Scroll Top

Κώστας Αρκουδέας – «Συλλέκτης μανιταριών»

ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ
«ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΜΑΝΙΤΑΡΙΩΝ»
Εκδόσεις Καστανιώτη/2023

Ο κόσμος αυτός βασίζεται στο ψέμα. Και στην υποκρισία. Όλα όσα τον απαρτίζουν συντελούνται στο σκοτάδι ή στο ημίφως. Όσα φτάνουν στην επιφάνεια είναι διαστρεβλωμένα και παραποιημένα τόσο που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Η σοφία της μνήμης, ο χαμαιλέων που λέγεται άνθρωπος, οι δράκοι που κοιμούνται, η ανάγκη για αυτογνωσία, η μετα-αλήθεια και η ανελεύθερη δημοκρατία, η κλεψύδρα του χρόνου, το φως που μένει πάντα αναμμένο, η ζωή χωρίς ελευθερία που γίνεται σώμα χωρίς ψυχή, είναι ορισμένα από τα θέματα που ζητούν απαντήσεις.
Μια πανανθρώπινη ιστορία, ένας φιλοσοφικός δυστοπικός μύθος.

(απόσπασμα)

Ο πολιτικάντης ήταν μιμητικό ον. Δανειζόταν συμπεριφορές από τους ανθρώπους γύρω του και μεταμφιεζόταν ανάλογα με την περίσταση. Άλλοτε γινόταν στοχαστικός σαν τον πατέρα του, άλλοτε χειριστικός κι ευέξαπτος σαν τη μητέρα του, άλλοτε θορυβώδης, κακομαθημένος και σπάταλος σαν τα αδέρφια του. Μιας και κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν ο αληθινός του χαρακτήρας, θύμιζε κινούμενη άμμο. Ευμετάβλητος και απρόβλεπτος, δεν ενέπνεε καμία εμπιστοσύνη σε όσους έρχονταν σ’ επαφή μαζί του. Τον θεωρούσαν ικανό για όλα. Μπορεί να τον άκουγες να εκφράζεται με τα καλύτερα λόγια για κάποιον, να τον κολακεύει και να τον ανεβάζει στα ουράνια, και λίγο αργότερα να μιλάει με τον χειρότερο τρόπο για το ίδιο άτομο, να τον υποβαθμίζει και να τον αποδομεί. Είχε όμως την ικανότητα να μαγεύει τα πλήθη, να τα παραπλανά με φρούδες υποσχέσεις και ψεύτικες ελπίδες.

Οι κάτοικοι των πόλεων τον αποθέωσαν και τον ανακήρυξαν παμψηφεί Ευεργέτη-Τύραννο. Του ανέθεσαν εν λευκώ την εξουσία, με την προϋπόθεση να τους οδηγήσει στη νέα εποχή. Ο Ευεργέτης-Τύραννος ξεκίνησε από χαμηλά –σε όλους άρεσαν οι ιστορίες με αυτοδημιούργητους– σαν ρουφιάνος, καταδίδοντας χωρίς αιδώ αθώους κι ενόχους. Αναρριχήθηκε στα ύπατα αξιώματα χρησιμοποιώντας κάθε είδους μηχανορραφίες, ξεπαστρεύοντας όποιον στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο του. Ήταν ένας εύρωστος άντρας, ροδοκόκκινος, με κρανίο εξαιρετικά στιλπνό, αραιά μαλλιά και μάτια όμοια με των ινδικών χοιριδίων. Ο κακόβουλος αυτός άντρας δεν έμοιαζε με κανέναν. Αντιθέτως υπήρχαν πολλοί που ήθελαν να του μοιάσουν, να αποκτήσουν όσα είχε ο ίδιος. Τα λόγια του ήταν κούφια, μα αυτό δεν εμπόδιζε τους οπαδούς του να τα πιστεύουν και να ορκίζονται σ’ αυτά. Λένε πως ο καλύτερος τρόπος για να εξαπατάς τα πλήθη είναι να τους λες στην αρχή μια αυταπόδεικτη αλήθεια, μια αλήθεια που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, κι έπειτα, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, να τους αραδιάζεις το ένα ψέμα πίσω από το άλλο. Ο ίδιος πίστευε ότι ο όχλος τρέφεται αποκλειστικά με ψεύδη. Όσο πιο χοντρά, τόσο το καλύτερο. Πίστευε ακόμη ότι όπου υπάρχουν μεγάλα πλήθη υπάρχουν και μεγάλες ψευδαισθήσεις. «Απ’ όλα τα πρόσωπα που βλέπω γύρω μου ξεχωρίζω τα πιο φωτεινά», έλεγε. «Απ’ τα γέλια που ακούω ξεχωρίζω εκείνα που βγαίνουν μέσ’ απ’ την καρδιά». Όλοι τον επευφημούσαν, όλοι τον ζητωκραύγαζαν, χαρούμενοι που είχαν τέτοιον ηγέτη.