Scroll Top

ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ

 ΑΜΕΙΛΙΚΤΟ ΝΕΡΟ

Χαιρόσουν
όταν έριχνες τα Σάββατα
γάργαρο το νερό
επάνω στο μωσαϊκό και τα πλακάκια.
Απ’ το μπαλκόνι σου έτρεχαν καταρράχτες.
Στο μέτωπό σου κόμποι ίδρωτα.
Το σπίτι έλαμπε από καθαριότητα.
Εσύ από χαρά.

Γελούσες όπως πότιζες τον μυστικό σου κήπο
να βρουν οι πεταλούδες χρώματα
στις μαργαρίτες και τα φασολάκια.

Τώρα στο γκρίζο και ξερό δωμάτιο
λείπει η χαρά, τα έντομα, το χρώμα και το βλέμμα.
Δεν έχει ψυχανθή και λεπιδόπτερα στον θάλαμο.
Δυό πεταλούδες μοναχά
αμείλικτο νερό φαρμάκι
στάζουνε στις φλέβες

καθώς ο θάνατος
απ’ την περίσσια οξυγόνου μεθυσμένος
και τη νίκη του
καθάριος στον αέρα αιωρείται
πάνω απ’ το σταυρωμένο σώμα.