Δημήτριος Τ. Παπαγεωργίου
“ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ”
Εκδόσεις οσελότος / 2020
Ο ριγέ κυνηγημένος κλόουν
με τη βαθιά φωνή και αυτός που ακούει
Ένα νέο Ράιχ στις σκιές,
μην αμφιβάλλεις, ξεκαθάρισμα είναι,
έλεγχος αντιδράσεων, μείωση πληθυσμού, μείωση ελευθεριών,
μια κοινωνική ευθυγράμμιση, σπουδαία συλλογική καλίμπρα.
Ο ιός θα μεταλλαχτεί,
δεν θα σε περιμένει, θα σε πετύχει στον φόβο,
έτσι είναι σχεδιασμένος ο εκφασισμός του γενικότερου καλού.
Μην αμφιβάλλεις,
ο έλεγχος θα τρέχει παράλληλα με τα κεκαλυμμένα κοινωνικά πειράματα,
για το καλό μας.
Μην αμφιβάλλεις, Σέσιλ,
ένα νέο Ράιχ στις σκιές,
θα βάλει χέρι στην ατομικότητα, στην ιδιωτικότητα,
με οδηγίες που ωφελούν ή θα ωφελήσουν το σύνολο,
διότι χωρίς το σύνολο, ξέρει ότι δεν έχει ελπίδα.
Σέσιλ, έχει ξεχαστεί το ηθικό, το δίκαιο, το ανθρώπινο,
μα φυσικά πάμε για τον χαμό.
Ένα νέο Ράιχ στις σκιές,
μην αμφιβάλλεις, Σέσιλ,
εξέτασε την κονσόλα σου,
τη φωτεινή σου οθόνη,
αργότερα την ολογραφική σου πλατφόρμα,
δες τα «επίκαιρα»,
ανενεργός για επτά ώρες,
να είναι χρόνια, να είναι δεκαετίες, εκατονταετίες,
τι σημασία έχει;
Σέσιλ, η εξουσία είναι αθάνατη, διαλέγει τους νικητές,
για λίγο, για πολύ, αλλάζει εραστές, τρέφεται από τους άριστους.
Η εξουσία είναι η πιο έξυπνη ευέλικτη ερωμένη,
ο τρόμος, ο πιο πανούργος μειλίχιος εραστής,
οι δυο τους γεννούν το Ράιχ,
βουτάνε φιλήδονα τα πόδια τους στο αργό πετρέλαιο,
μέσα στο φυσικό αέριο των ψυχικών αποθεμάτων,
τελειώνουν στην ανάγκη των αγορών,
κυριαρχούν στην κορύφωση της ανάγκης.
Η εξουσία δεν χαλάει το χατίρι στους φιλόδοξους,
καταπίνει τους οραματιστές,
αφού πρώτα τους παραπλανήσει με το φιλί της επιβράβευσης.
Ένα νέο Ράιχ στις σκιές,
ο τρόμος εκπορνεύει τους δίκαιους, λερώνει τους άμεμπτους,
χαμογελάει στους αθώους, πάντα αθώα.
Μια ουβερτούρα κατάκτησης
μείνε να θαυμάσεις, Σέσιλ, είναι πάλι η αρχή,
ένα νανούρισμα αισιοδοξίας, ανάπτυξης, προσεκτικής ζωής,
ένα αφήγημα ασφάλειας, εφησυχασμού.
Μην αμφιβάλλεις, Σέσιλ, το Ράιχ δεν έχει τελειωμό,
μα φυσικά
κινήσαμε για τον χαμό.
* * *
Ύψωμα
Τι να σε κάνω και σένα, κλαδάκι μου χρυσό,
έτσι μονάχο που έμεινες
μπλεγμένο στα ματωμένα δάχτυλά μου;
Ορφανό και έρημο, σε ανάγκασα να περιφέρεις
την απαστράπτουσα θλίψη σου,
κάθε αρφανεμένο βήμα σου και από μια φρυκτωρία της ψυχής σου,
για να μη χάσει η ανθρωπότητα τα ίχνη σου και την απόδειξη του
εγκλήματος
που διαπράξαμε εις βάρος σου.
Έγκλημα μίσους,
ανοσιούργημα και σκοτωμός μεγάλος,
ολάκερο τον χρυσό κάμπο θερίσαμε και πιο πέρα,
μισθώσαμε καιροσκόπους, να σε βάλουν σε μια πλαστική βάρκα,
μόνο για να πνιγείς ύστερα στη θάλασσα του φανατισμού μας.
Κλαδάκι μου χρυσό,
κομμάτι εσύ απ’ το Αλεξανδρινό στεφάνι,
πόσο σε αδικήσαμε
και πώς να μας συγχωρέσεις;