ΩΣ ΓΟΝΟΣ ΤΩΝ ΚΙΧΛΙΔΩΝ
Κυρίως θυμάμαι το χιόνι.
Καθόμασταν με τους αγκώνες στο τζάμι
κοιτώντας το απέραντο λευκό
όταν στρατιώτες έσπασαν την πόρτα.
Είχα ίσα ίσα αρκετό χρόνο
για να σύρω μέχρι το ντουλάπι τη μικρή μου αδελφή.
Καθώς κρυβόμασταν
κάθε ανάσα πονούσε
σαν να με τρυπούσε ξιφολόγχη.
Φοβόμουν ότι θα μου διαπεράσει τα πλευρά.
Μετά τελείωσε.
Θα μας βρουν, ούρλιαξε η μικρή αδελφή μου.
Σφάλισα σφιχτά τα μάτια
για να μη δω τι θα της έκαναν.
Λένε ότι στη μεγαλύτερη ανάγκη
κάποιος μπορεί ν’ ακούσει τη φωνή του Θεού.
Ίσως δεν μιλάς, Κύριε,
γιατί δεν μας κουβαλάς
στην παλάμη του χεριού σου, αλλά στο στόμα σου
όπως οι κιχλίδες κουβαλούν τα μικρά τους.
Οι στρατιώτες με έσυραν έξω στον κήπο,
μου άνοιξαν τα πόδια,
μπούκωσαν με χιόνι το στόμα μου για να πνίξουν
την παράξενη, παρατεταμένη μου κραυγή. Στην αρχή
δεν ήξερα ότι προερχόταν από μένα. Σκέφτηκα
ένας ποντικός σφήνωσε ανάμεσα στη μόνωση και στην οροφή,
στριγγλίζοντας,
χτύπησε το κεφάλι του μέχρι που μάτωσε και κόλλησε.
Αλλά όταν οι στρατιώτες γέμισαν το στόμα μου με χιόνι
κατάλαβα ότι ο ήχος προερχόταν από μένα.
Το χιόνι έλιωσε,
το λασπόχιονο έσταζε στον λαιμό μου.
Είχε τη γεύση του χιονιού όταν έπεφτε
και η μικρή αδελφή μου κι εγώ
το ακουμπούσαμε στη γλώσσα μας.
Αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος
τίποτε δεν έχει πια την ίδια γεύση,
ούτε η σούπα της μητέρας,
ούτε το σπογγώδες κέικ της γιαγιάς.
Όμως η γεύση του χιονιού δεν άλλαξε καθόλου.
Η μητέρα λέει πως ο Θεός μας κουβαλά
στην παλάμη του χεριού Του όχι στο στόμα Του.
Καθώς ξαπλώνω στο κρύο έδαφος
σκέφτομαι τη θέρμη της παλάμης σου, Κύριε.
Όταν οι στρατιώτες τέλειωσαν, σηκώθηκαν επάνω,
δεν είπαν τίποτε, έμειναν σιωπηλοί.
Τα βουνά τρυπούν τον ουρανό
όπως τα δόντια δαγκώνουν τα χείλη
ενός ανθρώπου που καταπνίγει μία κραυγή.
Κυρίως θυμάμαι το χιόνι.
Καθόμασταν με τους αγκώνες στο τζάμι
κοιτώντας το απέραντο λευκό
όταν στρατιώτες έσπασαν την πόρτα.
Είχα ίσα ίσα αρκετό χρόνο
για να σύρω μέχρι το ντουλάπι τη μικρή μου αδελφή.
Καθώς κρυβόμασταν
κάθε ανάσα πονούσε
σαν να με τρυπούσε ξιφολόγχη.
Φοβόμουν ότι θα μου διαπεράσει τα πλευρά.
Μετά τελείωσε.
Θα μας βρουν, ούρλιαξε η μικρή αδελφή μου.
Σφάλισα σφιχτά τα μάτια
για να μη δω τι θα της έκαναν.
Λένε ότι στη μεγαλύτερη ανάγκη
κάποιος μπορεί ν’ ακούσει τη φωνή του Θεού.
Ίσως δεν μιλάς, Κύριε,
γιατί δεν μας κουβαλάς
στην παλάμη του χεριού σου, αλλά στο στόμα σου
όπως οι κιχλίδες κουβαλούν τα μικρά τους.
Οι στρατιώτες με έσυραν έξω στον κήπο,
μου άνοιξαν τα πόδια,
μπούκωσαν με χιόνι το στόμα μου για να πνίξουν
την παράξενη, παρατεταμένη μου κραυγή. Στην αρχή
δεν ήξερα ότι προερχόταν από μένα. Σκέφτηκα
ένας ποντικός σφήνωσε ανάμεσα στη μόνωση και στην οροφή,
στριγγλίζοντας,
χτύπησε το κεφάλι του μέχρι που μάτωσε και κόλλησε.
