THE STONE
All alone descending from the vigil,
that road that is without light and hold’s us together.
And as we find ourselves, we will be rocks,
above our heads we will say: «it is raining».
And not asking for a tender branch to have,
we will fall into that enduring abyss of ours.
And around us will be spreading fields of corn,
from such an Abyss the light seems faraway.
And we’ll miss Heaven full,
with that smugness of our inner Robinson,
and our stone heart will be the third eye,
that will be seeing an upcoming monsoon.
A breath of fresh air, a little light in the dark.
Oh, that a caress cracks our spikes!
Η ΠΕΤΡΑ
Απ’ την αγρύπνια κατεβαίνοντας μονάχοι,
τον δρόμο που ‘ναι δίχως φως και μας συνέχει.
Τον εαυτό μας βρίσκοντας θα ‘μαστε βράχοι,
επάνω απ’ τα κεφάλια μας θα πούμε βρέχει.
Και μην ζητώντας τρυφερό κλωνάρι να ‘χει,
θα πέφτουμε σε βάραθρο που μας αντέχει.
Και γύρω μας θε ν’ απλωθούν χωράφια στάχυ,
από μια τέτοιαν Άβυσσο το φως απέχει.
Και την Παράδεισο θα χάνουμε γεμάτοι,
με μι’ αυταρέσκεια του μέσα Ροβινσώνα,
η πέτρινη καρδιά μας θα ‘ν’ το τρίτο μάτι,
θα βλέπει κάποιον επερχόμενο μουσώνα.
Δροσιάς ανάσα, λίγο φως μες στο σκοτάδι.
Ω, να ραγίσει τις αιχμές μας ένα χάδι!
HELEN
We walked in a bustling Chalkida
and the waters flowed below the bridge.
A thorn was tearing through my heart,
a flame that lit up in a crackling sky.
And from skies to the lowlands a new ray,
kindled the dry reed of my mind,
and from the horizon in front of me I saw it coming,
an unspeakable and bright Saturday.
You touched my arm with your delicate hand,
I look at your gaze that softens everything,
And told you, «look at the waters as they flow, Helen».
It’s the dream that bounds my existence,
and from your lips I will ardently drink wine;
o creature of the mind, full shirt of mine.
ΕΛΕΝΗ
Σε μια πολύβουη βαδίζαμε Χαλκίδα
και τρέχαν τα νερά στην γέφυρ’ από κάτω.
Διάπυρη την καρδιά μου μού σκιζε μια ακίδα,
μια φλόγα π’ άναψε μες σ’ ουρανό κροκάτο.
Κι απ’ τα ψηλά στα χαμηλά μια νέα αχτίδα,
του νου μου άναψε την ξεραμένη βάτο,
κι απ’ τον ορίζοντα μπροστά μου να ‘ρχεται είδα,
Σάββατο άφατο κι ολόφωτο Σαββάτο.
Στο μπράτσο μ’ άγγιξες με χέρι ντελικάτο,
το βλέμμα σου κοιτώ που όλα τ’ απαλαίνει,
για να σου πω, «δες τα νερά πως παν’ Ελένη».
Την ύπαρξή μου μόνο τ’ όνειρο την δένει,
κι από τα χείλη σου κρασί θα πιω φλογάτο.
Ω πλάσμα συ του νου, πουκάμισο γεμάτο.