικρή νυχτερινή
που κυκλοφορεί σε στενωπούς
κοραλλένιων αρτηριών και ριζωμάτων και φλεβών
και τριχωτών μεδουσών.
Θάλασσα που υφαίνει στη σκιά το πλωτό της πλεκτό
με γαλάζιες βελόνες που ‘χουν πάνω τους περασμένες
νεύρα νήματα και τεντωμένα κορδόνια
Θάλασσα πικρή νυχτερινή
που υγραίνει τη γλώσσα μου με το αργό της σάλιο,
που κάνει να μεγαλώνουν τα νύχια μου με τη δύναμη
της σκοτεινής παλίρροιας.
Το αυτί μου ακολουθεί τον μυστικό ψιθυρισμό της
ακούω τα βράχια της να μεγαλώνουν και τα φυτά της
που μακραίνουν ολοένα πιο πολύ τα δάχτυλα χείλη της.
Την κουβαλώ μέσα μου όπως μια τύψη
αμαρτία ξένη και μυστηριώδες όνειρο,
και τη νανουρίζω και τη κοιμίζω
και την κρύβω και την προσέχω και το μυστικό της κρατώ.
NOCTURNO MAR
(a Salvador Novo)
Ni tu silencio duro cristal de dura roca,
ni el frío de la mano que me tiendes,
ni tus palabras secas, sin tiempo ni color,
ni mi nombre, ni siquiera mi nombre
que dictas como cifra desnuda de sentido;
ni la herida profunda, ni la sangre
que mana de sus labios, palpitante,
ni la distancia cada vez más fría
sábana nieve de hospital invierno
tendida entre los dos como la duda;
nada, nada podrá ser más amargo
que el mar que llevo dentro, solo y ciego,
el mar antiguo edipo que me recorre a tientas
desde todos los siglos,
cuando mi sangre aún no era mi sangre,
cuando mi piel crecía en la piel de otro cuerpo,
cuando alguien respiraba por mí que aún no nacía.
El mar que sube mudo hasta mis labios,
el mar que me satura
con el mortal veneno que no mata
pues prolonga la vida y duele más que el dolor.
El mar que hace un trabajo lento y lento
forjando en la caverna de mi pecho
el puño airado de mi corazón.
Mar sin viento ni cielo,
sin olas, desolado,
nocturno mar sin espuma en los labios,
nocturno mar sin cólera, conforme
con lamer las paredes que lo mantienen preso
y esclavo que no rompe sus riberas
y ciego que no busca la luz que le robaron
y amante que no quiere sino su desamor.
Mar que arrastra despojos silenciosos,
olvidos olvidados y deseos,
sílabas de recuerdos y rencores,
ahogados sueños de recién nacidos,
perfiles y perfumes mutilados,
fibras de luz y náufragos cabellos.
Nocturno mar amargo
que circula en estrechos corredores
de corales arterias y raíces y venas
y medusas capilares.
Mar que teje en la sombra su tejido flotante,
con azules agujas ensartadas
con hilos nervios y tensos cordones.
Nocturno mar amargo
que humedece mi lengua con su lenta saliva,
que hace crecer mis uñas con la fuerza
de su marea oscura.
Mi oreja sigue su rumor secreto,
oigo crecer sus rocas y sus plantas
que alargan más y más sus labios dedos.
Lo llevo en mí como un remordimiento,
pecado ajeno y sueño misterioso,
y lo arrullo y lo duermo
y lo escondo y lo cuido y le guardo el secreto.
*
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ
Τα πάντα μες στη νύχτα ζουν μια μυστική αμφιβολία:
η σιωπή κι ο θόρυβος, ο χρόνος και ο χώρος.
Ακίνητοι κοιμώμενοι ή ξύπνιοι υπνοβάτες
δεν μπορούμε τίποτα ενάντια στη μυστική αναστάτωση.
Και δεν αρκεί να κλείσεις τα μάτια μες στη σκιά
ούτε να τα βυθίσεις στο όνειρο έτσι που να μην κοιτάς πια
γιατί στη σκληρή σκιά και στο σπήλαιο του ύπνου
το ίδιο νυχτερινό φως μας αποκαλύπτει και πάλι.
Τότε, με το βήμα ενός κοιμώμενου ξύπνιου
δίχως κατεύθυνση και χωρίς αντικείμενο αρχινάμε το βάδισμα.
