Scroll Top

ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ

Γράφει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος

Νιώθω παράξενα σήμερα, καθώς προσπαθώ, οι σημειώσεις με τις σκέψεις και τα σχόλιά μου για τα πενήντα ποιήματα της συλλογής ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ, της Δήμητρας Χριστοδούλου, να συγκροτήσουν ένα ενιαίο κείμενο για τις ανάγκες αυτής της παρουσίασης. Ο τηλεοπτικός δέκτης δίπλα μου ανοιχτός εικονοποιεί το δράμα με τους πρόσφυγες και παγώνει το αίμα. Ακροβατώ χωρίς σκοινί δίχως βεβαιότητες πια για το θαυμαστό εθνικό αφήγημα και τον εθισμό στη βλάβη. Πληθαίνουν γύρω μου νεκροί χωρίς ονόματα κι απελπισμένοι στο βωμό της σωτηρίας, αποσαθρώνουν τους μικρόκοσμους, γκρεμίζοντας με ματωμένα χέρια τα δικά μας πρόσωπα. Και πάνω στην ώρα μια ανάρτηση στο fb της ποιήτριας: «Ποιος χαρταετός, ποια Καθαρά Δευτέρα…”Περίλυπος εστί η ψυχή μου…” Σφιγμένη είναι η καρδιά όλων μας, πιστεύω. Από τη μια τα αναρίθμητα πλήθη των δυστυχισμένων που σπρώχνονται επιθετικά προς στη χώρα μας, από την άλλη η εξαντλημένη πια αντοχή των νησιωτών, το αδιέξοδο, ο γενικευμένος τρόμος. Η πολιτική μας ηγεσία ερίζουσα και ανεπαρκής. Η διεθνής αδιαφορία. Θα κρατήσουμε την ψυχραιμία μας; Θα καλλιεργήσουμε τον συναινετικό λόγο; Θα συντηρήσουμε αναμμένη τη φλόγα του ανθρωπισμού μαζί με την ανησυχία και τον πόνο για τον τόπο μας; Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, αλήθεια…»

Αγαπητή Δήμητρα, δεν έχω απάντηση, παρά μόνο μια σκέψη, ιδιαιτέρως παρηγορητική για εμένα: Ποίηση είναι και η φωνή των άλλων…

Με τη σκέψη αυτή ξαναπιάνω το νήμα κι επιστρέφω σ’ ό,τι αποκόμισα από το ταξίδι στον ποιητικό λόγο της Δήμητρας Χριστοδούλου.

Θα μπορούσε να είναι προτροπή, ή σύνθημα, ανάμεσα στα τόσα που φυλλορροούν κι εναποτίθενται στη εύφορη πεδιάδα του νου για να εκκολαφτούν και να καρπίσουν ως όροι ζωής. Όμως η διαδρομή, είναι ένας χρόνος που μετριέται αντίστροφα και χτίζει το τέλος, τη σιωπή, αφού η φυσική θλίψη, είναι ο θησαυρός του καθενός, κι αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτηση καμιά. Όμως, πώς φτάνουμε ως εκεί και τι να σημαίνουν οι χτύποι, μήπως είναι η ηχώ των καθημερινών πραγμάτων, ή το κολαστήριο της πραγματικότητας;

Η ποιήτρια με τους ποιητικούς της τρόπους καταφέρνει να συγκινήσει και να αποδιοργανώσει τις όποιες σίγουρες απαντήσεις. Μας αφήνει να αισθανθούμε και να κουραστούμε στο πέλαγος κι όχι σε κάποια απάνεμη ακτή. Η ζωή μας λέει είναι αλλού, εκεί που αναγνωρίζεις την αλήθεια και κατακτάς τη συγκίνηση. Οι τρεις θεματικοί άξονες πάνω στους οποίους αναπτύσσεται η ποιητική της είναι, το αστικό τοπίο –ο δημόσιος χώρος της πόλης, τα παιδιά ως φορείς της συνέχειας της ζωής, αλλά και ως τα έχοντα την αρμοδιότητα και το θάρρος να κατανοήσουν τον απευθυντικό λόγο της ποιήτριας και τέλος η υπαρξιακή αγωνία, το επέκεινα του βίου.

Προσκεκλημένη στο Αρχοντόσπιτο, βρίσκει Ένα θρυμματισμένο βάζο/ Και μια κηλίδα από λυγμό/ Και το γρασίδι πατημένο[…]Κάποια ανθέμια από χρυσάφι/ που ζούσανε στην οροφή/ Τα σύλησε η ανατροφή μου:/ Στη θέση μου έπρεπε να μείνω/ Ένα παιδί που τρέφει πένθος/ Αντί τα οστά μου, Κόκαλο Σουπιάς. Αριστοτεχνικά η Δήμητρα Χριστοδούλου στήνει το σκηνικό της παρακμής των πραγμάτων και των ανθρώπων με το πέρασμα του χρόνου κι αφήνει …σφίγγοντας όρθια το μπαστούνι/ Κυρία πια, με το μελάνι, τη θλίψη/αλήθεια στις εξώθυρες των παιδιών, όχι κουνώντας τους το δάχτυλο, αλλά το μυρωδάτο λίκνο.

