COMING AGAIN FROM WORK
Coming back from work again
after the day’s wages of my unemployed thought,
I’ m looking for keys I’ve been collecting
for home, the car, for the anxiety of the closet.
I had learned all the teeth
of a key that opens everything,
unlocking my yes
because I heard no
with vigor in the cries of the dawn
from a throat that shines pain and silence,
maybe I’ll be hired as the last one
in the melting of the erevus.
ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΠΑΛΙ ΑΠ’ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
Γυρνώντας πάλι απ’ τη δουλειά
μετά το μεροκάματο της άνεργής μου σκέψης,
κλειδιά να ψάχνω που συνέλεγα
για σπίτι, τ’ αυτοκίνητο, της αγωνίας το ερμάρι.
Τις οδοντώσεις όλες είχα μάθει
μη φτιάξω ένα κλειδί που όλα να τ’ ανοίγει,
το ναι μου ξεκλειδώνοντας
γιατί το όχι μου ακούστηκε
με σθένος στις κραυγές του ξημερώματος
από λαρύγγι που διαλάμπει πόνος και σιωπή,
μήπως και προσληφθώ σαν έσχατος
στην τήξη του ερέβους.
Into my loneliness swamp
Here and there a heron
Visits her to feed himself;
The loneliness becomes thick.
Fish in the marsh
They are cubic in shape
They don’t swim
They don’t need a tail.
I’ m fishing the cubes
And I’m building a wall
Don’t make loneliness visible
Don’t be an unprotected reed in the wind.
With every mastery I alphad my omega
After all, I was the builder’s homeless son
But luckily, the fish were very few
Leaving a gap in the wall
Like I hung a window on him.
Η μοναξιά μου έλος,
Πού και πού ένας ερωδιός
Την επισκέπτεται για να τραφεί·
Η μοναξιά
Παχύρρευστη.
Στο έλος τα ψάρια
Έχουν σχήμα κυβικό
Δεν κολυμπούν
Δεν τους χρειάζεται ουρά.
Τους κύβους αλιεύω
Και χτίζω έναν τοίχο
Η μοναξιά περίβλεπτη μη γίνει
Και μείνω απροστάτευτο σε άνεμο καλάμι.
Με κάθε μαεστρία το ωμέγα μου αλφάδιαζα
Αφού, του οικοδόμου ήμουν ανέστιος γιος
Μα ευτυχώς, τα ψάρια ήταν λιγοστά
Αφήνοντας στον τοίχο ένα κενό
Σαν να του κρέμασα παράθυρο.