Η νύχτα χύνει πάνω μας το μυστήριο της
και κάτι μας λέει πως ο θάνατος είναι ξύπνημα.
Και ποιος μες στους ίσκιους ενός έρημου δρόμου
στον τοίχο, καθρέφτη χλωμού της μοναξιάς,
δεν έχει δει τον εαυτό να περνά ή να πάει να βρεθεί μαζί του
και δεν έχει νιώσει φόβο, αγωνία, θανάσιμη αμφιβολία;
Τον φόβο του να μην είσαι παρά ένα σώμα αδειανό
που κάποιος, εγώ ο ίδιος ή όποιος άλλος, μπορεί να γεμίσει
και η αγωνία να βρεθείς έξω από σένα, ζώντας,
και η αμφιβολία τού αν είσαι ή δεν είσαι πραγματικότητα.
NOCTURNO MIEDO
Todo en la noche vive una duda secreta:
el silencio y el ruido, el tiempo y el lugar.
Inmóviles dormidos o despiertos sonámbulos
nada podemos contra la secreta ansiedad.
Y no basta cerrar los ojos en la sombra
ni hundirlos en el sueño para ya no mirar,
porque en la dura sombra y en la gruta del sueño
la misma luz nocturna nos vuelve a desvelar.
Entonces, con el paso de un dormido despierto,
sin rumbo y sin objeto nos echamos a andar.
La noche vierte sobre nosotros su misterio,
y algo nos dice que morir es despertar.
¿Y quién entre las sombras de una calle desierta,
en el muro, lívido espejo de soledad,
no se ha visto pasar o venir a su encuentro
y no ha sentido miedo, angustia, duda mortal?
El miedo de no ser sino un cuerpo vacío
que alguien, yo mismo o cualquier otro, puede ocupar,
y la angustia de verse fuera de sí, viviendo,
y la duda de ser o no ser realidad.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο Xavier Villaurrutia (México, 1903-1950) ήταν μια εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα που ασχολήθηκε με σχεδόν όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, κινηματογραφικό σενάριο, διήγημα, μυθιστόρημα και μετάφραση. Επίσης ήταν ο εκδότης, μαζί με τον Salvador Novo, δύο σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών που αποτελούν πλέον σημεία αναφοράς για τη μεξικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, και γύρω από τα οποία συγκεντρώθηκαν τα πιο σημαντικά ονόματα της εποχής:To περιοδικό Ulises (το όνομα είναι ένας φόρος τιμής στον Ιρλανδό συγγραφέα James Joyce) και το περιοδικόContemproraneos.
Στην ποίηση του, ο θάνατος (θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές σε όλα τα μήκη και τα πλάτης της ισπανόφωνης ποίησης) γίνεται αντιληπτός και παρουσιάζεται σαν ένα ξύπνημα. Η συγκεκριμένη αντίληψη, ως ποιητική σύλληψη, συνομιλεί με το πιο γνωστό έργο του σπουδαίου Ισπανού δραματουργού του 17ου αιώνα, Calderón de la Barca (1600-1681), που παραλληλίζει τη ζωή σαν ένα όνειρο («La vida es un sueño»). Παράλληλα αποτελεί έμμεση αναφορά στις θεωρίες του Φρόυντ, που στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα έχουν μεγάλη απήχηση, και ειδικά εκείνη του φροϋδικού ολισθήματος (lapsus). Έτσι, ο θάνατος στην ποιητική του Xavier Villaurrutia αποκτά έναν φαντασμαγορικό χαρακτήρα και συχνά μετατρέπεται σε καθρέφτη όπου κάποιος συναντιέται αέναα με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής, Octavio Paz (1914-1998),θα πει, μεταξύ άλλων, για την ποίηση του Villaurruita πως είναι μια ποίηση μοναχική για μοναχικούς, μακριά από επιρροές των πολιτικών ιδεολογιών και πως οι ποιητικές του εμμονές, εκτός από τη μοναξιά, είναι το όνειρο, η αϋπνία, η αγονία, ο θάνατος˙ αλλά και ο έρωτας, «το μεγάλο φετίχ του αιώνα», όποτε εμφανίζεται, εμφανίζεται σαν μυστικό πάθος.
Το ποιητικό του έργο, αν και μικρό σε έκταση, τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς ποιητές της χώρας του.
Σπούδασε τη δραματική τέχνη στο Πανεπιστήμιο του Yale με μια υποτροφία που πήρε από το ίδρυμα Rockfeller (1935).