Μιλάει για την προκλητική απάθεια των εφησυχασμένων, για τη σύντομη ευημερία του μικροαστού πολίτη που απολαμβάνει το μοναχικό του κύρος ως έκπληκτος θεατής της προσδοκίας του:

Είναι οι ώρες του απογεύματος/ Που ο ήλιος κάθεται μες στη ζεστή του στάχτη./ Κι ο γείτονας παχύς και απελπισμένος/ Κάθεται μες στην πολυθρόνα του./ Βλέπει μονάχος του το ματς/ Κι ανοίγει τη δεύτερή μπίρα του./ Στον ουρανό απλώνεται λαδιά/ Από μικροχαρές, μικροβλαστήμιες/ Από μισόλογα νυσταγμένων περιστεριών./ Τα χουν μπουκώσει σπόρια οι τουρίστες/ Προτού κι αυτοί και ο Άγνωστος Στρατιώτης/ Φωτογραφηθούν με το χάρο.[…]

Στις μικρές στιγμές της βιωτής των ανθρώπων η ποιήτρια αντικρίζει τα φθαρμένα υλικά της ρουτίνας, το εμφιαλωμένο χρέος των αστών που μηρυκάζουν την ασφάλεια και σωτηρία τους, αδιαφορώντας για ό,τι γύρω τους συμβαίνει.Συμμετέχει παρ’ όλα αυτά ενεργεί και στηλιτεύει. Οι στίχοι της γυμνωμένοι και ελεύθεροι μεταλλάσσονται σε κραυγές. Όπως γράφει στο Επείγον περιστατικό […] Βλέπω το ράγισμα, ακούω τον κρότο/ κάποιος μου ρίχνει για σεντόνι τη θάλασσα/ Χτυπά το σώμα μου κι ανεβαίνει/ Ένα νησί φορτωμένο φύκια.

Ως ενεργό μέλος του δημόσιου χώρου, η Δήμητρα Χριστοδούλου, δεν βολεύεται στην ησυχία και την ουδετερότητα, αλλά εκφράζοντας τα ανομολόγητα, αξιοποιεί τα απτά ντοκουμέντα και ονοματίζει τη σήψη:

[…]/ Την ώρα αυτή που κάποιος μετράει/ Τα τελευταία του λεφτά ή τηλεφωνήματα/ Βουτάω μια μπουκιά ψωμί στο ξίδι./ Την πόλη την μαρμαρώνει το χιόνι./ Κανένα τοσοδούλι πλάσμα, ασβός ή μέλισσα/ Δεν έχει χώρο πια για τη φυλή του/ Τα κοπάδια τους πηδάνε στο κενό./… (Βιβλίο στο κύμα)

Και δεν διστάζει στο εξαίρετο ποίημα Ακολουθία να μας δηλώσει πως Κοιμάται η πατρίς πάνω στο χάρτη της/ Σαν παχύσαρκη γριά που ξεχειλίζει απ’ το φέρετρο.

Ως πολιτική ποιήτρια η Χριστοδούλου, στη συλλογή ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ, δεν αρκείται στην κοινωνική κριτική και την ανάδειξη ποιητικά των γεγονότων, ίσως για να γλυκαίνει ο πόνος των ανθρώπων, αλλά δοκιμάζεται και η ίδια από την ευτέλεια και το κακό. Σαρκάζει και σαρκάζεται, θυμώνει και αρνείται, γίνεται ό,τι δεν της ζήτησαν κι αμφισβητεί ως ποιήτρια. Ανασκευάζει το τερατώδες και παρόλη τη θλίψη αντιστέκεται, καθώς βλέπει αλλιώς τα πράγματα, όπως την παλιά μοτοσυκλέτα σαν μωρό δεινόσαυρου μες στα παλιά σιδερικά, ή το πλαστικό κουβαδάκι στην άμμο, μνημείο κι αυτό των διακοπών περασμένων.

Η Δήμητρα Χριστοδούλου ζει στην ποίηση τη ζωή που θυμάται κι επανέρχεται. Έζησε όπως όλοι, ανάρμοστα, μας παρηγορεί και δάγκωσε χώμα στα κρυφά. Έτσι θεωρεί ιερό καθήκον της να παλέψει με το λόγο της για να της δοθεί η χάρη να ταπεινωθεί, καθώς αναρριπίζουνε τα τραπουλόχαρτα οι ακέραιοι (διάβαζε άνθρωποι) μήνες μες στη γενικευμένη μελαγχολία, εκείνη νοιάζεται για τον κουτσοφλέβαρο (τον ανάπηρο, τον πρόσφυγα, τον άστεγο, το απόκληρο, τον ταπεινωμένο):

[…] Ξένος ανάμεσα στους τέλειους/ Σχεδόν τρεκλίζει από το τραύμα./ Μα εγώ απαλά του δένω/ Το ποδαράκι που πονεί.

Είθε, αγαπητή Δήμητρα, φίλες και φίλοι όλοι μας κάποτε να καταφέρουμε να πράξουμε το ίδιο.

⃰(Ομιλία στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής στην Πρωτοπορία της Θεσσαλονίκης στις 4 Μαρτίου 2020)