Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΥΚΛΑ ΟΛΥΜΠΙΑ
Τα φώτα της αίθουσας
χαμηλώνουν αργά,
λες
μάτια ερωτευμένων.
Όταν η Κόρη
τη μελωδία υψώνει,
οι νότες,
ανέρχονται οιωνοί.
Έξαφνα
στο γύρισμα της ρίμας
βουβαίνεται
η Κελαδεινή.
Από τα θεωρεία
ο κόσμος,
παίζει το νόμισμα,
ζει για δεν ζει.
Μέσ’ από τον λαβύρινθο
της ακοής,
οργανοπαίχτης δαίμονας,
έτοιμο κρατά το κλειδί.
Κουρντίζει.
Με μια, με δυο,
στην τρίτη τη στροφή.
Η Μονωδός
από της γης
την άδηλη αναπνοή,
γλιστρά και ψέλνει πάλι:
Απ’ την οικονομία
της ψυχής
γεννιέται η σιωπή.
Το πλήθος απορεί
και ψιθυρίζει,
γι’ απαγωγή φωνής.