Αλλά όταν οι στρατιώτες γέμισαν το στόμα μου με χιόνι
κατάλαβα ότι ο ήχος προερχόταν από μένα.
Το χιόνι έλιωσε,
το λασπόχιονο έσταζε στον λαιμό μου.
Είχε τη γεύση του χιονιού όταν έπεφτε
και η μικρή αδελφή μου κι εγώ
το ακουμπούσαμε στη γλώσσα μας.
Αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος
τίποτε δεν έχει πια την ίδια γεύση,
ούτε η σούπα της μητέρας,
ούτε το σπογγώδες κέικ της γιαγιάς.
Όμως η γεύση του χιονιού δεν άλλαξε καθόλου.
Η μητέρα λέει πως ο Θεός μας κουβαλά
στην παλάμη του χεριού Του όχι στο στόμα Του.
Καθώς ξαπλώνω στο κρύο έδαφος
σκέφτομαι τη θέρμη της παλάμης σου, Κύριε.
Όταν οι στρατιώτες τέλειωσαν, σηκώθηκαν επάνω,
δεν είπαν τίποτε, έμειναν σιωπηλοί.
Τα βουνά τρυπούν τον ουρανό
όπως τα δόντια δαγκώνουν τα χείλη
ενός ανθρώπου που καταπνίγει μία κραυγή.
ΑS ΤΗΕ OFFSPRING OF ΤΗΕ KICHLIDS
I mostly remember the snow.
We elbowed on the windowsill,
staring at the infinite whiteness
when the soldiers broke the door in.
I had just enough time
to drag my little sister to the pantry
While we were hiding
each breath hurt as if a
bayonet was stabbing me.
I worried that it could pierce between my ribs.
Then it was over.
They’ll find us, my little sister screamed.
I squeezed my eyes shut so as
not to see what they would do to her
It’s said that in the greatest need
one can hear God’s voice.
Perhaps you don’t speak, my Lord,
because you don’t carry us
in the palm of your hand, but in your mouth,
the way cichlids carry their offspring.
The soldiers dragged me out to the garden,
spread my legs.
stuffed snow in my mouth to stifle my weird,
prolonged scream. At first I didn’t
know it came from me. I thought
a rat got stuck between
the insulation and the roof, squealing,
struck its head until it was bloody and stuck.
But when the soldiers stuffed my mouth with snow
I realized the sound came from me.
The snow melted,
the slush dripping down my throat.
It tasted like the falling snow
my little sister and
I caught on our tongues.
Since the war began
nothing tastes the same,
not my mother’s soup,
not my granny’s sponge cake.
But the taste of snow didn’t change at all.
My mother said God carries us
in the palm of His hand,
not in His mouth.
Lying on the cold ground,
I am thinking of the warmth of your palm, my Lord.
When the soldiers finished, they stood up,
said nothing, remained silent.
The mountains drill the sky
the way teeth bite the lips
of a man suppressing a cry.
We elbowed on the windowsill,
staring at the infinite whiteness
when the soldiers broke the door in.
I had just enough time
to drag my little sister to the pantry
While we were hiding
each breath hurt as if a
bayonet was stabbing me.
I worried that it could pierce between my ribs.
Then it was over.
They’ll find us, my little sister screamed.
I squeezed my eyes shut so as
not to see what they would do to her
It’s said that in the greatest need
one can hear God’s voice.
Perhaps you don’t speak, my Lord,
because you don’t carry us
in the palm of your hand, but in your mouth,
the way cichlids carry their offspring.
The soldiers dragged me out to the garden,
spread my legs.
stuffed snow in my mouth to stifle my weird,
prolonged scream. At first I didn’t
know it came from me. I thought
a rat got stuck between
the insulation and the roof, squealing,
struck its head until it was bloody and stuck.
But when the soldiers stuffed my mouth with snow
I realized the sound came from me.
The snow melted,
the slush dripping down my throat.
It tasted like the falling snow
my little sister and
I caught on our tongues.
Since the war began
nothing tastes the same,
not my mother’s soup,
not my granny’s sponge cake.
But the taste of snow didn’t change at all.
My mother said God carries us
in the palm of His hand,
not in His mouth.
Lying on the cold ground,
I am thinking of the warmth of your palm, my Lord.
When the soldiers finished, they stood up,
said nothing, remained silent.
The mountains drill the sky
the way teeth bite the lips
of a man suppressing a cry.
(Translated by Gábor Gyukics)